Εισαγωγικό σημείωμα
Το κείμενο που ακολουθεί αναφέρεται σε μια από τις πιο σημαντικές πτυχές / αιτίες του 2ου παγκοσμίου πολέμου: στην προσπάθεια του γερμανικού ιμπεριαλισμού να θέσει υπό την κατοχή του τις πετρελαιοπηγές της Σοβιετικής Ένωσης.
Πρόκειται για ένα θέμα που –κατά την άποψή μας- δεν τού έχει δοθεί μέχρι σήμερα η πρέπουσα σημασία. Ίσως γι΄ αυτό και η βιβλιογραφία / αρθρογραφία στη χώρα μας είναι τόσο ελλιπής. Ακριβώς γι΄ αυτό πιστεύουμε ότι η δημοσίευσή του είναι ιδιαίτερα σημαντική. Όμως πέρα από αυτό, θεωρούμε ότι υπάρχουν επιπρόσθετοι λόγοι, όπως, το γεγονός ότι στο κείμενο περιγράφονται συμπυκνωμένα και συνδεδεμένα μεταξύ τους μια σειρά από ιστορικά γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τον 2οπαγκόσμιο πόλεμο, κυρίως όμως το γεγονός, ότι μια από τις βασικές αιτίες των ιμπεριαλιστικών πολέμων, από την εποχή ακόμη του Λένιν –μάλιστα θα λέγαμε χρονικά πολύ πιο πριν-, αποτελεί η πάλη για την κατάκτηση πρώτων υλών. Σε ό,τι αφορά ιδιαίτερα το γερμανικό ιμπεριαλισμό, πρόκειται για μια συστηματική και στοχευμένη στρατηγική, η οποία ξεκινά ακόμη από τη συγκρότηση της Γερμανίας ως κράτους, βρίσκει την αποκορύφωσή της κατά τον 1ο και 2ο παγκόσμιο πόλεμο και συνεχίζεται ως τις μέρες μας.
Ο συγγραφέας του άρθρου Ντίτριχ Άιχολτς (Dietrich Eichholtz) είναι Γερμανός μαρξιστής ιστορικός, ο οποίος έχει συγγράψει μια σειρά έργα, με σημαντικότερο θα λέγαμε την «Ιστορία της γερμανικής πολεμικής οικονομίας 1939-1945» (5 ημίτομοι). Σε ό,τι αφορά το στόχο της γερμανικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής για την κατάκτηση του πετρελαίου, έχει δημοσιεύσει 6 βιβλία (το ένα από αυτά περιέχει μια σειρά σημαντικά ντοκουμέντα), και από αυτή την άποψη θεωρούμε ότι η ανάλυσή του για το θέμα τούτο έχει ιδιαίτερη αξία. Το παρών άρθρο δημοσιεύτηκε στη γερμανική εφημερίδα «junge Welt» σε δυό τεύχη, στις 16 και 17 Ιανουαρίου 2006.
Οι σημειώσεις στο τέλος είναι δικές μας και σκοπό έχουν να διευκρινίσουν / διαφωτίσουν κάποια ζητήματα ώστε να διευκολυνθεί η κατανόηση του κειμένου.
Παναγιώτης Γαβάνας
***
Το πετρέλαιο είναι ένας εντελώς διαφορετικός χυμός. Όποιος έχει στη διάθεσή του πολύ πετρέλαιο και κυριαρχεί στην αγορά πετρελαίου, είναι πλούσιος και ισχυρότερος απ΄ ό,τι όλοι οι άλλοι συμμέτοχοι στα πλούτη αυτού του κόσμου. Αυτό σήμερα το γνωρίζουν όλοι. Όμως γνωρίζουμε πολύ λίγα σχετικά με την τεράστια, παγκόσμια δύναμη με την οποία οι μεγάλοι παραγωγοί, επεξεργαστές και διανομείς πετρελαίου διαμορφώνουν τις σημερινές σχέσεις παγκοσμίως. Πρόκειται για μια δωδεκάδα πλούσιων σε πετρέλαιο χωρών και δυό δωδεκάδες παγκόσμια κοντσέρν που εύκολα μπορούν να κατονομαστούν.
Η πάλη για παγκόσμια κυριαρχία των δυνάμεων εκείνων που είχαν στην κατοχή τους πετρέλαιο, άρχισε από τα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα. Το πετρέλαιο ήταν εκείνο, που και στους δυό παγκόσμιους πολέμους υπήρξε μια από τις αιτίες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Στο μεταξύ η οικονομική του σημασία αυξήθηκε πάρα πολύ. Σήμερα το πολιτικό και πολεμικό καρουζέλ περιστρέφεται κυρίως γύρω απ΄ το πετρέλαιο ακόμη και όταν οι βασικοί συμμετέχοντες προσπαθούν να αποκρύψουν ευχαρίστως αυτή την κατάσταση.
Ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος έθεσε ένα οριακό σημείο σ΄ αυτή την εκατοντάχρονη ιστορία. Στις δυό δεκαετίες μετά τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο η άντληση πετρελαίου περίπου τριπλασιάστηκε, ενώ μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο (από το 1950) επταπλασιάστηκε μέσα σε πέντε δεκαετίες. Από το 1920 έως τα τέλη του 20ου αιώνα αυξανόταν από τους 100 στους 3.500 εκατομμύρια τόνους ετησίως. Ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος ήταν ταυτόχρονα για δεκαετίες ο τελευταίος μεγάλος πόλεμος για την αναδιανομή του πετρελαϊκού πλούτου του κόσμου. Αυτό δεν σημαίνει ότι μέχρι σήμερα δεν διεξήχθησαν σημαντικές πολιτικές και στρατιωτικές αντιπαραθέσεις και ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι για το πετρέλαιο, ότι θυσιάζονται αμέτρητοι άνθρωποι και οι φυσικές βάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης για τα κέρδη των πετρελαϊκών δυνάμεων.
Ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος ήταν μια μεγάλη προσπάθεια που ανέλαβε ο γερμανικός ιμπεριαλισμός για να αλλάξει ριζικά τις πολιτικές και οικονομικές σχέσεις εξουσίας στον κόσμο. Αν εδώ διαπιστώνουμε ότι ένας από τους πιο σημαντικούς γερμανικούς πολεμικούς στόχους σ΄ αυτό τον πόλεμο βρισκόταν στο να γίνει ριζική αναδιανομή του πετρελαϊκού πλούτου προς όφελος της Γερμανίας, αυτό δεν αποτελεί απλά κάποια μοναδική συναρπαστική διαπίστωση, αλλά μας παρακινεί επειγόντως να αναλύσουμε ακριβώς τη σημερινή κατάσταση παγκοσμίως, στην οποία όχι μόνο τελειώνουν τα αποθέματα του πετρελαίου στον κόσμο, αλλά και ότι εδώ και πολύ καιρό αυξάνει προς το παρόν η πάλη για το μοίρασμα που σχετίζεται με τις πηγές πετρελαίου στην Ασία και την Αφρική, η οποία χωρίς αμφιβολία οξύνεται με έναν τρόπο απροσδόκητο.
Όταν ο Χίτλερ εγκαθίδρυσε το 1933 το φασιστικό καθεστώς του, η υποστήριξη των δυνάμεων του μεγάλου κεφαλαίου σ΄ αυτόν ήταν βέβαιη, κυρίως επειδή αυτός υποσχέθηκε ότι θα άρει την ήττα που υπήρξε στον 1ο παγκόσμιο πόλεμο και θα κάνει ξανά την Γερμανία μια μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη, μια παγκόσμια δύναμη. Στο μεγάλο κεφάλαιο όπως και στον «φύρερ» ήταν καθαρό, ότι ο στόχος αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς πόλεμο, χωρίς τουλάχιστον το ρίσκο του πολέμου.
Έτσι, το καθεστώς εξοπλιζόταν από την αρχή μ΄ ένα πρωτοφανή τρόπο. Το ότι οι νικήτριες δυνάμεις του 1ου παγκοσμίου πολέμου στην καλύτερη περίπτωση αρκούνταν στο να αντιδρούν με διαμαρτυρίες στα χαρτιά, αυτό σχετιζόταν με την υποσυνείδητη ελπίδα, ότι σύμφωνα με το ήδη αρκετά γνωστό πρόγραμμα του Χίτλερ, κύριος στόχος του θα ήταν ο «ζωτικός χώρος στην Ανατολή», δηλαδή η καταστροφή της Σοβιετικής Ένωσης. Οι πετρελαιάδες αυτού του κόσμου, δηλαδή οι κύριοι των κοντσέρν Standard-Oil και Royal-Dutch-Shell, ιδιαίτερα οι αδίστακτοι εχθροί της Σοβιετικής Ένωσης όπως ο Henry Deterding και ο Walter Teagle βρίσκονταν πολύ υψηλά στη λίστα των φίλων των ναζί και των χορηγών της γερμανικής βιομηχανίας εξοπλισμού.
