Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Αύξηση και «τσιμεντάρισμα» της επιρροής της Χρυσής Αυγής, νέα, σημαντικά βήματα προς αυταρχική εκτροπή και εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις – αυτός είναι ο προσωρινός απολογισμός της «Χρυσαυγιάδος» των τελευταίων ημερών, όπου, ως συνήθως, το γελοίο κυνηγάει το τραγικό και τούμπαλιν.
Η σύλληψη βουλευτών χωρίς άδεια της Βουλής, επί τη βάσει του άρθρου για εγκληματικές οργανώσεις του ποινικού κώδικα, του ίδιου που χρησιμοποιήθηκε για τη δίωξη των διαμαρτυρομένων πολιτών της Χαλκιδικής, και η θεατρική περιφορά τους σιδηροδέσμιων, εγείρει σοβαρότατο ζήτημα συνταγματικής τάξης. Η νομική ακροβασία του …
διαρκούς αυτόφωρου, από λειτουργούς ενός σώματος που, στο παρελθόν, χαρακτήρισε στιγμιαίο έγκλημα την κατάλυση του πολιτεύματος, από τη χούντα των συνταγματαρχών, ενεργούσα για λογαριασμό της Ουάσιγκτον, ακόμα κι αν θεωρηθεί «ακραία οριακά» εντός του γράμματος, μοιάζει σαφώς εκτός του πνεύματος του συντάγματος.
Κανείς δεν εμπόδιζε τις ανώτερες δικαστικές αρχές και την κυβέρνηση να πάνε κανονικά στη Βουλή και να ζητήσουν από εκείνη την άδεια άσκησης δίωξης . Η εξαίρεση του αυτόφωρου υπάρχει όχι για να παρακάμπτεται η βουλευτική ασυλία, αλλά για να μπορεί να επεμβαίνει η αστυνομία αν, φερ’ ειπείν, τραβήξει ένας βουλευτής περίστροφο, και αρχίζει να πυροβολεί τον κόσμο. ‘Οσο για το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή και η ιδεολογία της είναι απεχθής σε μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος, δεν σημαίνει ότι δεν ισχύουν για τους βουλευτές της, όσα ισχύουν για όλα τα μέλη του κοινοβουλίου.
«Παιχνίδια» αυταρχισμού με το πολίτευμα
Το ακαταδίωκτο των εκπροσώπων του λαού, η ασυλία τους έναντι του Βασιλέα και του δικαστικού του βραχίονα (του «Εισαγγελέα του Βασιλέως», «procureur du Roi»), είναι στη βάση του ευρωπαϊκού δημοκρατικού αιτήματος, από τον καιρό κιόλας του … Cromwell και της Magna Carta. Προφανώς όλα αυτά τα αγνοούν μάλλον οι … γίγαντες του ελληνικού αστικού κοινοβουλευτισμού και ης νομικής επιστήμης Δένδιας, Αθανασίου, Μεϊμαράκης, Βορίδης και δεν συμμαζεύεται. Στην ευρωπαϊκή συνταγματική παράδοση δεν υπάρχει ούτε ένα περιστατικό ανάλογο με όσα συνέβησαν στην Ελλάδα το περασμένο Σάββατο, εις βάρος της ηγεσίας του τρίτου σε επιρροή ελληνικού κοινοβουλευτικού κόμματος. Ακόμα και στο δημοκρατικά ελλειμματικό, μετεμφυλιακό περιβάλλον του δημοκρατικοφανούς αυταρχισμού (1949-67), ο βουλευτής εθεωρείτο ακαταδίωκτος. ‘Όχι μόνο δεν έμπαινε φυλακή, οι αριστεροί κρατούμενοι απελύοντο εκλεγόμενοι!
‘Οσο για το άρθρο περί εγκληματικών οργανώσεων, ελέγχεται ως πιθανώς καταχρηστική η εφαρμογή του επί πολιτικού κόμματος, όπως, ασφαλώς, και επί διαμαρτυρομένων κατοίκων στη Χαλκιδική. Θα ήταν πιο έντιμο να προταθεί ευθέως η απαγόρευση του κόμματος, παρά να χρησιμοποιείται η ποινική δίωξη για τον σκοπό αυτό. Κάτι άλλωστε που δεν είναι λύση, γιατί ουδέποτε η απαγόρευση εμπόδισε τη λειτουργία κόμματος με άλλο όνομα και ουδέποτε η καταστολή μπόρεσε να ανακόψει την απήχηση ιδεολογικο-πολιτικών ρευμάτων – τρανή απόδειξη οι φυλακίσεις, εκτελέσεις και παντοειδείς διωγμοί κατά το παρελθόν των «κομμουνιστοσυμμοριτών ΕΑΜοβούλγαρων».
