του Γιώργου Πετρόπουλου
Η πρόταση μομφής που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ σε βάρος της κυβέρνησης, προτού ακόμη κατατεθεί, είχε ορισμένα αναμφισβήτητα δεδομένα που ήταν σε γνώση του Αλέξη Τσίπρα και του κόμματός του.
Ήταν γνωστό από την πρώτη στιγμή πως δεν επρόκειτο να περάσει.
Ήταν γνωστό, επίσης, πως δεν θα προκαλούσε κανένα ρήγμα στην κυβέρνηση. Εκτός κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ γνώριζε κάτι περισσότερο και κατέθεσε την πρόταση μόνο και μόνο για τα μάτια της κ. Θεοδώρας Τζάκρη, της βουλευτίνας δηλαδή του ΠΑΣΟΚ που υπερψήφισε την πρόταση και διαγράφηκε από το κόμμα της.
Ήταν μια πρόταση που κατατέθηκε σε πλήρη αναντιστοιχία με την κατάσταση του μαζικού λαϊκού κινήματος και με την ετοιμότητα οργανωμένης μαζικής αντίδρασης στην κυβερνητική πολιτική.
Ήταν μια πρόταση που κατατέθηκε προτού η κυβέρνηση δείξει πόσο εκτεθειμένη είναι απέναντι στους δανειστές στη βάση του νέου ζητήματος που έχει προκύψει αναφορικά με το πολυσυζητημένο χρηματοδοτικό έλλειμα του 2014 και των επόμενων χρόνων. Προτού δηλαδή φανεί- πέραν των πολιτικών εκτιμήσεων που μπορεί κάποιος να κάνει- σε πιο βαθμό η κυβέρνηση θα υποχωρούσε στις απαιτήσεις των δανειστών για νέα μέτρα. Άρα, ήταν μια πρόταση που κατατέθηκε σε ευνοϊκό χρόνο για την κυβέρνηση.
Ήταν, τέλος, μια πρόταση που κατατέθηκε αμέσως μετά την, μέσω Τέξας, δήλωση πίστης και αφοσίωσης του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στην ευρωζώνη, που αν μη τι άλλο έφερνε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης μέσα στο πλαίσιο με το οποίο η κυβέρνηση δικαιολογεί την πολιτική των μνημονίων.
Τα δεδομένα αυτά καθορίζουν και τη στόχευση που είχε η κατάθεση αυτής της πρότασης. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως επιδίωκε δύο στόχους:
Πρώτον, να απαλλαγεί από το κοινοβουλευτικό όπλο της πρότασης μομφής μια ώρα αρχύτερα, προτού δηλαδή αυτό έχει κάποια αξία στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, προτού η κυβέρνηση βρεθεί σε δεινή θέση από την λήψη νέων μέτρων και προτού οι όποιες κοινοβουλευτικές δυνατότητες μπορούσαν να συνδυαστούν με υπολογίσιμη λαϊκή δράση.
Δεύτερον, να επισημοποιήσει την πολιτική του στροφή δίνοντας όλα τα απαραίτητα διαπιστευτήρια νομιμοφροσύνης στους δανειστές και στη μία και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ταυτόχρονα εγκλώβιζε την εσωκομματική αντιπολίτευση σε μία κενού περιεχομένου αντικυβερνητική ρητορεία, στο πλαίσιο της οποίας οι εσωκομματικές διαφορές πέρασαν σε δεύτερη μοίρα.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Η δήλωση του Τέξας και οι αντιδράσεις
Την Δευτέρα 4/11, μιλώντας στο Πανεπιστήμιο του Όστιν, στο Τέξας, ο Αλέξης Τσίπρας τόνισε: «Έχουμε μια οικονομική ένωση και ένα κοινό νόμισμα. Και οι άμεσες εναλλακτικές είναι χειρότερες. Μια έξοδος δεν θα ωφελήσει κανέναν. Αντίθετα, θα πυροδοτήσει σοβαρά νέα προβλήματα- διαχείριση ενός ασταθούς νέου νομίσματος, φαινόμενα bank run (σ.σ. πρόκειται για τον λεγόμενο τραπεζικό πανικό, την απόσυρση των καταθέσεων), πληθωρισμός, φυγή κεφαλαίων και ανθρώπων. Για το λόγο αυτό και μόνο, η Ελλάδα δεν θα πρέπει και δεν θα το κάνει, δε θα εξέλθει εθελοντικά από την Ευρωζώνη».
