Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Ο Καρλ Μαρξ στο χρονικό μιας δικτατορίας

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές           
Το κείμενο του Μαρξ «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» θεωρείται κλασικό, όχι μόνο ως πολιτική ανάλυση μιας συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας (δηλαδή ως αμιγώς πολιτικό χρονικό), αλλά κυρίως ως το έργο που μετουσίωσε την μαρξιστική αντίληψη της πάλης των τάξεων σε κινητήριο δύναμη της ιστορίας.
Το κείμενο του Μαρξ «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» θεωρείται κλασικό, όχι μόνο ως πολιτική ανάλυση μιας συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας (δηλαδή ως αμιγώς πολιτικό χρονικό), αλλά κυρίως ως το έργο που μετουσίωσε την μαρξιστική αντίληψη της πάλης των τάξεων σε κινητήριο δύναμη της ιστορίας.
Το κείμενο του Μαρξ «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» θεωρείται κλασικό, όχι μόνο ως πολιτική ανάλυση μιας συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας (δηλαδή ως αμιγώς πολιτικό χρονικό), αλλά κυρίως ως το έργο που μετουσίωσε την μαρξιστική αντίληψη της πάλης των τάξεων σε κινητήριο δύναμη της ιστορίας. Γιατί ο Μαρξ δεν επιμένει στην ιστορική παρουσίαση των γεγονότων, αλλά στην ερμηνεία τους. Αναφερόμαστε φυσικά, στα γνωστά γεγονότα του Φεβρουαρίου του 1848 στο Παρίσι με την ανατροπή του Λουδοβίκου Φιλίππου από την εξουσία: «Οι μέρες του Φεβρουαρίου είχαν αρχικά σκοπό μια εκλογική μεταρρύθμιση, που θα πλάταινε τον κύκλο των πολιτικά προνομιούχων μέσα στην ίδια την κατέχουσα τάξη και θα ανέτρεπε την αποκλειστική κυριαρχία της αριστοκρατίας του χρήματος.
Μόλις όμως έφτασαν τα πράγματα έως την πραγματική σύγκρουση, ο λαός κατέβηκε στα οδοφράγματα, η εθνοφρουρά κράτησε παθητική στάση, ο στρατός δεν έφερε καμιά σοβαρή αντίσταση και η δυναστεία το ‘βαλε στα πόδια. Τότε η δημοκρατία φάνηκε σαν κάτι το αυτονόητο. Κάθε κόμμα την εξήγησε με το δικό του τρόπο. Το προλεταριάτο που την κατάχτησε με τη βία των όπλων της έβαλε τη δική του σφραγίδα και την ανακήρυξε κοινωνική δημοκρατία……..Ενώ το παρισινό προλεταριάτο εντρυφούσε ακόμα στη θέα της μεγάλης προοπτικής, που είχε ξανοίξει μπροστά του, και επιδιδόταν σε σοβαρές συζητήσεις για τα κοινωνικά προβλήματα, οι παλιές δυνάμεις της κοινωνίας συσπειρώθηκαν, συγκεντρώθηκαν, σκέφτηκαν και βρήκαν ένα απροσδόκητο στήριγμα στη μάζα του έθνους, στους αγρότες και τους μικροαστούς, που είχαν ορμήσει όλοι μεμιάς στην πολιτική σκηνή, όταν γκρεμίστηκαν οι φραγμοί της ιουλιανής