***
Πολεμικά μέσα και πολεμικός στόχος
Οι κανόνες και ο ρυθμός του εξοπλισμού της Γερμανίας ήταν τέτοιοι, που οι ηγετικοί κύκλοι της Βέρμαχτ [στρατός] και της οικονομίας πολύ σύντομα διέβλεψαν την εξάρτηση της Γερμανίας από τις εισαγωγές και τα τεράστια ελλείμματα σε χρήμα ως μεγάλους κινδύνους για τα σχέδιά τους. Πως θα έπρεπε να προετοιμαστεί και να διεξαχθεί ένας μεγάλος πόλεμος, αν, όπως ο 1ος παγκόσμιος πόλεμος που βρισκόταν ακόμη στη θύμηση, αποκοβόταν από την παγκόσμια οικονομία η Γερμανία από ένα ολοκληρωτικό οικονομικό αποκλεισμό; Το πετρελαϊκό πρόβλημα έγινε αισθητό σαν ένα από τα νευραλγικά ζητήματα με τις γρήγορες προόδους στους εξοπλισμούς. Τα καύσιμα που καταναλώνονταν στη Γερμανία προέρχονταν έως τότε στο μεγαλύτερο μέρος τους από τις υπερπόντιες χώρες, κυρίως από την Βόρεια και Κεντρική Αμερική. Πως θα μπορούσε να τροφοδοτηθεί ένας ιδιαίτερα μηχανοκίνητος στρατός εκατομμυρίων, μια αναδυόμενα ισχυρή Λούφτβάφε [πολεμική αεροπορία] και ένα πολεμικό ναυτικό που θα αντιτίθονταν στο βρετανικό στόλο; Εδώ, σε σύγκριση με τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο, έπρεπε να γίνει υπολογισμός με μια κατάσταση εντελώς νέων διαστάσεων.
Ο Χίτλερ και ο Γκαίριγκ (Göring) βασίστηκαν κατ΄ αρχή στο μεγάλο γερμανικό κοντσέρν IG Farbenindustrie AG [χημική βιομηχανία]. Η βιομηχανία αυτή ήδη από το 1932 διαφήμιζε στον Χίτλερ ότι από τον λιγνίτη και το πετροκάρβουνο μπορεί να παράγει συνθετική βενζίνη, και υποσχέθηκε στον Γκαίριγκ ότι θα του παράσχει επαρκή βενζίνη για την αεροπορία του. Μέχρι τα μέσα όμως της δεκαετίας του 1930 επικρατούσε ακόμη μεγάλη άγνοια και επιπολαιότητα σε όλους τους συμμετέχοντες. Οι ειδικοί της IG Farben ισχυρίζονταν το καλοκαίρι του 1936, ότι το αργότερο μέχρι τα τέλη του 1938 θα μπορούσε με τη βοήθειά της να καλυφτούν οι ανάγκες σε περίπτωση πολέμου. Ο Χίτλερ ενίσχυσε αυτή την ανοησία ακόμη περισσότερο με την απαίτησή του, «το ζήτημα της γερμανικής παραγωγής καυσίμων… να τελειώσει οριστικά μέσα σε 18 μήνες». Το καθήκον αυτό «πρέπει να χειριστεί και να έρθει σε πέρας με την ίδια αποφασιστικότητα όπως και η διεξαγωγή ενός πολέμου».
Οι τέτοιου είδους ευσεβείς πόθοι εκμηδενίστηκαν στα δυό τελευταία προπολεμικά χρόνια, όταν αυξήθηκαν ταχύτατα οι εντάσεις στην εξωτερική πολιτική και ο κίνδυνος του πολέμου. Οι αριθμοί που παρουσίαζαν οι σχεδιαστές της συνθετικής βενζίνης αποδείχτηκαν ενόψει των δαπανών και της μεγάλης έλλειψης σε χάλυβα, σε μηχανές και μηχανήματα στη βιομηχανία, σε εργατικές δυνάμεις, μάλιστα ακόμη και σε κάρβουνο, απατηλοί. Η ηγεσία της Βέρμαχτ υπολόγιζε στην καλύτερη περίπτωση με μια υπέρβαση στην αρχική περίοδο του πολέμου με τη βοήθεια συνθετικής βενζίνης και την αγορά ακριβών αποθεμάτων πετρελαίου. Στο μεταξύ πείστηκε ότι σε «περίπτωση πολέμου» δεν έπρεπε να υπολογίζεται όπως γινόταν έως τότε, ότι είναι αναγκαίοι μόνο πέντε έως έξι εκατομμύρια τόνοι προϊόντων πετρελαίου, -σε κάθε περίπτωση περισσότεροι απ΄ ό,τι η συνολική κατανάλωση για ένα έτος-, αλλά πολλαπλάσιοι. Παρόμοιους υπολογισμούς έκανε και η υπηρεσία του Ράιχ υπεύθυνη για την ανάπτυξη της οικονομίας, η βασική υπηρεσία του «τετραετούς πλάνου» του Γκαίριγκ. Έτσι οι υπεύθυνοι κατέληξαν το φθινόπωρο / καλοκαίρι του 1939, ότι για έναν πόλεμο η αναγκαία ετήσια ποσότητα ανέρχονταν στα 24 εκατομμύρια τόνους πετρελαίου. Οι κύριοι, θα πρέπει με βάσει τους δικούς τους υπολογισμούς να έπεσαν απ΄ τα σύννεφα, γιατί η ποσότητα αυτή ήταν το λιγότερο κατά 20 εκατομμύρια τόνους μεγαλύτερη απ΄ ό,τι μπορούσε να εξασφαλιστεί κάτω από μεγάλες προσπάθειες από τις γερμανικές πετρελαιοπηγές και τα εργοστάσια συνθετικής βενζίνης, περίπου τόση ποσότητα, όση και αυτή που εξορυσσόταν στο Μπακού, στις μεγαλύτερες πετρελαιοπηγές επί ευρωπαϊκού εδάφους.
Οι ειδικοί της Βέρμαχτ και της υπηρεσίας του Γκάιριγκ, συμφωνώντας μεταξύ τους, κατέθεσαν αναλυτικά υπομνήματα στα οποία περιγράφονταν η προμήθεια πετρελαίου ακριβώς σαν πολεμικός στόχος. Η Βέρμαχτ έθεσε σαφείς απαιτήσεις: «1. Κατοχή των πηγών πετρελαίου στη Ρουμανία και επομένως όλου του χώρου στο Δούναβη. 2. Διεκπεραίωση της κατοχής με σκοπό τη διατήρηση και την ικανότητα λειτουργίας της ρουμανικής βιομηχανίας πετρελαίου. 3. Προστασία των οδών μεταφοράς των εγκαταστάσεων πετρελαίου, των διυλιστηρίων και των δεξαμενών αποθήκευσης». Πίστευε ότι έχει διδαχτεί από τις άσχημες εμπειρίες του 1ου παγκοσμίου πολέμου και εκτός αυτού σχεδίαζε την εφαρμογή «στρατιωτικών μέσων» για την κατοχή των εγκαταστάσεων άντλησης του σχιστολιθικού πετρελαίου στην Εσθονία και των πηγών πετρελαίου στη Γαλικία (Νοτιοανατολική Πολωνία)[1]. Τέλος, υπολόγιζε στην ίδια κατεύθυνση «το μεγαλύτερο στόχο που άξιζε τον κόπο: την κατοχή της τεράστιας έκτασης στην Ευρώπη που υπήρχαν πετρέλαια, τον Καύκασο».
Ο διευθυντής της βιομηχανίας IG Farben Καρλ Κράουχ (Carl Krauch), συνδετικό πρόσωπο και έμπιστος του Γκαίριγκ, ήταν επίσης της άποψης ότι η Ρουμανία και όλη η Νοτιοανατολική Ευρώπη αποτελούν ένα «χώρο που θα έπρεπε να εξασφαλιστεί από την κατοχή της Βέρμαχτ», τα πετρέλαια του οποίου θα έπρεπε «να κατοχυρωθούν πολιτικά και στρατιωτικά» αποκλειστικά για την Γερμανία. Υπολόγισε ήδη τα αναγκαία υλικά για μια σωληνογραμμή μεταφοράς πετρελαίου μήκους πάνω από 2.000 χιλιόμετρα, από το Πλοέστι [Ρουμανία] μέχρι το Ρέγκενσμπουργκ [Γερμανία]. Για πόλεμο όμως και κατακτήσεις δεν μπορούσε να μιλήσει ακόμη ανοιχτά, ζήτησε όμως σε μια «πολεμική οικονομία ενός χώρου μεγάλων διαστάσεων κάτω από τη γερμανική ηγεμονία» να συμπεριληφθεί εκτός από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, η Ρωσία και η Ουκρανία, ο σκανδιναβικός «βόρειος χώρος» και η Μεσόγειος Θάλασσα. Θα πρεπε να συμπεριληφθεί ακόμη και το Ιράν.
