Το περίφημο –και αντιδεοντολογικό- πείραμα του Μίλγκραμ μάλλον το γνωρίζετε όλοι. Αν όχι, μπορείτε να γκουγκλάρετε «Το τέρας μέσα μας – Το πείραμα του Μίλγκραμ» και θα το βρείτε σε εκατοντάδες αναδημοσιεύσεις, όπου συνήθως δεν αναφέρεται ούτε ο Γελωτοποιός που το διέσπειρε στο διαδίκτυο ούτε η Lauren Slater, από το βιβλίο της οποίας ο οικοδεσπότης σας ανέσυρε κάποιες ουσιώδεις λεπτομέρειες.
Ο στόχος του Στάνλεϊ Μίλγκραμ ήταν να διερευνήσει τα κίνητρα του δήμιου. Πώς ένας απλός άνθρωπος, ένας φιλήσυχος πολίτης, ένας νοικοκυραίος, μπορεί να μετατραπεί σε «τέρας», που δε θα διστάσει να προκαλέσει το θάνατο ενός συνανθρώπου του.
Η συνταγή είναι απλή: Ένα κιλό από μετατόπιση ευθύνης, δύο φλιτζάνια ατιμωρησίας, μισή ουγκιά επιστημονικού (ή άλλου) κύρους, προσθέστε και όση υπακοή θέλετε και να! Έχετε το δικό σας δήμιο.
Ως εδώ όλα καλά και ανθηρά.
Όμως τις προάλλες μια φίλη (που της αρέσει να φτιάχνει τούρτες όσο και να σκέφτεται) έκανε ένα νοητικό άλμα: Δεν εστίασε στο δήμιο, στον «εξεταστή», αλλά στο θύμα, τον «εξεταζόμενο».
Ρωτούσε –περισσότερο αναρωτιόταν:
«Τι είδους άνθρωπος, ποιος ανθρωπάκος, θα δεχόταν αυτοβούλως να δεθεί σε μια ηλεκτρική καρέκλα;»
Όλοι γνωρίζουμε ότι ο «εξεταζόμενος» ήταν ηθοποιός και ότι δεν υπήρχε ηλεκτρική καρέκλα ούτε ηλεκτρισμός στο συγκεκριμένο πείραμα –γιατί τότε δε θα ήταν απλά αντιδεοντολογικό, θα ήταν εγκληματικό.
Όμως η ερώτηση είχε υπόσταση –αφού διατυπώθηκε.
Την άφησα να βόσκει στους απέραντους νευρωνικούς λειμώνες του εγκεφάλου μου, καθώς επιδιδόμουν σε ονειρικές αναζητήσεις του νοήματος της ζωής.
Κάποια στιγμή η ερώτηση γκαστρώθηκε και γέννησε την απάντηση, όπως κάνουν όλες οιδιαλεκτικές αγελάδες: Εγκυμονούν τη σύνθεση.
Υπαίτιος της εγκυμοσύνης και περήφανος πατέρας της απάντησης ήταν ένας υπέργηρος ταύρος, ονόματι Μπρούνο.
Ο Μπρούνο Μπέτελχαϊμ ανδρώθηκε επιστημονικά στη «αρχαία Αθήνα του 20ου αιώνα», τη Βιέννη. Την πόλη που εκκόλαψε κάποιους από τους πιο σημαντικούς στοχαστές και καλλιτέχνες της νεότερης εποχής.
Εκεί ήταν ο Σούμπερτ, ο Κλιμτ και ο Σίλε, ο Πόπερ και ο Βιτγκενστάιν, ο Χάγεκ και ο φον Μίζες, ο Κόνραντ Λόρεντς, ο Γκόμπριτς και ο Σένμπεργκ, και –φυσικά- ο Φρόιντ.
Ο Μπέτελχαϊμ ήταν μαθητής του ιδρυτή της ψυχανάλυσης –ένας από τους καλύτερους του.
Όμως ήταν και πολέμιος του ναζισμού, έτσι το 1938, πριν ξεκινήσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, πριν ο Τσάπλιν φτιάξει το Μεγάλο Δικτάτορα, ο Μπρούνο κλείστηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου.
Θυμάστε την ταινία “La vita e bella”, όπου ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να πείσει το παιδί του ότι τα στρατόπεδα ήταν ένα παιχνίδι, προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να του δώσει μια διέξοδο επιβίωσης;
Το ίδιο έκανε και ο Μπέτελχαϊμ. Αλλά εκείνος χρησιμοποίησε την ψυχανάλυση. Μόνο έτσι κατάφερε να μη γίνει «μουσουλμάνος».