μοναρχίας». (σελ. 88 – 89). Από τον Μάιο του 1848 μπαίνουμε στη δεύτερη φάση των γεγονότων όπου το προλεταριάτο έπρεπε να περάσει στο πολιτικό περιθώριο. Ο Μαρξ ονομάζει αυτή τη δεύτερη περίοδο «περίοδο της Συντακτικής Συνέλευσης» και την τοποθετεί μέχρι τα τέλη Μαΐου του 1849. Η Εθνοσυνέλευση που συνήλθε στις 4 Μαΐου του 1848 (σηματοδοτώντας το πέρασμα στη δεύτερη περίοδο των γεγονότων) «ήταν ζωντανή διαμαρτυρία ενάντια στις αξιώσεις των ημερών του Φεβρουαρίου και όφειλε να ξαναφέρει τα αποτελέσματα της επανάστασης στα αστικά της μέτρα. Μάταια δοκίμασε το παρισινό προλεταριάτο, που κατάλαβε αμέσως το χαρακτήρα της Εθνοσυνέλευσης, λίγες μέρες ύστερα από τη σύγκλισή της, στις 15 Μαΐου, να αρνηθεί βίαια την ύπαρξή της, να τη διαλύσει, να σκορπίσει πάλι στα συστατικά της μέρη την οργανική αυτή μορφή που με αυτή το απειλούσε το πνεύμα του έθνους που αντιδρούσε…….Η αστική δημοκρατία νικήσε. Με το μέρος της βρισκόταν η αριστοκρατία του χρήματος, η βιομηχανική αστική τάξη, η μεσαία τάξη, οι μικροαστοί, ο στρατός, το οργανωμένο σε κινητή φρουρά κουρελοπρολεταριάτο, οι διανοούμενοι, οι παπάδες και ο πληθυσμός της υπαίθρου ». (σελ. 89 – 90). Μετά την εκδίωξη του προλεταριάτου υπερισχύουν στην Εθνοσυνέλευση η δημοκρατικοί αστοί που «…ίδρυσαν μια δημοκρατία για την αστική τάξη, αφού έδιωξαν το επαναστατικό προλεταριάτο από το στίβο κι επέβαλλαν προσωρινά σιωπή στους δημοκρατικούς μικροαστούς…». (σελ. 100). Οι βασιλόφρονες αστοί δίνουν το δικό τους αγώνα ενάντια στη δικτατορία των καθαρών δημοκρατικών αστών. Ενώνονται στο «Κόμμα της Τάξης». Το Παρίσι κηρύττεται σε κατάσταση πολιορκίας. Οι δημοκρατικοί αστοί δεν βοηθούν τη δημοκρατική Ιταλία ενδίδοντας στις πιέσεις των Αυστριακών: «Αντί να ελευθερώσουν την Ιταλία, την άφησαν να κατακτηθεί ξανά από τους Αυστριακούς και τους Ναπολιτάνους». (σελ. 99). Το «Κόμμα της Τάξης» αγωνίζεται για να ανατρέψει τους δημοκρατικούς. Συμμαχεί με το Λουδοβίκο Βοναπάρτη, ο οποίος στις 10 Δεκεμβρίου του 1848 εκλέγεται στο προεδρικό αξίωμα. Η εκλογή αυτή, επί της ουσίας, σηματοδοτεί το τέλος των δημοκρατικών αστών, που έρχεται επισήμως στις 28 Μαΐου του 1949 με τη διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης. Από εδώ ξεκινά η τρίτη φάση των γεγονότων, που θα ολοκληρωθούν στις 2 Δεκεμβρίου του 1851, με την πτώση του κοινοβουλευτικού καθεστώτος και τη δικτατορία του Βοναπάρτη: «οι καθαροί δημοκράτες δημιούργησαν, με την κατάσταση πολιορκίας του Παρισιού, το φυτώριο απ’ όπου θα βλάσταιναν οι πραιτωριανοί στις 2 Δεκεμβρίου του 1851». (σελ. 99).