Αυτή η στροφή ενός προσωρινού σχεδίου σε περίπτωση πολέμου προς ένα μεγάλο σχέδιο πολεμικών στόχων, το οποίο σε πρώτη γραμμή αφορούσε στο πετρέλαιο, αλλά επίσης και άλλες πρώτες ύλες και πόρους της ηπείρου στον «ανατολικό χώρο» και την Εγγύς Ανατολή[2], σχετιζόταν με την άμεση προσέγγιση και τον κίνδυνο πολέμου. Οι σχεδιαστές όμως δεν σκέφτονταν κάτι καινούργιο, αλλά θυμούνταν ακριβώς αυτά που ήδη δεκαετίες πριν βρίσκονταν στη σφαίρα των ιμπεριαλιστικών πολεμικών τους στόχων. Ήδη πριν τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο για γερμανική «παγκόσμια κυριαρχία», οι γερμανικές τράπεζες και οι βιομηχανικές επιχειρήσεις είχαν άδειες παραχώρησης πετρελαίου (Ιράκ) στα χαρτοφυλάκιά τους στην οθωμανική αυτοκρατορία και οικοδομούσαν το διάδρομο-Βαγδάτης με την ευλογία του κάιζερ για τα σημαντικά πλούτη που βρίσκονταν εκεί. Από το 1916 έως το 1918 ο γερμανικός στρατός κατάκτησε τις πετρελαιοπηγές στη Ρουμανία. Και ήδη το καλοκαίρι του 1918 οι γερμανικές μεραρχίες βρίσκονταν κοντά στις πετρελαιοπηγές του Καυκάσου. Ο στρατηγός Έριχ Λούντεντορφ (Erich Ludendorff) ήταν της άποψης ότι πρέπει να γίνει εκστρατεία στο Μπακού.
Η ευρασιατική πετρελαϊκή αυτοκρατορία ως γερμανικός πολεμικός στόχος στον 2οπαγκόσμιο πόλεμο αποτελεί την κόκκινη κλωστή της παρούσας ανάλυσης, κατά κάποιο τρόπο αφού την απομονώσαμε από τα μεγάλα γεγονότα του πολέμου. Αυτό φαίνεται δικαιολογημένο λαμβάνοντας ακόμη υπόψη από πολλές πλευρές την αξιοσημείωτη επικαιρότητα του θέματος στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης».
***
Δυσκολίες της γερμανικής στρατηγικής (1940)
Το καλοκαίρι του 1940 οι Γερμανοί κατακτητές ονειρεύονταν ήδη μια πραγματική πετρελαϊκή αυτοκρατορία. Ναι μεν η λεία του πετρελαίου των «κεραυνοβόλων πολέμων» ήταν εντυπωσιακή, ιδιαίτερα στη Γαλλία και την Ολλανδία, οι νέες πηγές του πετρελαίου όμως με εξαίρεση αυτές στη Δυτική Γαλικία δεν κατέληξαν στους Γερμανούς. Οι γερμανικές όμως στρατιωτικές επιτυχίες συνέβαλαν στο να αυξηθούν αρκετά οι προσδοκίες του στρατού και της οικονομίας, κυρίως των ειδικών σε ζητήματα πετρελαίου της Υπηρεσίας Τετράχρονου Πλάνου (Vierjahresplanbehörde)[3] και των μεγάλων τραπεζών. Στη διάθεσή τους φαινόταν ότι βρίσκονταν το καλοκαίρι / φθινόπωρο του 1940
- η βρετανική, η ολλανδική και η γαλλική ιδιοκτησία από το μεγαλύτερο τμήμα της λείας του πετρελαίου στη Ρουμανία, το οποίο το 1940/41 κατέληξε πραγματικά κάτω από γερμανικό έλεγχο,
- τα βρετανικά και γαλλικά χαρτοφυλάκια πετρελαίου και οι τίτλοι ιδιοκτησίας στο Ιράκ (Iraq Petroleum Company, IPC),
- το πετρέλαιο του Ιράν που κατείχε η Βρετανία (Anglo-Iranian Oil Company, AIOC).
Η Μεγάλη Βρετανία ήταν ήδη εξαντλημένη, όπως πίστευαν στο Βερολίνο, γι΄ αυτό και θα έπρεπε να αποσυρθεί από τις θέσεις της στην Εγγύς Ανατολή. Το πώς θα προχωρούσε παραπέρα η κατάσταση με τον πόλεμο, αυτό θα έπρεπε μολαταύτα να αποφασιστεί στρατιωτικά. Η αποτυχία μιας εισβολής στην Αγγλία με βομβαρδισμούς από αέρος ή ο εξαναγκασμός της Μ. Βρετανίας για ειρήνη μέσω πολέμου με υποβρύχια στον Ατλαντικό, αποθάρρυναν την γερμανική ηγεσία, η οποία απρόθυμα θα μοίραζε τον κόσμο με τους Βρετανούς. Το να γίνει επίθεση ενάντια στη βρετανική αυτοκρατορία στο χώρο της Εγγύς Ανατολής και της Ιδίας για να κατακτηθεί εκεί η κληρονομιά της, ήταν ακόμη πιθανώς αδύνατο. Στη Μεσόγειο Θάλασσα και στην Αφρική, η σύμμαχός της Ιταλία, η οποία είχε εγείρει αξίωση για μια δική της αυτοκρατορία, είχε μεγάλες επιτυχίες.
Και όμως, από τη γερμανική νίκη, στη Δύση, ήταν διαδεδομένη στους μυημένους κύκλους η ελπίδα ότι ως επόμενος στόχος θα μπορούσε να χτυπηθούν οι Βρετανοί. Αν αυτό δεν γινόταν στο αγγλικό νησί, τότε θα έπρεπε να γίνει στην «περιφέρεια», όπου με την έννοια αυτή κατανοούνταν τότε ο στρατηγικός άξονας από το Γιβραλτάρ μέσω Αιγύπτου και τη διώρυγα του Σουέζ μέχρι τον Περσικό Κόλπο και την Ινδία. Πιθανώς να μην υπήρχε κανείς στους ηγετικούς κύκλους της χιτλερικής Γερμανίας που να μην έβλεπε τη συμφωνία με την Σοβιετική Ένωση ως σταθερή, όμως πολλοί πολιτικοί, στρατιωτικοί, διπλωμάτες, οικονομολόγοι, γεωπολιτικοί, θεωρούσαν αρκετά πιθανό ότι τα συμφέροντα της Σοβιετικής Ένωσης δεν εφάπτονταν με εκείνη τη στρατηγική και ότι μάλιστα θα μπορούσε να υπολογίζεται η βοήθειά της. Πριν την μη υποταγή της Αγγλίας, μια αντιπαράθεση με την Σοβιετική Ένωση θα σήμαινε έναν πόλεμο σε δυό μέτωπα, κάτι που αποτελούσε φοβερό ταμπού για πολλούς, ήδη από τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο.
Έτσι πραγματοποιήθηκαν τα σημαντικά σχέδια αυτού του καλοκαιριού και του φθινοπώρου του 1940, στα οποία οι πιο δοκιμασμένοι ειδικοί του Γκάιριγκ υπολόγισαν για την κατεχόμενη μεταπολεμική Ευρώπη 40 εκατομμύρια τόνους πετρέλαιο σαν ετήσια αναγκαία ποσότητα, την οποία θα έπρεπε να την πάρουν σχεδόν αποκλειστικά από την «Αραβία» (Ιράκ, Σαουδική Αραβία, Κουβέιτ και Μπαχρέιν) και από το Ιράν. «Για την τροφοδότηση της Ευρώπης είναι οπωσδήποτε αναγκαία η εξασφάλιση των αποθεμάτων του πετρελαίου της Εγγύς Ανατολής». Θα έπρεπε επομένως να πάρει κανείς στα χέρια του «τις δυό μεγάλες αγγλικές ομάδες» (Royal Dutch-Shell και AIOC).
Σαν πρώτο θρίαμβο αυτής της στρατηγικής, οι πιο πάνω κύκλοι, αισθάνονταν ήδη από τις αρχές Απριλίου του 1941, λίγες μέρες πριν την γερμανική επίθεση στα Βαλκάνια, την επίθεση των γερμανικών εκστρατευτικών σωμάτων στην Αφρική υπό τον αντιστράτηγο Ρόμελ, ο οποίος έσπευσε προς βοήθεια των αποτυχημένων Ιταλών. Προκλήθηκε μεγάλος θόρυβος, το ότι στη Λιβύη ο Ρόμελ πήρε την πρωτοβουλία και ώθησε τις βρετανικές ένοπλες δυνάμεις όχι μόνο έξω από την Κυρηναϊκή, αλλά και ότι εισέβαλλε σ΄ ένα τμήμα του αιγυπτιακού εδάφους. Μολαταύτα η επιτυχία αυτή ήταν μικρής χρονικής διάρκειας και απέτυχε μετά από μερικές βδομάδες εξαιτίας της βρετανικής αντίστασης στο Τομπρούκ και στο Σαλλούμ. Μετά όμως τις 22 Ιουνίου, η μακρόχρονη επιθυμία των Γερμανών στρατηγών συνδέθηκε με την [λεγόμενη] μεγάλη «τανάλια» («τανάλια του Καυκάσου»), σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να γίνει επίθεση από δυό πλευρές, συγκεκριμένα, από την Αφρική μέσω της διώρυγας του Σουέζ και από τον Βορρά μέσω του Καυκάσου ή ακόμη και μέσω της Τουρκίας και να τεθεί υπό γερμανική κατοχή ο Περσικός Κόλπος και ολόκληρη η Εγγύς Ανατολή.