Ας εξηγήσουμε ότι ετυμολογικά η λέξη μουσουλμάνος σημαίνει: Αυτός που εγκαταλείπεται στο θεό.
Οι «μουσουλμάνοι» των στρατοπέδων συγκέντρωσης ήταν «κινούμενα πτώματα, απρόσωπααντικείμενα, κατευθυνόμενα απ’ έξω, ανίκανα να αισθανθούν, να σκεφτούν ή να αντιδράσουν».
Αν τους έλεγες να καθίσουν σε μια ηλεκτρική καρέκλα θα το έκαναν χωρίς καμία καθυστέρηση.
Ολόκληρη η οργάνωση των στρατοπέδων απέβλεπε ακριβώς στη μετατροπή των αιχμαλώτων σε «μουσουλμάνους».
«Απαγορεύοντας ‘τους να παρατηρούν, να αντιδρούν, να παίρνουν πρωτοβουλία, ακόμα και να κάνουν τις φυσικές τους ανάγκες χωρίς άδεια, οι Ες Ες μετέτρεπαν τους αιχμαλώτους σε αντικείμενα που δεν ζούσαν τη δική τους ζωή.»
Το στρατόπεδο ήταν η μόνη πραγματικότητα, ενώ ο εξωτερικός κόσμος, η πρότερη κατάσταση, δεν υπήρχε πια.
Κάθε πράξη ηρωισμού καταστελλόταν με την εκτέλεση όλων των μελών της ομάδας του «ήρωα», ακόμα κι αν εκείνοι δεν είχαν συνεργήσει.
Όλοι μάθαιναν εξαρχής ότι μόνο αν υιοθετούσαν τον κόσμο του στρατοπέδου και τις αξίες των ναζιστών θα επιβίωναν. Απλά και μόνο θα επιβίωναν, αλλά δε θα ζούσαν. Θα ήταν αυτόματα, «μουσουλμάνοι», χωρίς καμιά ελπίδα πέρα από το θεό τους.
Αν διαβάσετε κάποιες από τις μαρτυρίες των Εβραίων Θεσσαλονικιών που κλείστηκαν αδιαμαρτύρητα (με ελάχιστες εξαιρέσεις) στο στρατόπεδο Χιρς και το ίδιο αδιαμαρτύρητα μπήκαν στα «βαγόνια των αλόγων», τα οποία θα τους οδηγούσαν στην περιούσια γη του Άουσβιτς, θα διαπιστώσετε ότι αυτή η «μουσουλμανοποίηση» ξεκινούσε έξω από τα στρατόπεδα, ότι ήταν χαρακτηριστικό του ναζιστικού ολοκληρωτισμού –όπως και κάθε ολοκληρωτισμού.
Ο Μπέτελχαϊμ κατάλαβε ότι αυτό που είχε σημασία ήταν: «Να μην αποσυντεθεί η προσωπικότητα σου, να μην καταφύγεις στην τρέλα, πράγμα που επιδίωκαν οι ναζιστές».
Έπρεπε να διαφυλάξει μια μικρή ζώνη ελευθερίας της σκέψης. Αυτό το κατάφερε επιβάλλοντας στον εαυτό του να παρατηρεί τους συντρόφους του, αλλά και τους δήμιους του, όχι με το βλέμμα του καταδικασμένου, αλλά με το βλέμμα του ψυχαναλυτή.
Αλλάζοντας το πρίσμα, αλλάζοντας την οπτική γωνιά, απέφυγε τον υποβιβασμό του σε «χρηστικό αντικείμενο».
Έτσι κατάλαβε ότι οι Ες-Ες ήταν άτομα που τις περισσότερες φορές ένιωθαν ανασφάλεια και φόβο. Ταπεινής συνήθως καταγωγής –η ένταξη τους στα Ες-Ες αποτελούσε κοινωνική προαγωγή, «υπήρχαν» μέσω του ρόλου τους. Η βία που ασκούσαν πάνω στους αιχμαλώτους επενεργούσε καθησυχαστικά στους ίδιους, καθώς –για πρώτη φορά- ένιωθαν να είναι αυτοί οι εξουσιαστές.