Κακώς, κατά τη γνώμη μας, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έκανε διάκριση μεταξύ εγκληματικών ενεργειών και εγκληματικής οργάνωσης, πολύ περισσότερο γιατί είναι αστεία τα τεκμήρια που έχουν δοθεί έως τώρα στη δημοσιότητα για να υποστηρίξουν τον ισχυρισμό περί εγκληματικής οργάνωσης, κατά την ποινική έννοια του όρου. Δεν μπορεί να ακούμε για τέσσερις χιλιάδες όπλα και τρεις χιλιάδες ενόπλους και να παρουσιάζονται πέντε όπλα, τα μισά με άδεια των αρχών! Δεν μπορεί οι αρχές να μην έχουν ερευνήσει δεκάδες υποθέσεις και τώρα, ξαφνικά, εντός πέντε ημερών, επειδή έτσι αποφάσισε η κυβέρνηση ή οι ξένοι εντολείς της, να συρράπτουν με το στανιό κατηγορητήρια της κακιάς ώρας. Στ’ αλήθεια, διερωτώμεθα τι μεσολάβησε μεταξύ του πρωϊνού της Τετάρτης και του πρωϊνού της Πέμπτης, μεταξύ δηλαδή της αποφυλάκισης Κασιδιάρη και της φυλάκισης Μιχαλολιάκου. Αν πάντως, επιμένει κάποιος ότι η ΧΑ είναι εγκληματική οργάνωση, τότε οφείλει να ζητήσει την απαγόρευσή της. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς νομικός, κοινή λογική πρέπει να διαθέτει για να καταλάβει ότι δεν μπορεί μια οργάνωση να είναι ταυτόχρονα εγκληματική οργάνωση και νόμιμο κοινοβουλευτικό κόμμα.
Δεν περιορίζονται μόνο εκεί οι παραβιάσεις θεμελιωδών δημοκρατικών κανόνων που συνέβησαν. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τις παρακολουθήσεις βουλευτών, ήδη πριν τη δολοφονία Φύσσα, την απαγόρευση σε βουλευτές να επισκεφθούν τα γραφεία τους, τις σκέψεις περί διακοπής της χρηματοδότησης κλπ. μέτρων εναντίον της Χρυσής Αυγής. Η δημοκρατία δεν είναι αλά καρτ, οι πρόνοιές της ισχύουν και πρέπει να ισχύουν για όλους, ακόμα και για τους φασίστες, ακόμα και για τους αντιπάλους, γι’ αυτούς που δεν μας αρέσουν ή περιφρονούμε.
Το ηθικό και πολιτικό πλεονέκτημα και η Αριστερά
‘Εστω και καθυστερημένα, η ηγεσία της αριστεράς οφείλει να βρει το θάρρος να καταδικάσει τέτοιες ενέργειες, που σήμερα εκδηλώνονται εναντίον της Χρυσής Αυγής, αύριο θα εκδηλωθούν εναντίον οποιουδήποτε επικριτή και αντιπάλου του μνημονιακού, «κατοχικού» καθεστώτος. Κυρίως, οφείλει να το κάνει για να αποδείξει στα μάτια των οπαδών της Χρυσής Αυγής, που είναι σήμερα πιθανώς 15-20% του ελληνικού λαού, οπαδούς που δεν θα τους κερδίσει ασφαλώς βρίζοντάς τους ως «υπανθρώπους», αλλά νοιώθοντας την ψυχολογία και κατανοώντας τα κίνητρά τους, ότι η δημοκρατική ιδεολογία είναι στοιχείο ταυτότητας της αριστεράς, όχι καιροσκοπική επίκληση. Αν δεν το πράξει θα εμπεδώσει στη διευρυνόμενη τώρα λαϊκή βάση της ΧΑ την άποψη ότι είναι κι αυτή «συστημική δύναμη», πόσο μάλλον που είναι το μνημονιακό «καθεστώς», υπεύθυνο για την κοινωνική, δημοκρατική και εθνική καταστροφή της χώρας, που υψώνει τώρα τη σημαία του «αντιφασισμού», γεγονός που κινδυνεύει να κάνει μάλλον δημοφιλή τον … φασισμό! Αντίθετα, η Αριστερά, μόνο υποστηρίζοντας τα δικαιώματα των αντιπάλων της, μπορεί να διεκδικήσει το ηθικό και πολιτικό πλεονέκτημα σε αυτή την κρίση.
Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς ότι δεν πρέπει να διωχθούν παραδειγματικά στελέχη της ΧΑ που έχουν διαπράξει κακουργήματα, με αυστηρή τήρηση του νόμου και χωρίς επίκληση άρθρων του ποινικού κώδικα, προτού υπάρξει το σώμα των αποδείξεων που να δικαιολογεί τη χρήση τους. ‘Άλλο τα ποινικά, άλλο η πολιτική.
Ο «φασισμός» του κ. Μιχαλολιάκου δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί από τον «φασισμό» του Μνημονίου, των μέσων της διαπλοκής και της διαφθοράς, τον ολοκληρωτισμό των διεθνών Τραπεζών και της Τρόικας που έρχονται να ανατρέψουν δεκαετίες αν όχι αιώνες ευρωπαϊκών δημοκρατικών κατακτήσεω. Η Χρυσή Αυγή δεν κερδίζει οπαδούς εξαιτίας, αλλά παρά την ιδεολογία της. Μπορεί να είναι η λάθος απάντηση, αλλά η επιρροή της στηρίζεται στο ότι οι οπαδοί της τη νοιώθουν απάντηση σε πραγματικά προβλήματα-ερωτήματα α) της άναρχης υπερμετανάστευσης, β) της μνημονιακής κοινωνικής καταστροφής και υποδούλωσης στους πιστωτές, γ) του οικονομικού και πολιτικού πολέμου, της εθνικής ταπείνωσης που δέχεται ο ελληνικός λαός, δ) της απίθανης διαφθοράς του πολιτικού προσωπικού. Και επειδή γίνεται αντιληπτή ως τέτοια από μερίδα της κοινής γνώμης, γι’ αυτό διευρύνει ταχέως την επιρροή της.
Καμμιά ηθικολογία βολεμένων μικροαστών δεν μπορεί να ανακόψει την διεύρυνση της επιρροής της ΧΑ. Μόνο ένα μαζικό, ισχυρό, ρωμαλέο, δημοκρατικό, κοινωνικό και πατριωτικό (εθνικό αν θέλετε) κίνημα σωτηρίας της χώρας, κοινωνικής-εθνικής αναγέννησης της Ελλάδας (με πολιτική και για το μεταναστευτικό), μια αποτελεσματική δηλαδή και αξιόπιστη απάντηση στην κοινωνική και εθνική τραγωδία που ζούμε από το 2010, θα περιόριζε την απήχηση της Χρυσής Αυγής, όχι βέβαια δικαστήρια και τηλεοράσεις, ούτε τα δήθεν «αντιφασιστικά μέτωπα» με τους πρωτεργάτες της διαφθοράς, των Μνημονίων και των Δανειακών.
Χωρίς πολιτική για το μεταναστευτικό, χωρίς πατριωτικό λόγο, αν δεν δώσει το στίγμα μιας δύναμης που νοιώθει και νοιάζεται για τη χώρα, σθεναρής, αποφασιστικής, καλά προετοιμασμένης, στην οποία να μπορεί να στηριχτεί ο ελληνικός λαός για να δώσει τον αγώνα για τη σωτηρία της Ελλάδας και της Κύπρου, η ελληνική αριστερά, ανεξαρτήτως εκλογικών ποσοστών, δημοσκοπήσεων και της γνώμης που τα στελέχη και οι ηγέτες της έχουν για τον εαυτό τους, κινδυνεύει να γνωρίσει αναπόφευκτα μια μεγάλη πολιτική ήττα, ανεξαρτήτως μάλιστα του προσεχούς εκλογικού αποτελέσματος, ίσως τη μεγαλύτερη και τραγικότερη στην ιστορία της.