Πολλή λίγη προσοχή αντιθέτως έχει δοθεί μέχρι σήμερα στα συναρπαστικά γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Εγγύς Ανατολή το ίδιο χρονικό διάστημα. Άραβες πολιτικοί προετοίμαζαν τον Απρίλιο του 1941 μια αντιβρετανική εξέγερση στο Ιράκ καλώντας τη γερμανική κυβέρνηση σε βοήθεια. Για αυτή την ευκαιρία η γερμανική πλευρά δεν ήταν προετοιμασμένη επειδή ήταν πλήρως απασχολημένη με την προετοιμασία του σχεδίου «Μπαρμπαρόσα» και με τις εκστρατείες στα Βαλκάνια και την Βόρεια Αφρική. Στην όλη βιασύνη της η Βέρμαχτ και το υπουργείο Εξωτερικών συνέθεσε κατ΄ ανάγκη μια στρατιωτική αποστολή. Περίπου 20 πολεμικά αεροπλάνα, ένας σημαντικός αριθμός στρατιωτικών και πολιτικών «συμβούλων», υπαλλήλους των μυστικών υπηρεσιών κτλ. Έφθασαν στις αρχές Μαΐου στο Ιράκ, όπου οι Βρετανοί είχαν ήδη ενισχύσει την πολεμική τους αεροπορία σταθμεύοντας με ισχυρά σώματα στρατού στην πόλη Βασόρα. Μέσα σε δεκατέσσερις μέρες τα γερμανικά αεροπλάνα είχαν κατατριφθεί και τα υπόλοιπα μέλη της στρατιωτικής αποστολής κυνηγήθηκαν χωρίς έλεος από τη χώρα. Ο Χίτλερ παρηγορήθηκε τότε, με το ότι η Εγγύς Ανατολή σαν τέτοια δεν αποτελεί «καθόλου πρόβλημα», το σχέδιο όμως «Μπαρμπαρόσα» έχει προτεραιότητα και παραμένει αμετάκλητο, ότι κατά την επιτυχία του «θα μπορούσε τότε να ανοιχτεί η πύλη προς την Ανατολή». Την καταστροφή όμως που του κατάφεραν οι Βρετανοί την «χώνεψε» με δυσκολία.
***
Απόφαση για το σχέδιο «Μπαρμπαρόσα»
Όταν ο Χίτλερ τον Δεκέμβριο του 1940 αποφάσισε οριστικά για την επίθεση ενάντια στη Σοβιετική Ένωση, τα σχέδια της ηγεσίας του στρατού ήταν ήδη έτοιμα μήνες πριν. Ο «φύρερ» δεν υπολόγιζε πλέον ο ίδιος ότι μέχρι την άνοιξη του 1941 η Μ. Βρετανία θα έπρεπε να είχε νικηθεί. Η εκστρατεία όμως στην Ανατολή –όπως υπολόγιζε- θα ήταν ένας καταστροφικός πόλεμος τριών, το πολύ τεσσάρων μηνών. Μετά η Γερμανία θα είχε υπό την κατοχή της «αμέτρητα πλούτη» και «όλες τις δυνατότητες να διεξάγει στο μέλλον τον πόλεμο ενάντια σε ηπείρους, και τότε δεν θα μπορούσε κανείς πλέον να την χτυπήσει».
Την αντίληψη ότι η Σοβιετική Ένωση είναι ένας «κολοσσός σε πήλινα πόδια», ο οποίος θα καταρρεύσει στο πρώτο ισχυρό χτύπημα, την είχαν επίσης και οι υπέρμαχοι της «Britain-first”-στρατηγικής. Μόνο ο ένας ή ο άλλος μυημένος, όπως για παράδειγμα ο στρατηγός Τόμας (Thomas), ανησυχούσε για το εάν το πετρέλαιο στον Καύκασο θα έπεφτε στα χέρια της Γερμανίας προτού η εκστρατεία καταπιεί όλα τα αποθέματα καυσίμων από τα τεράστια εδάφη της Ανατολής που θα διεξάγονταν οι επιχειρήσεις.
Το τομάρι της ρωσικής αρκούδας είχε ήδη μοιραστεί, προτού ακόμη να εισβάλλει η Βέρμαχτ στη Σοβιετική Ένωση. Στις οδηγίες του Γκαίριγκ για την οικονομία τον Ιούνη του 1941 για τα εδάφη που θα έμπαιναν υπό κατοχή, το λεγόμενο Πράσινο Ντοσιέ[4], η στρατηγική για τη λεία ήταν απεικονισμένη αναλυτικά. «Να αποκτηθούν τόσο πολλά τρόφιμα και πετρέλαιο για την Γερμανία όσο είναι αυτό δυνατό, αυτός είναι ο βασικός οικονομικός στόχος της επιχείρησης». Τελευταίος και μεγαλύτερος στόχος για τη λεία παρέμενε για το σύνολο της γερμανικής ιμπεριαλιστικής κλίκας το πετρέλαιο του Καυκάσου. Στην αρχή έπεσαν στα χέρια της Βέρμαχτ μικρά αποθέματα πετρελαίου (Ανατολική Γαλικία, Εσθονία, Ρόμνυ/Ουκρανία). Εκεί βρήκε τις πηγές και τις εγκαταστάσεις άντλησης πετρελαίου σχεδόν ολοκληρωτικά κατεστραμμένες από σοβιετικές ειδικές δυνάμεις. Οι Γερμανοί παραμέλησαν εδώ τις εργασίες ανοικοδόμησης και τακτοποίησης επειδή από την αρχή οι περισσότερες ειδικευμένες δυνάμεις διατέθηκαν για τον Καύκασο και είχαν συγκεντρωθεί στην «Διοίκηση Πετρελαίου του Καυκάσου». Οι Γερμανοί ειδικοί πετρελαίου στο μηχανισμό του Γκαίριγκ, στα κοντσέρν και στα υπουργεία προετοιμάζονταν ήδη με γρήγορους ρυθμούς για την μελλοντική μεταφορά πολλών εκατομμυρίων τόνων πετρελαίου από τον Καύκασο και πάνω σ΄ αυτή τη βάση σχεδίαζαν ήδη τον τετραπλασιασμό των δυνάμεων της πολεμικής αεροπορίας (Ιούνιος 1941). Το πετρέλαιο του Καυκάσου έπρεπε να μεταφερθεί κυρίως με τεράστιες σωληνογραμμές από την Οδησσό στη Σιλεσία και στην περιοχή των «Σουδητών»[5] και από εκεί προς το Στετίνο και την Βαλτική Θάλασσα.
Στους πρώτους έναν με δυό μήνες μιας φαινομενικά ακάθεκτης γερμανικής επίθεσης και σημαντικών απωλειών του Κόκκινου Στρατού φάνηκε όμως, ότι δεν μπορούσε να γίνει λόγος για μια γρήγορη νίκη, πόσω δε μάλλον για κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Το αντίθετο, ούτε η κατάληψη της Μόσχας, ούτε του Λένινγκραντ, ούτε του Κιέβου, πόσω μάλλον του Καυκάσου, δεν φαινόταν στον ορίζοντα. Ήδη σύντομα άρχισαν να γίνονται αισθητά τα τρομακτικά κενά σε καύσιμα και οι δυσκολίες μεταφοράς του. Αυτό οδήγησε επίσης τον Αύγουστο σε μια σημαντική κρίση.
Ανάμεσα στον Χίτλερ και την ηγεσία του στρατού στο ζήτημα της κύριας κατεύθυνσης ώθησης: Η συγκεντρωμένη επίθεση στη Μόσχα θα στεφόταν από μεγάλη επιτυχία (ηγεσία του στρατού), ή θα πρεπε να γίνει προσπάθεια παράκαμψης ή και διακοπής, και να φτάσει ο στρατός στον Καύκασο πριν τον χειμώνα και έτσι όχι μόνο να φτάσει στο πολύτιμο πετρέλαιο, αλλά και να προετοιμάσει την επίθεση στην Εγγύς Ανατολή; (Χίτλερ).