La prise de la citadelle d’Anvers aux Hollandais en décembre 1832 est l’un des deux principaux faits d’armes du duc d’Orléans
La prise de la citadelle d’Anvers aux Hollandais en décembre 1832 est l’un des deux principaux faits d’armes du duc d’Orléans
     
Η Τρίτη περίοδος δεν είναι τίποτε άλλο από την τελική αναμέτρηση των δυνάμεων που επικράτησαν. Ο αγώνας της εξουσίας ανάμεσα στο «Κόμμα της Τάξης» και το Βοναπάρτη. Το «Κόμμα της Τάξης» εκπροσωπεί τα μεγαλοαστικά συμφέροντα. Είναι όμως διασπασμένο ανάμεσα στα συμφέροντα των ορλεανιστών και των νομιμοφρόνων: «Οι ορλεανιστές και οι νομιμόφρονες βρέθηκαν πλάι πλάι στη δημοκρατία με τις ίδιες αξιώσεις. Αν κάθε πλευρά ήθελε να επιβάλει, ενάντια στην άλλη, την παλινόρθωση του δικού της βασιλικού οίκου, αυτό δεν σήμαινε τίποτε άλλο παρά πως τα δύο μεγάλα συμφέροντα που χώριζαν την αστική τάξη – η κτηματική περιουσία και το κεφάλαιο – προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν το καθένα τη δική του υπεροχή και την υποταγή του άλλου. Μιλάμε για δυο συμφέροντα της αστικής τάξης,…….»(σελ. 110) και «Ένα μέρος της, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες κυριαρχούσαν στο καθεστώς της παλινόρθωσης και γι’ αυτό ήταν νομιμόφρονες. Το άλλο μέρος, οι αριστοκράτες του χρήματος και οι μεγαλοβιομήχανοι, κυριαρχούσαν στο καθεστώς της ιουλιανής μοναρχίας και γι’ αυτό ήταν ορλεανιστές. Οι μεγάλοι αξιωματούχοι του στρατού, του Πανεπιστημίου, της Εκκλησίας, των δικηγόρων, της Ακαδημίας και του Τύπου ήταν μοιρασμένοι στα δύο μέρη, αν και σε διαφορετικές αναλογίες» (σελ. 100) και «Τι ήταν εκείνο που κρατούσε τις ομάδες αυτές προσκολλημένες στους μνηστήρες τους και σε διάσταση μεταξύ τους; Μήπως ο κρίνος και η τρίχρωμη σημαία, ο οίκος των Βουρβόνων και ο οίκος της Ορλεάνης, οι διάφορες αποχρώσεις του βασιλισμού, η ομολογία πίστης στο βασιλισμό γενικά; Κάτω από τους Βουρβόνους κυβερνούσε η γενική κτηματική περιουσία με τους παπάδες και τους λακέδες της και κάτω από την Ορλεάνη το μεγάλο χρηματιστικό κεφάλαιο, η μεγάλη βιομηχανία, το μεγάλο εμπόριο, με άλλα λόγια το κεφάλαιο με την ακολουθία του από δικηγόρους, καθηγητές και ρήτορες». (σελ. 109). Οι βασιλόφρονες του Κόμματος της Τάξης» εμφανίζονται πάντα ως δημοκρατικοί κι εκπροσωπούν τα συμφέροντα της μεγαλοαστικής τάξης. Φυσικά τα ρήγματα της «συνεργασίας» δεν άργησαν να φανούν: «Οι συνασπισμένοι βασιλικοί ραδιουργούσαν ο ένας ενάντια στον άλλο έξω από το κοινοβούλιο. Στα παρασκήνια ξαναφορούσαν τις παλιές τους ορλεανικές και νομιμόφρονες λιβρέες και ξανάρχιζαν τις παλιές τους κονταρομαχίες». (σελ. 110). Ο Βοναπάρτης προσπαθεί να γίνει αρεστός ασκώντας το φτηνότερο λαϊκισμό: «Πρότεινε να δοθεί στους υπαξιωματικούς αύξηση από τέσσερις πεντάρες την ημέρα. Έτσι, πρότεινε να δημιουργηθεί για τους εργάτες μια τράπεζα για δάνεια τιμής. Χρήματα σαν δώρα και χρήματα σαν δάνειο, αυτή ήταν η προοπτική που με αυτή είχε την ελπίδα να δελεάσει τις μάζες». (σελ. 126 – 127). Το «Κόμμα της Τάξης» προσπαθεί να αντιδράσει. Όμως οι συμπληρωματικές εκλογές του Μαρτίου του 1850 έφεραν στην Εθνοσυνέλευση σοσιαλδημοκράτες  - γεγονός επικίνδυνο για τα μεγαλοαστικά συμφέροντα – αναγκάζοντας το «Κόμμα της Τάξης» στηριχτεί και πάλι στην ασφάλεια του Βοναπάρτη. Η πολεμική με τα άλλα κόμματα (ταξικά συμφέροντα), καθιστούσε το Βοναπάρτη απαραίτητο πρόεδρο ως εγγυητή της τάξης (δηλαδή της μεγαλοαστικής υπεροχής). Το «Κόμμα της Τάξης» προκειμένου να κυριαρχήσει στο κοινοβούλιο βρέθηκε σε μια σχέση εξάρτησης από το Βοναπάρτη. Υπό αυτούς τους όρους ήταν αδύνατο να τον πολεμήσει. Επιπλέον, η εσωκομματική πολεμική στο «Κόμμα της Τάξης» το καθιστούσε ακόμη πιο ανίσχυρο. Ο Βοναπάρτης βρέθηκε μοναδικός κυρίαρχος, αφού κανείς πλέον δεν μπορούσε να ορθώσει ανάστημα απέναντί του. Οι διαπλεκόμενες ισορροπίες κάθε στρεβλού κοινοβουλευτισμού είναι ο ζωτικός χώρος όλων των δικτατόρων.