Αύξηση και «τσιμεντάρισμα» της επιρροής της Χρυσής Αυγής, νέα, σημαντικά βήματα προς αυταρχική εκτροπή και εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις – αυτός είναι ο προσωρινός απολογισμός της «Χρυσαυγιάδος» των τελευταίων ημερών, όπου, ως συνήθως, το γελοίο κυνηγάει το τραγικό και τούμπαλιν.
Η σύλληψη βουλευτών χωρίς άδεια της Βουλής, επί τη βάσει του άρθρου για εγκληματικές οργανώσεις του ποινικού κώδικα, του ίδιου που χρησιμοποιήθηκε για τη δίωξη των διαμαρτυρομένων πολιτών της Χαλκιδικής, και η θεατρική περιφορά τους σιδηροδέσμιων, εγείρει σοβαρότατο ζήτημα συνταγματικής τάξης. Η νομική ακροβασία του …
διαρκούς αυτόφωρου, από λειτουργούς ενός σώματος που, στο παρελθόν, χαρακτήρισε στιγμιαίο έγκλημα την κατάλυση του πολιτεύματος, από τη χούντα των συνταγματαρχών, ενεργούσα για λογαριασμό της Ουάσιγκτον, ακόμα κι αν θεωρηθεί «ακραία οριακά» εντός του γράμματος, μοιάζει σαφώς εκτός του πνεύματος του συντάγματος.
Κανείς δεν εμπόδιζε τις ανώτερες δικαστικές αρχές και την κυβέρνηση να πάνε κανονικά στη Βουλή και να ζητήσουν από εκείνη την άδεια άσκησης δίωξης . Η εξαίρεση του αυτόφωρου υπάρχει όχι για να παρακάμπτεται η βουλευτική ασυλία, αλλά για να μπορεί να επεμβαίνει η αστυνομία αν, φερ’ ειπείν, τραβήξει ένας βουλευτής περίστροφο, και αρχίζει να πυροβολεί τον κόσμο. ‘Οσο για το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή και η ιδεολογία της είναι απεχθής σε μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος, δεν σημαίνει ότι δεν ισχύουν για τους βουλευτές της, όσα ισχύουν για όλα τα μέλη του κοινοβουλίου.
«Παιχνίδια» αυταρχισμού με το πολίτευμα
Το ακαταδίωκτο των εκπροσώπων του λαού, η ασυλία τους έναντι του Βασιλέα και του δικαστικού του βραχίονα (του «Εισαγγελέα του Βασιλέως», «procureur du Roi»), είναι στη βάση του ευρωπαϊκού δημοκρατικού αιτήματος, από τον καιρό κιόλας του … Cromwell και της Magna Carta. Προφανώς όλα αυτά τα αγνοούν μάλλον οι … γίγαντες του ελληνικού αστικού κοινοβουλευτισμού και ης νομικής επιστήμης Δένδιας, Αθανασίου, Μεϊμαράκης, Βορίδης και δεν συμμαζεύεται. Στην ευρωπαϊκή συνταγματική παράδοση δεν υπάρχει ούτε ένα περιστατικό ανάλογο με όσα συνέβησαν στην Ελλάδα το περασμένο Σάββατο, εις βάρος της ηγεσίας του τρίτου σε επιρροή ελληνικού κοινοβουλευτικού κόμματος. Ακόμα και στο δημοκρατικά ελλειμματικό, μετεμφυλιακό περιβάλλον του δημοκρατικοφανούς αυταρχισμού (1949-67), ο βουλευτής εθεωρείτο ακαταδίωκτος. ‘Όχι μόνο δεν έμπαινε φυλακή, οι αριστεροί κρατούμενοι απελύοντο εκλεγόμενοι!
‘Οσο για το άρθρο περί εγκληματικών οργανώσεων, ελέγχεται ως πιθανώς καταχρηστική η εφαρμογή του επί πολιτικού κόμματος, όπως, ασφαλώς, και επί διαμαρτυρομένων κατοίκων στη Χαλκιδική. Θα ήταν πιο έντιμο να προταθεί ευθέως η απαγόρευση του κόμματος, παρά να χρησιμοποιείται η ποινική δίωξη για τον σκοπό αυτό. Κάτι άλλωστε που δεν είναι λύση, γιατί ουδέποτε η απαγόρευση εμπόδισε τη λειτουργία κόμματος με άλλο όνομα και ουδέποτε η καταστολή μπόρεσε να ανακόψει την απήχηση ιδεολογικο-πολιτικών ρευμάτων – τρανή απόδειξη οι φυλακίσεις, εκτελέσεις και παντοειδείς διωγμοί κατά το παρελθόν των «κομμουνιστοσυμμοριτών ΕΑΜοβούλγαρων».