Το φθινόπωρο του 1941 ξεκίνησε για την Βέρμαχτ εκείνη η καταστροφή, που είναι γνωστή σαν ήττα πριν από τη Μόσχα, στην πραγματικότητα όμως συνέβαλλε στην απώθηση σε όλο το μέτωπο μήκους 3000 χιλιομέτρων από το Μούρμανσκ και το Λένινγκραντ μέχρι τον Ντον και την Κριμαία. Στα μέσα του ρωσικού χειμώνα, στις 5 και 6 Δεκεμβρίου, ξέσπασε η σοβιετική αντεπίθεση η οποία ώθησε τους Γερμανούς 200 έως 300 χιλιόμετρα μακριά από τη Μόσχα και τους ανάγκασε να οπισθοχωρήσουν ακόμη και μπροστά από το Λένινγκραντ καθώς και προς τα νότια του μετώπου. Τέλη Νοεμβρίου λήφθηκε μια ιδιαίτερα οδυνηρή απόφαση για τα γερμανικά πολεμικά σχέδια, η οποία στην Ανώτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ έγινε επίσης αντιληπτή σαν μια «βαριά κατάρρευση του ηθικού». Η πόλη Ροστόφ επί του Ντον, η πύλη προς τον Καύκασο, την οποία είχε υπό κατοχή για μερικές μέρες η 1ητεθωρακισμένη στρατιά και έτσι φαινόταν ότι θα παρέμενε ανοιχτή, την ανακατέλαβαν οι σοβιετικοί υπερασπιστές στις 28 Νοεμβρίου σε σκληρές μάχες και ώθησαν αρκετά μακριά προς τα πίσω τη γερμανική εμπροσθοφυλακή των τεθωρακισμένων.
Η δύναμη της σοβιετικής επίθεσης τον Φεβρουάριο εξασθένισε. Στον Ειρηνικό Ωκεανό είχε ήδη ξεκινήσει ο πόλεμος ανάμεσα στην Ιαπωνία και στις ΗΠΑ, από την πλευρά της Ιαπωνίας επρόκειτο επίσης για έναν πόλεμο με σκοπό το πετρέλαιο –με μεγάλες επιτυχίες εκ μέρους της Ιαπωνίας. Ο Χίτλερ ενθάρρυνε και τους δυό, τους στρατιωτικούς και τις γερμανικές ελίτ, να συνεχίσουν τον πόλεμο μέχρι την «τελική νίκη», τώρα όμως ενάντια και στις ΗΠΑ, παρόλο που η τελική καταστροφή των «δυνάμεων του Άξονα», αν παρατηρούσε κανείς νηφάλια το συσχετισμό δυνάμεων, διαγραφόταν αρκετά καθαρά στον ορίζοντα.
Το σχέδιο του Χίτλερ στα τέλη του 1941 με αρχές του 1942, συγκεκριμένα, να συγκεντρωθούν όλες οι δυνάμεις στα νότια του ανατολικού μετώπου, «επειδή η ώθηση προς τον Καύκασο, λαμβανομένου υπόψη και του πετρελαίου, παραπέρα η εκστρατεία στο Ιράκ και το Ιράν, με την οποία συνδέεται και η απειλή της Ινδίας, είναι κατ΄ αρχή τα πιο σημαντικά». Ο Χίτλερ υποσχέθηκε ακριβώς αυτά που περίμεναν τώρα οι στρατιωτικοί και οι πολιτικοί οπαδοί του: Να τελειώσει με την Σοβιετική Ένωση το 1942, να πάρει υπό την κατοχή τα πετρέλαια του Καυκάσου και της Εγγύς Ανατολής, να χτυπήσει την Μ. Βρετανία στην φαινομενικά ευάλωτη πτέρυγά της και στη συνέχεια η γερμανική αυτοκρατορία να επιβληθεί στην Ευρασία ενάντια στους Αμερικανούς. Ο χρόνος ήταν πολύτιμος, και για το λόγο αυτό η συγκεντρωμένη δύναμη της Βέρμαχτ έπρεπε να χρησιμοποιηθεί στο νότιο κομμάτι. Σε κάθε περίπτωση για την εκστρατεία μέχρι το Μπακού η απόσταση ήταν 1200 χιλιόμετρα, από εκεί μέχρι τη Μοσούλη και το Κιρκούκ 800 χιλιόμετρα και άλλα 800 χιλιόμετρα μέχρι τον Περσικό Κόλπο. Στη Βόρεια Αφρική οι στρατιωτικοί υπολόγιζαν με την προώθηση του Ρόμελ μέσω της διώρυγας του Σουέζ προς την κατεύθυνση του Κόλπου. Στον Ινδικό Ωκεανό θα γινόταν, τέλος, η συνάντηση με τους Ιάπωνες συμμάχους.
Είναι απορίας άξιο να βλέπει κανείς με ποια ενέργεια συμμετείχαν και έκαναν σχέδια στη φαντασία τους από την αρχή του έτους 1942 όχι μόνο η Βέρμαχτ, αλλά και οι άλλοι συμμετέχοντες και ενδιαφερόμενοι ειδικοί του πετρελαίου, οι υψηλοί διπλωμάτες και οι μυστικές υπηρεσίες. Οι δυό εξειδικευμένοι στο πετρέλαιο με την μεγαλύτερη επιρροή, ο Κράουχ (Krauch) και ο υπεύθυνος γεωλόγος Άλφρεντ Μπέντς (Alfred Bentz), σύμβουλοι του Χίτλερ και του Γκαίριγκ ο καθένας στον κλάδο του, έκαναν μεταξύ τους τον Ιανουάριο / Φεβρουάριο έναν ανόητο καυγά για το εάν τα ιρακινά αποθέματα πετρελαίου είναι πιο πολύτιμα για την Γερμανία απ΄ ό,τι αυτά του Καυκάσου και ότι επομένως, κατά τον Κράουχ, προτεραιότητα έχει η λεία στην Εγγύς Ανατολή. Οι ειδικοί για την Εγγύς Ανατολή του υπουργείου Εξωτερικών υποστήριζαν επιδέξια τα εκστρατευτικά σχέδια. Στην υπηρεσία προέκυψαν στις αρχές Φεβρουαρίου 1942 υπομνήματα σχετικά με την «εκστρατεία της Γερμανίας στον αραβικό χώρο». Για τους διπλωμάτες του Ρίμπεντρομπ η διώρυγα του Σουέζ και ο Περσικός Κόλπος είχαν καθοριστεί ως οι κεντρικοί γερμανικοί πολεμικοί στόχοι. Αν έφτανε κανείς πρώτα στη Βασόρα στον Περσικό Κόλπο, τότε θα ήταν σε θέση «να συνδεθεί με τους Ιάπωνες που έφταναν στην Κεϋλάνη». Ο παλιότερα Γερμανός απεσταλμένος στη Βαγδάτη, Φριτς Γκρόμπα (Fritz Grobba), γνώριζε καλά την περιοχή και προετοιμαζόταν για την επιστροφή του στην παλιά θέση: «Πρέπει να προετοιμαστεί το πάρσιμο των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων στις διάφορες περιοχές της Αραβίας και του Ιράν (Κιρκούκ, Κανίκιν, Αμπαντάν, Κουβέιτ, Μπαχρέιν, σωλήνες προς την Τρίπολη και την Χάιφα και να εγκαταστήσει διυλιστήρια σ΄ αυτές τις τοποθεσίες). Μια ομάδα εξειδικευμένου προσωπικού… θα τοποθετηθεί ήδη σε συνεργασία μαζί μου και την ηπειρωτική εταιρία πετρελαίου, και θα παρέχει τα απαραίτητα υλικά, ιδιαίτερα τα τρυπάνια. Για τον χειρισμό της χρηματοδότησης και της οικονομίας πρέπει να διατεθεί μια ομάδα εξειδικευμένου προσωπικού».
Η Βέρμαχτ χρειαζόταν πολύ χρόνο για να φτάσει τις δυνάμεις της ξανά στο επίπεδο του καλοκαιριού του 1941. Ακόμη και οι πολλαπλάσιες γερμανικές προσπάθειες για εξοπλισμούς υπό τον νέο υπουργό των Εξοπλισμών Άλμπερτ Σπέερ (Albert Speer), δεν επέτρεπαν να αρχίσει η σχεδιαζόμενη επίθεση πριν τις 28 Ιουνίου, ήδη έξι μέρες αργότερα απ΄ ό,τι τον προηγούμενο χρόνο.