Η απάντηση ήρθε αμέσως από την Αριστερή τάση. Ο Άκης Μποδογιάννης, μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ και στενός συνεργάτης του Π. Λαφαζάνη, με άρθρο του στον ιστότοπο iskra.gr έγραψε συγκεκριμένα, απαντώντας στην υπερατλαντική ομιλία του προέδρου του:«Μπορεί η Ελλάδα να ακυρώσει τα μνημόνια και τους εφαρμοστικούς τους νόμους και να ακολουθήσει μια ριζοσπαστική προοδευτική πολιτική εντός της ευρωζώνης; Ας μην έχουμε αυταπάτες. Η ακύρωση μνημονίων και των εφαρμοστικών τους νόμων δεν μπορεί να γίνει με διαπραγμάτευση με ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ. Θα είναι αποτέλεσμα μονομερούς, όπως λέγεται, ενέργειας». Και πρόσθεσε εν είδει θέσεως: «Η Ελλάδα για να βγει από την κρίση χρειάζεται να έχει τη δυνατότητα να προσφέρει γενναία χρηματοδότηση και με ευνοϊκούς όρους στην οικονομία της αλλά και να ανακουφίσει στοιχειωδώς την τελευταία ή τουλάχιστον βασικούς κλάδους της, από τον άγριο ανταγωνισμό, ιδιαίτερα της ενιαίας αγοράς της ΕΕ. Αυτά και αρκετά άλλα, που δεν είναι της ώρας και του χώρου, σημαίνουν την ανάγκη να ανακτήσει η χώρα με νέους όρους την άσκηση εθνικής νομισματικής πολιτικής. Με δύο λόγια εθνικό νόμισμα. Φοβούμαι ότι όλα αυτά παραμερίζονται από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ».
Αν έμενε κανείς στην προαναφερθείσα αντιπαράθεση και την έπαιρνε τοις μετρητοίς, κι αν σ’ αυτή την αντιπαράθεση πρόσθετε και τα όσα είχαν προηγηθεί λίγες ημέρες πριν με τις διαπιστώσεις του Μ. Γλέζου ότι το κόμμα του δεν έχει πειστική απάντηση στο ερώτημα «πού θα βρούμε τα λεφτά;», εύκολα θα κατέληγε στο συμπέρασμα πως το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης βρίσκεται στα πρόθυρα μιας εσωκομματικής αντιπαράθεσης και εσωστρέφειας με κατάληξη που δεν μπορεί να προβλεφθεί. Σε κόμματα, όμως, σαν τον ΣΥΡΙΖΑ οι αντιπαραθέσεις απόψεων και πολιτικών δεν παίρνουν ποτέ τις διαστάσεις που δείχνουν ότι θα πάρουν, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτά τα κόμματα είναι κοντά στην κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας. Έτσι, εκεί που όλα έδειχναν ότι θα γίνει «εσωκομματικό Τέξας» ήρθε η πρόταση μομφής, όλα ξεχάστηκαν, και η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ έκανε λιανά από του βήματος του κοινοβουλίου όσα ο αρχηγός τους διακήρυξε από την μακρινή Πολιτεία των ΗΠΑ.
Οι δηλώσεις νομιμοφροσύνης
Ο Γιάννης Δραγασάκης ήταν απολύτως σαφής στην εισηγητική του ομιλία στη Βουλή.«Μπορεί- είπε- μία Κυβέρνηση να διαπραγματευθεί όταν δεν έχει την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού; Φοβούμαι, όμως, ότι τώρα πια ούτε στο εξωτερικό έχει κύρος αυτή η Κυβέρνηση. Θεωρείται μέρος του συστήματος που πρέπει να αλλάξει, του ολιγαρχικού συστήματος που πρέπει να αλλάξει. Η Κυβέρνηση αυτή θεωρείται πλέον μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης».