Κακώς, κατά τη γνώμη μας, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έκανε διάκριση μεταξύ εγκληματικών ενεργειών και εγκληματικής οργάνωσης, πολύ περισσότερο γιατί είναι αστεία τα τεκμήρια που έχουν δοθεί έως τώρα στη δημοσιότητα για να υποστηρίξουν τον ισχυρισμό περί εγκληματικής οργάνωσης, κατά την ποινική έννοια του όρου. Δεν μπορεί να ακούμε για τέσσερις χιλιάδες όπλα και τρεις χιλιάδες ενόπλους και να παρουσιάζονται πέντε όπλα, τα μισά με άδεια των αρχών! Δεν μπορεί οι αρχές να μην έχουν ερευνήσει δεκάδες υποθέσεις και τώρα, ξαφνικά, εντός πέντε ημερών, επειδή έτσι αποφάσισε η κυβέρνηση ή οι ξένοι εντολείς της, να συρράπτουν με το στανιό κατηγορητήρια της κακιάς ώρας. Στ’ αλήθεια, διερωτώμεθα τι μεσολάβησε μεταξύ του πρωϊνού της Τετάρτης και του πρωϊνού της Πέμπτης, μεταξύ δηλαδή της αποφυλάκισης Κασιδιάρη και της φυλάκισης Μιχαλολιάκου. Αν πάντως, επιμένει κάποιος ότι η ΧΑ είναι εγκληματική οργάνωση, τότε οφείλει να ζητήσει την απαγόρευσή της. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς νομικός, κοινή λογική πρέπει να διαθέτει για να καταλάβει ότι δεν μπορεί μια οργάνωση να είναι ταυτόχρονα εγκληματική οργάνωση και νόμιμο κοινοβουλευτικό κόμμα.
Δεν περιορίζονται μόνο εκεί οι παραβιάσεις θεμελιωδών δημοκρατικών κανόνων που συνέβησαν. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τις παρακολουθήσεις βουλευτών, ήδη πριν τη δολοφονία Φύσσα, την απαγόρευση σε βουλευτές να επισκεφθούν τα γραφεία τους, τις σκέψεις περί διακοπής της χρηματοδότησης κλπ. μέτρων εναντίον της Χρυσής Αυγής. Η δημοκρατία δεν είναι αλά καρτ, οι πρόνοιές της ισχύουν και πρέπει να ισχύουν για όλους, ακόμα και για τους φασίστες, ακόμα και για τους αντιπάλους, γι’ αυτούς που δεν μας αρέσουν ή περιφρονούμε.
Το ηθικό και πολιτικό πλεονέκτημα και η Αριστερά
‘Εστω και καθυστερημένα, η ηγεσία της αριστεράς οφείλει να βρει το θάρρος να καταδικάσει τέτοιες ενέργειες, που σήμερα εκδηλώνονται εναντίον της Χρυσής Αυγής, αύριο θα εκδηλωθούν εναντίον οποιουδήποτε επικριτή και αντιπάλου του μνημονιακού, «κατοχικού» καθεστώτος. Κυρίως, οφείλει να το κάνει για να αποδείξει στα μάτια των οπαδών της Χρυσής Αυγής, που είναι σήμερα πιθανώς 15-20% του ελληνικού λαού, οπαδούς που δεν θα τους κερδίσει ασφαλώς βρίζοντάς τους ως «υπανθρώπους», αλλά νοιώθοντας την ψυχολογία και κατανοώντας τα κίνητρά τους, ότι η δημοκρατική ιδεολογία είναι στοιχείο ταυτότητας της αριστεράς, όχι καιροσκοπική επίκληση. Αν δεν το πράξει θα εμπεδώσει στη διευρυνόμενη τώρα λαϊκή βάση της ΧΑ την άποψη ότι είναι κι αυτή «συστημική δύναμη», πόσο μάλλον που είναι το μνημονιακό «καθεστώς», υπεύθυνο για την κοινωνική, δημοκρατική και εθνική καταστροφή της χώρας, που υψώνει τώρα τη σημαία του «αντιφασισμού», γεγονός που κινδυνεύει να κάνει μάλλον δημοφιλή τον … φασισμό! Αντίθετα, η Αριστερά, μόνο υποστηρίζοντας τα δικαιώματα των αντιπάλων της, μπορεί να διεκδικήσει το ηθικό και πολιτικό πλεονέκτημα σε αυτή την κρίση.
Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς ότι δεν πρέπει να διωχθούν παραδειγματικά στελέχη της ΧΑ που έχουν διαπράξει κακουργήματα, με αυστηρή τήρηση του νόμου και χωρίς επίκληση άρθρων του ποινικού κώδικα, προτού υπάρξει το σώμα των αποδείξεων που να δικαιολογεί τη χρήση τους. ‘Άλλο τα ποινικά, άλλο η πολιτική.
Ο «φασισμός» του κ. Μιχαλολιάκου δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί από τον «φασισμό» του Μνημονίου, των μέσων της διαπλοκής και της διαφθοράς, τον ολοκληρωτισμό των διεθνών Τραπεζών και της Τρόικας που έρχονται να ανατρέψουν δεκαετίες αν όχι αιώνες ευρωπαϊκών δημοκρατικών κατακτήσεω. Η Χρυσή Αυγή δεν κερδίζει οπαδούς εξαιτίας, αλλά παρά την ιδεολογία της. Μπορεί να είναι η λάθος απάντηση, αλλά η επιρροή της στηρίζεται στο ότι οι οπαδοί της τη νοιώθουν απάντηση σε πραγματικά προβλήματα-ερωτήματα α) της άναρχης υπερμετανάστευσης, β) της μνημονιακής κοινωνικής καταστροφής και υποδούλωσης στους πιστωτές, γ) του οικονομικού και πολιτικού πολέμου, της εθνικής ταπείνωσης που δέχεται ο ελληνικός λαός, δ) της απίθανης διαφθοράς του πολιτικού προσωπικού. Και επειδή γίνεται αντιληπτή ως τέτοια από μερίδα της κοινής γνώμης, γι’ αυτό διευρύνει ταχέως την επιρροή της.
Καμμιά ηθικολογία βολεμένων μικροαστών δεν μπορεί να ανακόψει την διεύρυνση της επιρροής της ΧΑ. Μόνο ένα μαζικό, ισχυρό, ρωμαλέο, δημοκρατικό, κοινωνικό και πατριωτικό (εθνικό αν θέλετε) κίνημα σωτηρίας της χώρας, κοινωνικής-εθνικής αναγέννησης της Ελλάδας (με πολιτική και για το μεταναστευτικό), μια αποτελεσματική δηλαδή και αξιόπιστη απάντηση στην κοινωνική και εθνική τραγωδία που ζούμε από το 2010, θα περιόριζε την απήχηση της Χρυσής Αυγής, όχι βέβαια δικαστήρια και τηλεοράσεις, ούτε τα δήθεν «αντιφασιστικά μέτωπα» με τους πρωτεργάτες της διαφθοράς, των Μνημονίων και των Δανειακών.
Χωρίς πολιτική για το μεταναστευτικό, χωρίς πατριωτικό λόγο, αν δεν δώσει το στίγμα μιας δύναμης που νοιώθει και νοιάζεται για τη χώρα, σθεναρής, αποφασιστικής, καλά προετοιμασμένης, στην οποία να μπορεί να στηριχτεί ο ελληνικός λαός για να δώσει τον αγώνα για τη σωτηρία της Ελλάδας και της Κύπρου, η ελληνική αριστερά, ανεξαρτήτως εκλογικών ποσοστών, δημοσκοπήσεων και της γνώμης που τα στελέχη και οι ηγέτες της έχουν για τον εαυτό τους, κινδυνεύει να γνωρίσει αναπόφευκτα μια μεγάλη πολιτική ήττα, ανεξαρτήτως μάλιστα του προσεχούς εκλογικού αποτελέσματος, ίσως τη μεγαλύτερη και τραγικότερη στην ιστορία της.