***
Ελ Αλαμέιν
Η αισιοδοξία της γερμανικής και της ιταλικής ηγεσίας τροφοδοτούσε στο μεταξύ τη νέα επίθεση του εκστρατευτικού σώματος της Αφρικής. Ο Ρόμελ, που είχε επίσης οπισθοχωρήσει αρκετά τον χειμώνα, έκανε νέα επίθεση στα τέλη Μαΐου φτάνοντας στα αιγυπτιακά σύνορα. Αιφνιδιαστικά το γερμανο-ιταλικό εκστρατευτικό σώμα κατόρθωσε να φτάσει στα τέλη Ιουνίου 1942 μέχρι το ΕΛ Αλαμέιν, την τελευταία βρετανική γραμμή άμυνας πριν το Κάιρο και τη διώρυγα του Σουέζ, 120 χιλιόμετρα από την Αλεξάνδρεια, 200 χιλιόμετρα από το βρετανικό αρχηγείο Middle-East στο Κάιρο. Όμως πριν το Ελ Αλαμέιν, το εξαντλημένο εκστρατευτικό σώμα παρέμεινε οριστικά μέσα στην καυτή έρημο, με ελλείψεις στον εφοδιασμό, που διαρκώς αυξανόταν, κυρίως σε καύσιμα και νερό.
Την τεράστια απήχηση του Ρόμελ στη Γερμανία σήμερα πολύ δύσκολα μπορεί να την φανταστεί κανείς. Ο προπαγανδιστικός θόρυβος στη Γερμανία και την Ιταλία, μετά τον μακρύ χειμώνα με τις αποτυχίες, ήταν μεγάλος. Ο ίδιος ο Χίτλερ βρισκόταν σε ευφορία. Τώρα θα πρεπε κατά τη γνώμη του να αποσπαστεί από τους Άγγλους όλη η Αίγυπτος. Αν καταδιωχτούν «μέχρι την ολοκληρωτική καταστροφή», τότε θα πίεζε τον Μουσολίνι, «μέχρι την τελευταία πνοή του κάθε στρατιώτη του», μετά θα επιτίθονταν ταυτόχρονα πέρα από τον Καύκασο και θα έφερναν «την κατάρρευση ολόκληρου του οικοδομήματος της Ανατολής, της βρετανικής αυτοκρατορίας».
Αυτό που δεν έφτανε στη δημοσιότητα ήταν τα σχέδια που είχαν γίνει εκείνες τις μέρες και βδομάδες για θριαμβευτική γερμανο-ιταλική είσοδο στο Κάιρο, για το πέρασμα της διοίκησης της διώρυγας του Σουέζ στους Γερμανούς και ιδιαίτερα για την κατοχή των κοιτασμάτων πετρελαίου στον κόλπο του Σουέζ. Η Γερμανική Τράπεζα (Deutsche Bank), ήταν μεταξύ των πρώτων που είχαν ιδιαίτερες αξιώσεις. Ο διευθυντής της Χέρμαν Γ. Αμπς (Hermann J. Abs) ξεκαθάρισε στο υπουργείο Εξωτερικών, σύμφωνα με ένα σημείωμά του στις 4 Ιουλίου, «ότι στην περίπτωση που ήταν επιθυμητή στην Αίγυπτο ή στην υπόλοιπη Εγγύς Ανατολή η λειτουργία γερμανικών τραπεζών, εμείς θα αναμένουμε με βάσει τη θέση μας, ότι θα επιδοκιμαστούμε και θα ρωτηθούμε πρωταρχικά. Στην Εγγύς Ανατολή πέρα από την αιτιολόγηση για το ότι δραστηριοποιούμαστε εδώ και δεκαετίες στην Τουρκία κτλ υπάρχει και το συμφέρον για τα πετρέλαια».
***
Μαϊκόπ
Στους μήνες πριν την επίθεση στην Ανατολή εξελίσσονται ραγδαία οι προετοιμασίες για τη μεγάλη λεία του πετρελαίου, που αναμενόταν στον Καύκασο. Παραγγέλθηκε μεγάλος αριθμός τρυπανιών στη βιομηχανία επειδή υπολογιζόταν, από εμπειρία, ότι στις πετρελαιοπηγές θα υπήρχαν καταστροφές μεγάλων διαστάσεων. Θα πρεπε να αφαιρεθούν από τους Γάλλους ολόκληρες εγκαταστάσεις διυλιστηρίων για να οικοδομηθούν οι κατεστραμμένες στη Ρωσία. Εκατοντάδες εξειδικευμένου προσωπικού, ιδιαίτερα ειδικοί στις γεωτρήσεις, έπρεπε να στρατολογηθούν στη Γερμανία. Ο Γκαίριγκ διέταξε το σχηματισμό ενός ολόκληρου στρατιωτικο-τεχνικού μηχανισμού κάτω από την ηγεσία του, την λεγόμενη Τεχνική Ταξιαρχία Πετρελαίου, η οποία αργότερα αριθμούσε 6.000 γερμανικό προσωπικό, αξιωματικούς, στρατιώτες και εξειδικευμένο πολιτικό προσωπικό, καθώς και 6.000 ακόμη εργάτες καταναγκαστικής εργασίας και αιχμαλώτους πολέμου.
Στις 10 Ιουλίου 1942, λίγες μέρες μετά το ξεκίνημα της θερινής επίθεσης, ο Γκαίριγκ διοργάνωσε μια διάσκεψη με τους υπεύθυνους πετρελαίου της ταξιαρχίας. Το εξειδικευμένο προσωπικό μετρίασε αισθητά τις ελπίδες του για γρήγορη άντληση πετρελαίου. Όλοι κολακεύτηκαν μεν για τις όμορφες προοπτικές που διαγράφονταν στο Μπακού και την Εγγύς Ανατολή, όμως αυτά ήταν απλά μια μικρή παρηγοριά για τις αβεβαιότητες που υπήρχαν στο άμεσο μέλλον. Οι ειδικοί εξήγησαν στον Γκαίριγκ ότι από τα μικρά αποθέματα που είναι στο μεταξύ προσβάσιμα στο Μαϊκόπ και το Γκρόζνυ, θα πρέπει να αναμένεται πετρέλαιο τουλάχιστον μετά από έξι μήνες εργασιών ανοικοδόμησης, μετά από έναν έως ενάμισι χρόνο η εξόρυξη θα φτάσει πιθανώς το ένα έως ενάμισι εκατομμύρια τόνους ετησίως, για μια πιθανή ποσότητα περίπου οκτώ εκατομμυρίων τόνων. Ο Γκαίριγκ εκπλησσόμενος δυσάρεστα υποσχέθηκε ότι θα κάνει ό,τι ήταν δυνατό για να εργαστεί η ταξιαρχία: σε ανθρώπους και υλικό, για την αναγκαστική αποσυναρμολόγηση των γαλλικών εγκαταστάσεων πετρελαίου, για την κατασκευή πετρελαιοφόρων πλοίων, ακόμη και αεροπλάνων.
Μέχρι τις αρχές Αυγούστου το Ροστόφ και η περιοχή του Κουμπάν έπεσαν στους Γερμανούς. Στις 9 και 10 Αυγούστου πέφτει το Μαϊκόπ. Η περιοχή όμως με τις πετρελαιοπηγές, όπως διαπίστωσε η Ανώτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ, δεν βρισκόταν εκεί, αλλά 50 έως 60 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά, στις κοιλάδες και στα οροπέδια του Καυκάσου, που έμοιαζαν με παρθένο δάσος («Δασώδης Καύκασος»). Κι εδώ έγινε καθαρό, ότι ανεξάρτητα από την αφιλόξενη φύση και τη δύσβατη περιοχή, οι πετρελαιοπηγές και οι εγκαταστάσεις άντλησης ήταν εντελώς κατεστραμμένες. Ακόμη πιο δύσκολα μέτρησε το γεγονός, ότι ούτε οι γερμανικές στρατιωτικές μονάδες ούτε οι μονάδες της Τεχνικής Ταξιαρχίας Πετρελαίου δεν μπορούσαν να προχωρήσουν εξαιτίας της αλύγιστης αντίστασης του Κόκκινου Στρατού και την διαρκή δράση των ανταρτών. «Το στρατιωτικό σώμα είναι σχεδόν τελειωμένο», ειδοποίησε ένας υπασπιστής του Χίτλερ, τον οποίο είχε στείλει στο αρχηγείο στην περιοχή του Μάϊκοπ μέσα Αυγούστου, «ο Καύκασος νότια του Κρασνοντάρ και του Μάϊκοπ είναι προσβάσιμος μόνο μέσα από τέσσερα μονοπάτια με μουλάρια μέσα από οροσειρές. Στον στόχο δεν μπορεί να φτάσεις κανείς σε καμιά περίπτωση… Μακριά από την κεντρική οδό και τους δρόμους δεν είναι δυνατό να λάβουν χώρα επιχειρήσεις εξαιτίας της πυκνής βλάστησης και της έλλειψης ορατότητας. Οι τεθωρακισμένες μεραρχίες είναι εντελώς ακινητοποιημένες. Σκληρή ρωσική αντίσταση στην οροσειρά, πολλές απώλειες». Τροφοδοσία και περίθαλψη, για να μην αναφέρουμε τα βαριά μηχανήματα, εξαιτίας της έλλειψης σε μουλάρια, έπρεπε να μεταφερθεί με άλογα ή με τα πόδια μετά από πολύωρες κουραστικές πορείες.