Όλη η σκληρή αλήθεια βρίσκεται πίσω από αθώες λέξεις. Η κυβέρνηση αυτή δεν μπορεί να διαπραγματευτεί κατά τον κ. Δραγασάκη. Πράγμα που σημαίνει πως ανεξαρτήτως των λόγων που δεν μπορεί να διαπραγματευτεί, το όλο πρόβλημα είναι πρόβλημα διαπραγμάτευσης κι όχι πρόβλημα σύγκρουσης και προώθησης ταξικών συμφερόντων σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Αλλά με ποιους διαπραγματεύεται η Ελλάδα; Αυτό ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ το αποσιώπησε εντελώς καθώς τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Διαπραγματεύεται ή δεν διαπραγματεύεται με τους δανειστές; Διαπραγματεύεται ή δεν διαπραγματεύεται με την Κομισιόν, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο; Είναι ή δεν είναι αυτοί εκπρόσωποι πολυεθνικών μονοπωλίων, του χρηματιστικού κεφαλαίου και της έκφρασης τους σε επίπεδο κρατών και πολυεθνικών κρατικών ενώσεων; Επειδή είναι κακοί άνθρωποι όλοι αυτοί έχουν φέρει τον ελληνικό λαό στα όρια της ανθρωπιστικής καταστροφής ή γιατί αυτό υπαγορεύουν τα συμφέροντά τους; Κι όταν τα συμφέροντα κάποιου απαιτούν τη δική σου εξαθλίωση πως μπορείς να διαπραγματευτείς μαζί του και τι είδους διαπραγμάτευση μπορείς να κάνεις;
Επιπλέον, ο κ. Δραγασάκης έψεξε την κυβέρνηση γιατί όπως είπε «τώρα πια ούτε στο εξωτερικό έχει κύρος». Σε ποιους δεν έχει κύρος και σε ποιους πρέπει να έχει; Κι εδώ τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Προφανώς αναζητείται κύρος προς την τρόικα, δηλαδή προς την Κομισιόν, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ και φυσικά προς τις αγορές που δεν μας δανείζουν. Κι έχει κύρος ο ΣΥΡΙΖΑ σ’ όλους αυτούς; Αν έχει να το χαίρεται. Αλλά πολύ φοβούμαστε πως η κυβέρνηση έχει περισσότερο κύρος στη συγχορδία των δανειστών και του πολυεθνικού χρηματιστικού κεφαλαίου γιατί εφαρμόζει στην πλάτη του ελληνικού την πολιτική των συμφερόντων τους με κάθε κόστος. Κάτι που ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμη δεν κλήθηκε να αποδείξει ότι το μπορεί. Φαίνεται όμως ότι προσπαθεί.
«Είναι θέμα εθνικής ευθύνης- είπε ο Γ. Δραγασάκης- να επιτρέψει η Κυβέρνηση αυτή στην κοινωνία να αποκτήσει μία αξιόπιστη, δημοκρατική και με κύρος κυβέρνηση, για να μπορέσει να βάλει φραγμό στον κατήφορο και να βάλει τις βάσεις για μία άλλη πορεία». Μάλιστα. Πάει η κυβέρνηση της Αριστεράς που ζητούσε λίγο παλιότερα ο ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα ο τόπος δεν χρειάζεται μια κυβέρνηση της Αριστεράς αλλά μια κυβέρνηση αξιόπιστη (προφανώς στους δανειστές), μια κυβέρνηση δημοκρατική (εδώ ο καθένας όπως θέλει το αντιλαμβάνεται), μια κυβέρνηση με κυρός (προφανώς προς την μεριά των δανειστών). Ότι είπε ο Αλέξης Τσίπρας στο Τέξας με σκληρό αλλά σύντομο τρόπο, ο Γιάννης Δραγασάκης φρόντισε να το αναλύσει και να το γλυκάνει μέσα από τη χρήση μεθερμηνευόμενων όρων, απολύτως, όμως, αποδεκτών στη συστημική ορολογία.
Στη στρούγκα με λαϊκή υποστήριξη
Τα χειρότερα όμως από τον Γ. Δραγασάκη δεν σταματάνε εκεί. «Ο ΣΥΡΙΖΑ- είπε- είναι εκείνη η πολιτική δύναμη, η οποία έχει τις προϋποθέσεις που της επιτρέπουν ακριβώς να ανακτήσει, όχι προς όφελος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά προς όφελος της Δημοκρατίας, προς όφελος της ίδιας της πολιτικής, την εμπιστοσύνη της κοινωνίας. Και στηριζόμενη ακριβώς στην κοινωνία, στο λαό, στα λαϊκά κινήματα, θα μπορέσει να διεκδικήσει μία βιώσιμη θέση της χώρας μας στα πλαίσια της Ευρώπης και θα μπορέσει να αρχίσει να υλοποιείται ένα πρόγραμμα ριζικών μεταρρυθμίσεων με το οποίο θα καλύψουμε εκκρεμότητες που αρχίζουν από την εποχή του Τρικούπη -ακόμα μιλάμε για περιουσιολόγιο και ακόμα δεν κάνει τίποτα ούτε αυτή η Κυβέρνηση σε αυτόν τον τομέα- μέχρι νέες ανάγκες και νέους θεσμούς που μας έρχονται από το παρόν και από το μέλλον».