«Ο σαδισμός τους με εντυπωσίαζε για την έλλειψη φαντασίας», λέει μετά από 40 χρόνια ο Μπρούνο. «Δεν μπορούσε επ’ ουδενί να συγκριθεί με τη σαδιστική ηδονή που έτυχε να διαπιστώσω σε μερικούς από τους ασθενείς μου στη Βιέννη.»
Όμως το θεμελιώδες συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε ο Μπέτελχαϊμ μέσα από το στρατόπεδο συγκέντρωσης, είναι ότι «οι πιο απρόβλεπτες συμπεριφορές είναι δυνατόν να αναφυούν όταν οι συνθήκες στις οποίες ζει ο άνθρωπος αλλάξουν ριζικά.»
»Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να πείτε: “Εγώ, ποτέ δεν πρόκειται να κάνω κάτι τέτοιο”. Διότι δεν ξέρετε πως θα μπορούσε ένας κόσμος σε πλήρη ρήξη με τα όσα έχετε συνηθίσει να μεταβάλλει την προσωπικότητα σας.»
Μήπως αυτό σας θυμίζει το πείραμα του Μίλγκραμ;
Ο Μέτελχαϊμ έζησε την εγκληματική εκδοχή αυτού του πειράματος και επιβίωσε. Επιβίωσε επειδή από αντικείμενο των πράξεων έγινε υποκείμενο και συνέχισε να είναι ψυχαναλυτής, χωρίς να αφεθεί να ξεχάσει την πρότερη ταυτότητα του.
Ήταν ελεύθερος μπροστά στο θάνατο, επειδή δεν αποδέχτηκε τον παραλογισμό του ολοκληρωτισμού.
Και βοήθησε πολλούς συγκρατούμενους του να μείνουν ζωντανοί κάνοντας ‘τους ψυχανάλυση.
(Εδώ μπορεί να υπάρχει η ιδέα για ένα θεατρικό, τόσο παράλογο παρότι αληθινό, όπου οι αποστεωμένοι δεσμώτες θα μιλάνε στον Μπέτελχαϊμ για τα όνειρα τους.)
Σαράντα χρόνια αργότερα γράφει για τον ολοκληρωτισμό:
«Η κοινωνία δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ο καθρέφτης των φόβων μας. Αν τα άτομα είναι ικανά να τους ξεπεράσουν μόνοι τους, τότε δημιουργούν μια κοινωνία ελεύθερη και δημοκρατική. Αν είναι ανίκανα να το πράξουν ή όταν πιστεύουν ότι η ατομική προσπάθεια είναι ανώφελη, τότε ελκύονται από την ολοκληρωτική κοινωνία.
Γιατί η ολοκληρωτική κοινωνία επιτρέπει στο άτομο να χάνεται μέσα στη μάζα και να εναποθέτει σε άλλους –στον Αρχηγό, στο Κόμμα, στην Ιδεολογία- τη φροντίδα να σκέφτονται στη θέση του.
Η ύστατη κατάληξη αυτής της μαζικής κοινωνίας είναι το στρατόπεδο συγκέντρωσης, μέσα στο οποίο δεν υπάρχουν καθόλου άτομα.»
Την ύστατη κατάληξη της μαζικής κοινωνίας την ζούμε τώρα και στρατόπεδο συγκέντρωσης έχει γίνει η υφήλιος. Οι μόνες επιλογές που έχουμε ως άνθρωποι είναι να γίνουμε δήμιοι ή «μουσουλμάνοι». Το άτομο δεν έχει καμία αξία πλέον, εφόσον και αν δεν εξυπηρετεί τις «αξίες» της παγκοσμιοποιημένης αγοράς.
Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας ο ολοκληρωτισμός είναι απόλυτος, αφού δεν επιτρέπεται καμία εναλλακτική πολιτική πέρα από τον φιλελευθερισμό.
Μόνο εμείς, ο καθένας από εμάς, μπορεί να αποφασίσει τι θα είναι: Δήμιος, «μουσουλμάνος» ή ελεύθερος πολιορκημένος.
Σκεφτείτε τι θα απαντήσετε.
(Τη συνέντευξη του υπέργηρου ταύρου, ονόματι Μπρούνο, τη βρήκα όλως τυχαίως στο βιβλίο του Guy Sorman, “Οι μεγάλοι στοχαστές της εποχής μας”, εκδόσεις Ροές, μτφ Άλκις Κλέωπας).