Η απόφαση να γίνει επίθεση στο Στάλινγκραντ, είχε ως αποτέλεσμα να αφαιρεθούν πολύτιμες δυνάμεις από το μέτωπο του Καυκάσου ήδη από τις αρχές Αυγούστου. Το μεγαλύτερο μέρος των τεθωρακισμένων μονάδων τις οποίες άφησε η Ομάδα Στρατού Α στον Καύκασο, τράβηξε στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου προς την Ανατολή, ώστε να κατακτήσει την ευκολότερα προσβάσιμη περιοχή πετρελαίων του Γκρόζνυ, να αποκτήσει την μετάβαση προς τον Καύκασο μέσω των δυό μεγάλων οδών για την διάβαση του στρατού και ταυτόχρονα να φτάσει κατά μήκος της Κασπίας Θάλασσας στο Μπακού. Όλα τα σχέδια απέτυχαν παταγωδώς ενόσω δρομολογούνταν η μεγάλη καταστροφή στο Στάλινγκραντ.
Στην περιοχή του Μάϊκοπ εργάζονταν αυτό το διάστημα χιλιάδες Γερμανοί και εργάτες καταναγκαστικής εργασίας κοντά στο μέτωπο, συχνά κάτω από τα πυρά, δεχόμενοι διαρκείς επιθέσεις από τους αντάρτες και από τον αέρα, τις περισσότερες φορές μέσα στη λάσπη και τη βροχή. Μετά πλέον από πολλές βδομάδες έγινε κατορθωτή η επισκευή μερικών γεωτρύπανων και το ξεκίνημα νέων γεωτρήσεων. Η κατάσταση των εγκαταστάσεων που βρέθηκαν υπερέβαινε και τις πιο άσχημες προσδοκίες. «Όλα είναι χαλασμένα. Είναι ανατριχιαστικό όταν τα βλέπει κανείς», οδυρόταν ο Μπέντς, όταν επισκέφτηκε την περιοχή. «Πρέπει να μεταφερθεί ακόμη και το παραμικρό». Ακόμη και ο συγγραφέας και αξιωματικός της Βέρμαχτ Έρνστ Γύνγκερ (Ernst Jünger), ο οποίος επισκέφτηκε την περιοχή τον Δεκέμβριο του 1942 ως υψηλά προστατευόμενος «embedded journalist», δεν μπορούσε να περιγράψει αισθητικά ολοκληρωμένα στο ημερολόγιό του την καταστροφική κατάσταση στην «κόλαση της λάσπης», το χάος στις πετρελαιοπηγές και την κτηνωδία της γερμανικής πολεμικής ηγεσίας.
Η ήττα στο Στάλινγκραντ και η σοβιετική επίθεση στην κατεύθυνση προς το Ροστόφ σήμαινε το τέλος όλης της εκστρατείας στον Καύκασο. Φυσικά ο Χίτλερ έδιωξε μακριά τη σκέψη να αποχωρήσει ο στρατός από την περιοχή του Καυκάσου και να παραιτηθεί από την ελπίδα για την κατοχή του πετρελαίου. Όταν όμως ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε τον Δεκέμβριο στο Ροστόφ από τον Βόλγα και τον Ντον, η οπισθοχώρηση έγινε ζήτημα ζωής και θανάτου, διαφορετικά όλη η Ομάδα Στρατού Α θα είχε παρόμοια τύχη όπως η 6η στρατιά στο Στάλινγκραντ. Η οπισθοχώρηση αποφασίστηκε επιτέλους στις 28 Δεκεμβρίου, διήρκεσε έναν μήνα, και επιτεύχθηκε στο τελευταίο λεπτό. Στα μέσα Ιανουαρίου, άρχισε η έξοδος από την πετρελαϊκή περιοχή του Μάϊκοπ. Ό,τι ήταν να καταστραφεί καταστράφηκε. Δεκάδες χιλιάδες τόνοι υλικού της Τεχνικής Ταξιαρχίας Πετρελαίου χάθηκαν.
Η τεράστια περιοχή που καθαρίστηκε, πάνω από 200.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, έπρεπε σύμφωνα με τις αντιλήψεις των Γερμανών να κατακτηθεί ξανά μέσα στην/στο άνοιξη / καλοκαίρι του 1943. Γι΄ αυτό ο Χίτλερ διέταξε να μείνουν 20 μεραρχίες σ΄ ένα προγεφύρωμα νότια του Κουμπάν, στη χερσόνησο Ταμάν, μεραρχίες οι οποίες για πολλούς μήνες εκεί ήταν εντελώς άχρηστες χάνοντας το χρόνο τους στην άμυνα.
***
Γκρόζνυ
Όταν τον Αύγουστο του 1942 φαινόταν ότι η κατάληψη του Μάϊκοπ θα ήταν σίγουρη, το μεγαλύτερο μέρος της Ομάδας Στρατού Α προχώρησε παραπέρα προς την Ανατολή. Η επίθεση θα γινόταν στην πόλη Γκρόζνυ, η οποία αποτελούσε την δεύτερη πετρελαϊκή περιοχή στον Βόρειο Καύκασο. Εκατό χιλιόμετρα πριν το Γκρόζνυ τα τεθωρακισμένα σταμάτησαν. Δεν ήταν δυνατό να φτάσουν ούτε στην πόλη Γκρόζνυ ούτε στην πόλη Ορτσονικίτζε προς τη μεγάλη οδό διέλευσης μέσω της οροσειράς. Το ειδικευμένο προσωπικό της Τεχνικής Ταξιαρχίας Πετρελαίου, συνολικά πάνω από 1500 άντρες, έμεινε στα τέλη Αυγούστου ακριβώς πίσω από το μέτωπο. Εδώ περίμεναν μέχρι και τον Οκτώβριο ανεπιτυχώς. Δεν αντίκρισαν παρά μόνο ένα μικρό κομμάτι πετρελαιοπηγών (Μάλγκομπεκ) και κατεστραμμένες εγκαταστάσεις όπως στο Μάϊκοπ, κάτω από συνεχή πυρά. Τις κύριες περιοχές πετρελαίου στις οποίες δεν έφτασαν ποτέ τις είδαν μόνο σε αεροφωτογραφίες.
***
Μπακού – Τιφλίδα – Ιράν – Ιράκ
Το Γκρόζνυ αποτελούσε για τους στρατιωτικούς τον Αύγουστο του 1942 μια γρήγορη και εύκολα υπερβάσιμη φάση στο δρόμο προς το Μπακού και την Εγγύς Ανατολή. Η 1ητεθωρακισμένη στρατιά είχε διαταχτεί «να περάσει μέσω του Γκρόζνυ και εξασφαλίζοντας την βόρεια πτέρυγα να κατευθυνθεί κατ΄ αρχή προς το κεντρικό λιμάνι εφοδιασμού Μαχακάλα που ήταν υπό τις σοβιετικές μονάδες Καυκάσου, και στη συνέχεια να φτάσει στο Μπακού» (9 Αυγούστου). Ταυτόχρονα έπρεπε να γίνει υπέρβαση των διόδων του Καυκάσου στη Γκρουσινική και την Οσσετική κεντρική οδό και στη συνέχεια να κατακτηθεί η Τιφλίδα. Τα σχέδια αυτά αχρηστεύθηκαν ολοκληρωτικά σε σύντομο χρονικό διάστημα, όταν δεν επιτεύχθηκε το σπάσιμο της σκληρής σοβιετικής αντίστασης πριν το Γκρόζνυ και στο Τέρεκ. Την περίοδο εκείνη υπήρχε σ΄ αυτό το σημαντικό τμήμα του μετώπου επιπλέον μια τέτοιου είδους έλλειψη καυσίμων, που ένα ολόκληρο σώμα τεθωρακισμένων έπρεπε να σταματήσει την πορεία του προς όφελος της 1ης στρατιάς τεθωρακισμένων.
Στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1942, στον Χίτλερ που βρισκόταν στο αρχηγείο του, τού έγινε λίγο πολύ καθαρό ότι το Μπακού, το Ιράν και το Ιράκ δεν ήταν δυνατό να καταληφτούν και ότι η πορεία έπρεπε να «μετατοπιστεί» στο 1943. Την περίοδο εκείνη σχεδόν κανένας δεν ήθελε να το παραδεχτεί απροκάλυπτα, τα προετοιμαζόμενα όμως σχέδια ξεκινούσαν για να εφαρμοστούν. Νέες μεραρχίες από τη Δυτική Ευρώπη έπρεπε για παράδειγμα να είναι «ικανές να μεταφερθούν». Τα καθήκοντά τους ήταν αρκετά καθαρά διατυπωμένα: «Υπάρχει η πρόθεση, περίπου από τον Μάιο του 1943 να γίνει εισβολή με ένα εκστρατευτικό σώμα από τη γραμμή Βατούμ-Μπακού μέσω του Ταμπρίζ (Ταυρίδας) στο Ιράν, να τεθούν υπό κατοχή οι άκρες των οροσειρών του Ιράν και αργότερα, περίπου από τον Σεπτέμβριο του 1943, να γίνει επίθεση προς τις κατευθύνσεις Μοσούλη-Βαγδάτη-Βασόρα και Τεχεράνη-Βασόρα (ενδεχομένως αντί την πρώτη κατεύθυνση να επιλεγεί αυτή της Συρίας-διόρυγας του Σουέζ)» (9 Σεπτεμβρίου).