Το μήνυμα του Γ. Δραγασάκη δεν αφορούσε τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο στο εξωτερικό. Εμείς, είπε με άλλα λόγια, μπορούμε να εφαρμόσουμε την πολιτική που επιθυμείτε κι έχουμε τη δύναμη να το κάνουμε με λαϊκή υποστήριξη. Με σύμμαχό το λαό μπορούμε να διεκδικήσουμε μια βιώσιμη θέση της χώρας στο πλαίσιο της Ευρώπης και να κάνουμε εκείνους τους εκσυγχρονισμούς που λείπουν κι εκείνους που θα εξαλείψουν στρεβλώσεις από την εποχή του Τρικούπη μέχρι τις μέρες μας.
Ο αναγνώστης θα έχει προσέξει πως οι πολιτικοί όροι που χρησιμοποιεί ο εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ είναι φαινομενικά ουδέτεροι και τόσο γενικοί σα να αφορούν το σύνολο της κοινωνίας. Μηδενός εξαιρουμένου. Τέτοια ορολογία χρησιμοποιεί μόνο όποιος θέλει να υπηρετήσει το κοινωνικό σύστημα. Όχι πάντως όποιος θέλει να συγκρουστεί μαζί του. Ο ΣΥΡΙΖΑ πάντως δεν θέλει και ακριβώς γι’ αυτό συσκοτίζει τα δεδομένα:
Πρώτο. Βιώσιμη θέση της Ελλάδας στο πλαίσιο της Ευρώπης επιθυμούν και οι δανειστές. Γι’ αυτό άλλωστε και την δανείζουν επιβάλλοντάς της μια σειρά μεταρρυθμίσεις που αφορούν σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής. Βιώσιμη θέση της Ελλάδας στο πλαίσιο της Ευρώπης για τους δανειστές σημαίνει πλήρη υποταγή της χώρας στον καταμερισμό εργασίας που επιθυμούν οι πολυεθνικές της ευρωζώνης και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις- με πρώτη τη Γερμανία- που ηγούνται αυτής. Βιώσιμη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη σημαίνει προσαρμογές στην οικονομία και στη δημόσια διοίκηση, στην υγεία και στην παιδεία, στην παραγωγή και στην κατανάλωση, στις επενδύσεις και στο εμπόριο, στην αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και της εργατικής δύναμης με τους ταξικούς όρους που συμφέρουν το ξένο κεφάλαιο. Βιώσιμη θέση για τους δανειστές σημαίνει την ανασυγκρότηση ολόκληρης της κοινωνίας, ακόμη και της ελληνικής αστικής τάξης, την ανακατανομή του πλούτου, σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ, επομένως δεν λέει κάτι καινούργιο από αυτό που ήδη υπάρχει και εφαρμόζεται. Διεκδικεί όμως να συνεισφέρει στο «ξαναχτίσιμο» του ελληνικού καπιταλισμού προσθέτοντας τις δικές του πινελιές στα σχέδια που ήδη έχουν ετοιμάσει οι σύμμαχοι και οι εταίροι. Και προπαντός εγγυάται. Εγγυάται πως όλα θα γίνουν με λαϊκή υποστήριξη την οποία ο ίδιος κομπορρημονεί πως έχει τα φόντα να εξασφαλίσει.