Louis Philippe I giving flags to the National Guard of Paris (1830)
Louis Philippe I giving flags to the National Guard of Paris (1830)
Ο Βοναπάρτης μοιράζει λουκάνικα και αλκοόλ στο στρατό κι αποκτά οπαδούς. Οργανώνει τον προσωπικό του στρατό από τραμπούκους και τον ονομάζει εταιρεία της 10ης Δεκεμβρίου: «Η εταιρεία αυτή χρονολογείται από το 1849. Με το πρόσχημα να ιδρυθεί μια φιλανθρωπική εταιρεία, οργανώθηκε το κουρελοπρολεταριάτο του Παρισιού σε μυστικά τμήματα, που το καθένα διευθυνόταν από βοναπαρτικούς πράκτορες, με επικεφαλής όλης της εταιρείας έναν βοναπαρτικό στρατηγό. Πλάι σε διεφθαρμένους ευγενείς με αμφίβολα μέσα συντήρησης και με αμφίβολη την καταγωγή τους, πλάι σε διεφθαρμένα και τυχοδιωκτικά αποβράσματα της αστικής τάξης, βρίσκονταν αλήτες, απολυμένοι φαντάροι, πρώην κατάδικοι, δραπέτες των κατέργων, απατεώνες………….Στα ταξίδια του, τα φορτωμένα σε βαγόνια τμήματά τους, είχαν προορισμό να αυτοσχεδιάζουν γι’ αυτόν ένα κοινό, να παρασταίνουν τον λαϊκό ενθουσιασμό, να ουρλιάζουν «Ζήτω ο αυτοκράτορας», να βρίζουν και να ξυλοφορτώνουν τους δημοκράτες κάτω από την προστασία της αστυνομίας φυσικά. Όταν γύριζε στο Παρίσι, έπρεπε να σχηματίζουν την εμπροσθοφυλακή, να προλαβαίνουν και να διαλύουν αντιδιαδηλώσεις. Η εταιρεία της 10ης του Δεκεμβρίου του ανήκε, ήταν το έργο του, η πιο δική του σκέψη». (σελ. 132 – 133 – 134). Το σύνθημα του κόμματος της Τάξης: «η Γαλλία χρειάζεται πριν από όλα ησυχία», που του εξασφάλιζε την αποφυγή κάθε κινήματος που μπορεί να κλόνιζε την κοινοβουλευτική του υπεροχή στρέφεται εναντίον του, καθώς το χρησιμοποιεί σε μήνυμά του προς το λαό και ο ίδιος ο Βοναπάρτης: «Ο Βοναπάρτης ζητούσε να τον αφήσουν να ενεργεί με ησυχία και το κοινοβουλευτικό κόμμα παρέλυε από έναν διπλό φόβο: το φόβο μήπως προκαλέσει ξανά τις επαναστατικές ταραχές και το φόβο μήπως παρουσιαστεί και το ίδιο στα μάτια της δικής του τάξης, της αστικής τάξης, σαν ταραχοποιός. Και μια που η Γαλλία χρειαζόταν πριν από όλα ησυχία, το «Κόμμα της Τάξης» δεν τολμούσε να απαντήσει με “πόλεμο”, τη στιγμή που Βοναπάρτης είχε μιλήσει για “ειρήνη” στο μήνυμά του». (σελ. 137). Η παρακμή και η διάλυση ήταν το μοναδικό μέλλον για το «Κόμμα της Τάξης». Ο Βοναπάρτης βρίσκεται τελικά χωρίς αντίπαλο, με τους τραμπούκους να λυμαίνονται το Παρίσι, το στρατό να τον βλέπει με συμπάθεια και τους αγρότες να τον υποστηρίζουν. Ο άκρατος