Έτσι, η διοίκηση του στρατού, όπως και ο ανώτατος διοικητής, στα μέσα μιας αυξανόμενης κρίσης σε όλο το εκστρατευτικό σώμα, γαντζώθηκαν από το παλιό, εντελώς άκυρο πλέον, σχέδιο της μεγάλης «τανάλιας» που είχε διατυπωθεί το καλοκαίρι του 1941.
Από τις καταστροφικές ήττες στο Στάλινγκραντ και στον Καύκασο και την ταυτόχρονη εκδίωξη από την Αίγυπτο, η Βέρμαχτ δεν συνήλθε πλέον. Η φημισμένη «τανάλια» έσπασε, και έτσι χάθηκε ο πόλεμος για το πετρέλαιο. Τα 1200 χιλιόμετρα μήκους εμποδίων στον Καύκασο δεν μπόρεσαν να τα ξεπεράσουν οι Γερμανοί σε κανένα σημείο. Καμιά σημαντική πετρελαιοπηγή δεν κατακτήθηκε και δεν έγινε δυνατό να τεθεί ξανά σε λειτουργία κανένα εργοστάσιο παραγωγής στο Μάϊκοπ. Ούτε μια μοναδική δίοδος μέσω του Καυκάσου δεν κρατήθηκε, πολύ δε περισσότερο δεν έγινε υπέρβασή της. Κανένα λιμάνι στη Μαύρη Θάλασσα της ανατολικής ακτής δεν κατακτήθηκε. Η πόλη Νοβορωσίσκ κατακτήθηκε από τους Γερμανούς μεν, η ελεύθερη χρήση όμως του λιμανιού και η πρόσβαση προς την Μαύρη Θάλασσα-παραθαλάσσια οδός με τα ρωσικά πολεμικά λιμάνια μέχρι κάτω προς το Βατούμ παρέμειναν μπλοκαρισμένα. Στη λεγόμενη στέπα της Καλμίκιας (Καλμουχίας) ανάμεσα στο Γκρόζνυ και στο Αστραχάν έτρεξαν μεραρχίες από δύο ομάδες στρατού, όμως δεν μπόρεσαν να φτάσουν ποτέ στην ακτή της Κασπίας Θάλασσας και στην παραλιακή οδό προς το Μπακού. Το όνειρο για μια μεγάλη πετρελαϊκή δύναμη-Γερμανία πήρε οριστικά τέλος.
***
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Η Γαλικία παλιότερα ήταν μια περιοχή, της οποίας το δυτικό τμήμα, -σύμφωνα με τη χάραξη των συνόρων μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο-, ανήκει σήμερα στη Νοτιοανατολική Πολωνία, ενώ το ανατολικό της τμήμα ανήκει κατά ένα μικρό μέρος στη Νοτιοανατολική Πολωνία και το μεγαλύτερο στην Ουκρανία.
[2] Εδώ είναι αναγκαίο να γίνει μια διευκρίνιση. Στη γερμανική γλώσσα γίνεται διαχωρισμός μεταξύ Εγγύς Ανατολής (Τουρκία, Συρία, Λίβανος, Ισραήλ, Ιορδανία, Ιράκ, Ιράν, Αίγυπτος και όλα τα κράτη της αραβικής χερσονήσου), Μέσης Ανατολής (Αφγανιστάν, Πακιστάν, Μπαγκλαντές, Ινδία, συχνά επίσης και το Ιράν) και Άπω Ανατολής (Κίνα, όλα τα κράτη της Ινδοκίνας, Ιαπωνία και «Ρωσική Άπω Ανατολή»). Μερικές φορές όμως προκαλείται σύγχυση επειδή η περιοχή της Εγγύς Ανατολής στην αγγλική γλώσσα χαρακτηρίζεται ως Middle East (Μέση Ανατολή). Ο ορισμός επίσης των G8 για την Middle East περιλαμβάνει μάλιστα και όλη την Βόρεια Αφρική.
[3] Τρεις μήνες μετά την αναγόρευσή του σε καγκελάριο (2/2/1933), ο Χίτλερ δήλωσε ότι «μέσα σε τέσσερα χρόνια η ανεργία θα πρέπει να εκμηδενιστεί». Η έννοια «τετράχρονο πλάνο» συσχετίστηκε με αυτή τη δήλωση. Από τον Απρίλιο / Μάιο του 1936 ο Γκαίριγκ γραφειοκρατικοποίησε το τετράχρονο πλάνο δημιουργώντας την «Ανώτατη Υπηρεσία του Ράιχ». Στόχος της ήταν να δημιουργήσει αυτάρκεια και πολεμική ικανότητα της γερμανικής οικονομίας. Το πλάνο αυτό παρατάθηκε παραπέρα έως το 1940 για τέσσερα χρόνια ακόμη σύμφωνα με διαταγή του Χίτλερ με βάσει ένα υπόμνημά του, στο οποίο τονιζόταν ότι ο πόλεμος με την Σοβιετική Ένωση ήταν αναπόφευκτος. Το υπόμνημα βασιζόταν σε υλικά τα οποία συνέταξε το κοντσέρν IG Farben. Τα κεντρικά αιτήματα που έθετε ο Χίτλερ στο υπόμνημά του ήταν:
1. «Ο γερμανικός στρατός πρέπει μέσα σε τέσσερα χρόνια να είναι έτοιμος για δράση».
2. «Η γερμανική οικονομία πρέπει μέσα σε τέσσερα χρόνια να είναι ικανή για πόλεμο».
Γιατί όμως ο στρατός και η οικονομία θα έπρεπε να είναι ικανές για δράση και πόλεμο; Ο Χίτλερ στο τέλος του υπομνήματος το αιτιολογεί ως εξής: «Είμαστε πυκνοκατοικημένοι και δεν μπορούμε να διατραφούμε πάνω σε δική μας βάση […]. Η οριστική λύση βρίσκεται σε μια διεύρυνση του ζωτικού χώρου, δηλαδή της βάσης πρώτων υλών και της διατροφικής βάσης του λαού μας. Είναι καθήκον της πολιτικής ηγεσίας να λύσει μελλοντικά αυτό το ζήτημα».
[4] Το λεγόμενο Πράσινο Ντοσιέ συντάχτηκε σύμφωνα με οδηγία του Γκαίριγκ σε σχέση με τις προετοιμασίες για την στρατιωτική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση. Οι οδηγίες τέθηκαν σε εφαρμογή στις 16 Ιουνίου του 1941. Ο επίσημος τίτλος του γραπτού ήταν: «Οδηγίες για την καθοδήγηση της οικονομίας (Πράσινο Ντοσιέ), Μέρος Ι, Καθήκοντα και Οργάνωση της Οικονομίας». Αργότερα συντάχτηκε και το Μέρος ΙΙ.
Εκτός από το «Πράσινο Ντοσιέ» υπήρχαν επίσης ένα «Κόκκινο Ντοσιέ» της Υπηρεσίας Οικονομικού Εξοπλισμού της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης, ένα «Κίτρινο Ντοσιέ» του Οικονομικού Ηγετικού Επιτελείου (για την) Ανατολή που αφορούσε στα στελέχη της αγροτικής οικονομίας, ένα «Μπλε Ντοσιέ» που περιείχε υλικό του Οικονομικού Επιτελείου (για την) Ανατολή, καθώς και ένα «Γκρίζο Ντοσιέ» το οποίο αφορούσε τους Κομισάριους του Ράιχ και τις υπηρεσίες της πολιτικής διοίκησης και είχε συνταχτεί από το Υπουργείο του Ράιχ για τις κατεχόμενες περιοχές της Ανατολής.
[5] Η λεγόμενη «περιοχή των Σουδητών» (ή «χώρα των Σουδητών») είναι μια ονομασία που χρησιμοποιείται από το 1918 για μια εν μέρει ετερογενή και όχι συνεκτική περιοχή κατά μήκος των συνόρων της παλιάς Τσεχοσλοβακίας με τη Γερμανία και την Αυστρία, στην οποία ζούσε μια γερμανική μειονότητα (περίπου 3,2 εκατομμύρια κάτοικοι), με κοινή κουλτούρα και δική της ταυτότητα. Μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο η πλειοψηφία των κατοίκων αυτής της περιοχής μετανάστευσε στη Γερμανία και την Αυστρία.