Το παραμύθι της καταγγελίας του μνημονίου
Την περασμένη Κυριακή, η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ είχε ένα πολύ ενδιαφέρον ρεπορτάζ γι’ αυτό το ζήτημα. Παραθέτουμε τα βασικά του σημεία: «Με την τελική έγκριση των όρων που θα διέπουν την καταβολή ευρωπαϊκών κονδυλίων από το ‘‘νέο ΕΣΠΑ’’, για την περίοδο 2014-2020, την Πέμπτη, έκλεισε και το τελευταίο παράθυρο που θα επέτρεπε σε οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση, σημερινή ή μελλοντική, να ακολουθήσει ‘‘επεκτατική’’ ή χαλαρή οικονομική πολιτική. Ειδικότερα, από την 1η Ιανουαρίου 2014 και εφεξής, όταν μία χώρα της Ε.Ε. δεν επιτυγχάνει τους στόχους της στο πλαίσιο της ενιαίας οικονομικής διακυβέρνησης, ή παραβιάζει συστηματικά τις οικονομικές συστάσεις της Κομισιόν, τότε θα αναστέλλεται η καταβολή κοινοτικών επιδοτήσεων. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι τα όποια δυνητικά οφέλη θα αποκόμιζε η Ελλάδα από μία μονομερή καταγγελία του Μνημονίου, ακόμη και αν αυτή η καταγγελία συνοδευόταν από τύπωμα νομίσματος, θα ακυρωθούν από την απώλεια δεκάδων δισ. ευρώ από τα διαρθρωτικά ταμεία… Εφόσον, πάντως, η χώρα μας επιθυμεί να παραμείνει στην Ευρωζώνη, τότε δεν έχει άλλη επιλογή παρά να εφαρμόζει ‘‘σπαρτιατική οικονομική πολιτική’’ εις το διηνεκές. Και αυτό διότι έχει υπογράψει τη ‘‘Συνθήκη για τη Σταθερότητα, το Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση’’, η οποία ισχύει από την 1η Ιανουαρίου του 2013. Σύμφωνα με το άρθρο 3 της εν λόγω Συνθήκης, δεν επιτρέπεται σε κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη να έχει διαρθρωτικό έλλειμμα μεγαλύτερο του 0,5% του ΑΕΠ. Επίσης, το άρθρο 4 της ίδιας διεθνούς σύμβασης ορίζει ότι τα κράτη- μέλη της Ευρωζώνης με χρέος μεγαλύτερο του 60% του ΑΕΠ, όπως η Ελλάδα, οφείλουν να το μειώνουν κατά 1/20 κάθε έτος. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα υποχρεούται να έχει πρωτογενές πλεόνασμα για πολλές ακόμη δεκαετίες, ώστε να χρησιμοποιεί μέρος του, για τη μείωση του χρέους. Διαφορετικά, οποιοδήποτε κράτος - μέλος της Ευρωζώνης και η Κομισιόν, μπορούν να προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο θα επιβάλλει κυρώσεις στην Ελλάδα, ίσες με το 0,1% του ΑΕΠ της (αρ. 8). Χρηματικές κυρώσεις, ύψους έως και 0,2% του ΑΕΠ, για την παραβίαση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης προβλέπει και το άρθρο 22 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1173/2011 ‘‘για την αποτελεσματική επιβολή της δημοσιονομικής εποπτείας στη Ζώνη του Ευρώ’’. Ουσιαστικά όμως, η παραβίαση του Συμφώνου Σταθερότητας είναι αδύνατη. Και αυτό διότι σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 473/2013 που ισχύει από φέτος, όλα τα κράτη- μέλη της Ευρωζώνης οφείλουν να υποβάλουν κάθε χρόνο, έως τις 15 Οκτωβρίου, το προσχέδιο προϋπολογισμού τους στην Κομισιόν και στο Eurogroup. Εφόσον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κρίνει ότι το προσχέδιο δεν συνάδει με τις ετήσιες οικονομικές συστάσεις της, τότε μπορεί να το ‘‘επιστρέψει ως απαράδεκτο’’ και να ζητήσει αλλαγές, επ’ απειλή κυρώσεων. Η υποβολή ‘‘χαλαρού’’ προσχεδίου προϋπολογισμού θα είναι πρακτικά ανέφικτη για την Ελλάδα, ακόμη και όταν τελειώσει το Μνημόνιο… Ο ευρωπαϊκός κανονισμός 472/2013 ορίζει ότι τα κράτη που έχουν δανειστεί από τους μηχανισμούς στήριξης θα βρίσκονται σε ενισχυμένη εποπτεία, μέχρι να αποπληρώσουν το 75% των δανείων τους (αρ. 14). Αυτό σημαίνει ‘‘τακτικές αποστολές επιθεώρησης’’ από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Κομισιόν, που θα αξιολογούν την ‘‘οικονομική, δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση’’ της χώρας».
Η αλήθεια είναι αυτή και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αμφισβητεί ούτε την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη και στην Ε.Ε. ούτε τις διεθνείς συμβάσεις που έχουν υπογράψει η σημερινή και οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Αντίθετα δέχεται τη συνέχεια του κράτους και ορκίζεται σ’ αυτή. Στο πλαίσιο αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η λύση. Είναι μέρος του προβλήματος μαζί με την σημερινή κυβέρνηση και της προηγούμενες που έδεσαν χειροπόδαρα το λαό και τη χώρα στο άρμα του ευρωπαϊκού και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού χάριν των συμφερόντων του ντόπιου και πολυεθνικού κεφαλαίου. Η λύση βρίσκεται σε αντιιμπεριαλιστική- αντιμονοπωλιακή- δημοκρατική κατεύθυνση για να ανοίξει ο δρόμος για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας.
http://ergatikosagwnas.gr/EA/