λαϊκισμός και η προβολή της δήθεν πυγμής προς τα πλήθη σε στιγμές κυβερνητικής αστάθειας έχουν πάντα έρεισμα. Το πραξικόπημα ήταν κάτι παραπάνω από προφανές, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να το αποτρέψει. Εξάλλου ο Βοναπάρτης είχε κι άλλες αποτυχημένες απόπειρες στο παρελθόν: «Οι βοναπαρτικές εφημερίδες, σε κάθε κοινοβουλευτική θύελλα απειλούσαν με πραξικόπημα και όσο πλησίαζε η κρίση, τόσο δυνατότερος γινόταν ο τόνος τους………Αν κοιτάξουμε τα γεγονότα στις ευρωπαϊκές εφημερίδες του Σεπτεμβρίου και του Οκτωβρίου θα βρούμε λέξη προς λέξη πληροφορίες σαν και τούτες: “Το Παρίσι είναι γεμάτο φήμες για πραξικόπημα. Η πρωτεύουσα λένε πως θα γεμίσει τη νύχτα στρατό………..Ο Βοναπάρτης λένε πως ψάχνει να βρει υπουργούς για την εκτέλεση των παράνομων αυτών διαταγμάτω”…..». (σελ. 162). Ο Βοναπάρτης σε ομιλία του στις 25 Νοεμβρίου παίρνει  με το μέρος του και την αστική βιομηχανική τάξη «που ήταν συγκεντρωμένη στο ιπποδρόμιο για πάρει από το χέρι του τα μετάλλια των βραβείων από τη βιομηχανική έκθεση του Λονδίνου…….η βιομηχανική αστική τάξη χειροκροτεί με δουλόπρεπα μπράβο το πραξικόπημα στις 2 του Δεκεμβρίου, την κατάργηση του κοινοβουλίου, τον αφανισμό της δικής της κυριαρχίας, τη δικτατορία του Βοναπάρτη». (σελ. 165). Κι αυτή ακριβώς είναι η αυλαία των πολιτικών αντιπαραθέσεων που ανέδειξαν μια πολιτική μηδαμινότητα, το Βοναπάρτη σε δικτάτορα μιας χώρας σαν τη Γαλλία. Είναι οι καταιγιστικές εξελίξεις, που μέσα σε ελάχιστο χρόνο μετέτρεψαν μια επανάσταση σε δικτατορία. Φυσικά, ο Μαρξ ρίχνει όλη την ευθύνη στην αστική τάξη. Φυσικά, οι κοινωνικές τάξεις είναι εξ’ ορισμού πλασμένες να μάχονται για την εξουσία. Όμως το θέμα είναι καταδικασμένο να πάει ακόμη πιο μακριά. Δεν υπάρχει τίποτε πιο επικίνδυνο από τον κοινοβουλευτισμό που φλερτάρει με Βοναπάρτηδες. Από την ανοχή στον λαϊκισμό και τον τραμπουκισμό. Από τη μετατροπή της διαχείρισης της εξουσίας σε διαχείριση συμφερόντων. Από τη θυσία των πάντων στο πλαίσιο μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων. Γιατί η εξοικείωση με όλα αυτά γεννά την απάθεια. Και οι Βοναπάρτηδες περιμένουν να μας καθίσουν στο σβέρκο.
Καρλ Μαρξ «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» εκδόσεις Θεμέλιο για λογαριασμό του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη Α.Ε. για την εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» Αθήνα 2010