της Χριστίνας Μαυροπούλου
Αποφράδα ημέρα για το Ντιτρόιτ η Πέμπτη 18 Ιουλίου. Ο Μάνατζερ Εκτάκτου Ανάγκης-EMF του Ντιτρόιτ, Κέβιν Ορ με τη σύμφωνη γνώμη του κυβερνήτη Ρικ Σνάιντερ, κατέθεσε αίτημα για την υπαγωγή του δήμου του Ντιτρόιτ στο άρθρο 9 του Πτωχευτικού Κώδικα των ΗΠΑ και για εξωδικαστική αναδιάρθρωση του χρέους της πόλης.
Η αντίστροφη μέτρηση για την πόλη- σύμβολο του «αμερικανικού ονείρου» έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια αλλά η μάχη παραμένει σκληρή και συνεχίζεται. Μία μέρα μετά την κατάθεση του αιτήματος υπαγωγής στο καθεστώς προστασίας από τους πιστωτές, που κατά κύριο λόγο είναι τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ταμεία των εργαζομένων της πόλης, μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων, η δικαστής Ρόζμαρι Ακουϊλίνα του
13ουπεριφερειακού δικαστηρίου έκρινε την αίτηση υπαγωγής ως παραβίαση του άρθρου ΙΧ, παράγραφος 24 του Συντάγματος της πολιτείας του Μίσιγκαν και διέταξε τον ρεπουμπλικάνο κυβερνήτη Σνάιντερ να αποσύρει αμέσως την αίτηση. Η νομική μάχη μαίνεται και πολλά αναμένεται να κριθούν στο ειδικό δικαστήριο πτωχεύσεων, που έθεσε ως ημερομηνία έναρξης της ακροαματικής διαδικασίας την 23η Οκτωβρίου του τρέχοντος έτους. Δεδομένου ότι κατά το σύνηθες σε αυτές τις περιπτώσεις η αίτηση υπαγωγής εγκρίνεται η πραγματική μάχη που διεξάγεται είναι αυτή που αποτελεί τον κρίσιμο παράγοντα για το Ντιτρόιτ. Η μάχη μεταξύ των εργαζομένων, των συνταξιούχων των ανέργων, της εργατικής τάξης εν τω συνόλω, που αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού και της πολιτικής και οικονομικής ελίτ της κεφαλαιοκρατικής τάξης.
Η πολυάριθμη εργατική τάξη είναι αυτή που ανέδειξε την πόλη, την έκανε καρδιά της αυτοκινητοβιομηχανίας, κινητήριο μοχλό της ανάδειξης των ΗΠΑ σε παγκόσμια βιομηχανική δύναμη και κατόπιν υπερδύναμη και «Παρίσι της μεσοδυτικής Αμερικής».
Στους δρόμους του Ντιτρόιτ κυκλοφόρησε το πρώτο αυτοκίνητο της Ford, στις 12 Αυγούστου του 1908. Το Model T με κόστος 900 δολάρια ήταν και το πρώτο λαϊκό αυτοκίνητο. Στο Ντιτρόιτ και στη αυτοκινητοβιομηχαμανία Ford εισήχθη στην παραγωγή ο φορντισμός και ο τεϊλορισμός (1). Μία δεκαετία αργότερα, το 1919, η έτερη μεγάλη General Motors εισήγαγε την «καταναλωτική πίστη» φτιάχνοντας τον χρηματοπιστωτικό της βραχίονα, την General Motors Acceptance Corporation (GMAC), όπως αναφέρει ο ιστορικός David Farber, στο βιβλίο του« Sloan Rules - Alfred P. Sloanand the Triumph of General Motors».
Οι εργάτες των εργοστασίων των Ντιτρόιτ και του Φλιντ –πόλη 106 χλμ βορειοδυτικά του Ντιτρόιτ- ήταν το μεγάλο μέτωπο του αγώνα των εργατών κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, που ξεκίνησαν το 1933 και κορυφώθηκαν το 1936-37, σπάζοντας οριστικά την αδιαλλαξία των εργοδοτών που επιχειρούσαν να μετακυλήσουν και τότε το βάρος της καπιταλιστικής κρίσης στους εργαζομένους. Σε αυτά τα χώματα γεννήθηκε το πάλαι πότε πανίσχυρο συνδικάτο, Ενωμένοι Εργάτες στην Αυτοκινητοβιομηχανία- UAW.
Στο Ντιτρόιτ γεννήθηκε και η δισκογραφική εταιρία Motown to 1959, που ο τίτλος της προέρχεται από το συγκερασμό των λέξεων Motor Town, εναλλακτική ονομασία του Ντιτρόιτ , που έβαλε στο μουσικό προσκήνιο μαύρους καλλιτέχνες, κυρίως της ποπ και σόουλ, και συνέβαλλε σε αυτό που στις Ηνωμένες Πολιτείες ονομάζουν «διαφυλετική συνεννόηση». Ακόμη και το πρώτο Mall στο Ντιτρόιτ άνοιξε…
Οι πρωτιές δεν σταματούν. Το Ντιτρόιτ έγινε και η πρώτη πόλη που εξέλεξε αφροαμερικανό δήμαρχο, τονΚόλεμαν Γιάνγκ, συνδικαλιστή και αγωνιστή, που το 1952, στο αποκορύφωμα των διώξεων της εποχής Μακάρθι, ως «σχετιζόμενος με το Κομμουνιστικό Κόμμα ή και μέλος του» σύρθηκε να καταθέσει στην επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών της Γερουσίας. Αν και ο επί 5 τετραετίες δήμαρχος της πόλης, Κόλεμαν Γιάνγκ -από την 1η Ιανουαρίου 1974 έως το 1994- που εκλέχτηκε εξαιτίας της συνεχιζόμενης συρρίκνωσης των εισοδημάτων και του επιπέδου ζωής, της έλλειψης αξιοπρεπών κοινωνικών προγραμμάτων και του πολέμου του Βιετνάμ πολύ σύντομα συμμάχησε με την εγχώρια ελίτ και κυρίως με τις διοικήσεις των τριών μεγάλων αδελφών, των αυτοκινητοβιομηχανιών Ford, GM και Chrysler, και στο τέλος έγινε διαπρύσιος υποστηρικτής των συμφερόντων τους.
Η αρχή ενός πολύχρονου και βασανιστικού «τέλους»
Ο Κόλεμαν Γιανγκ εκλέχτηκε σε μία κρίσιμη καμπή για το Ντιτρόιτ, καθώς ήδη είχε αρχίσει η αποβιομηχάνιση της πόλης της ευρύτερης βιομηχανικής ζώνης πέριξ αυτής, της πολιτείας του Μίσιγκαν και συνολικά των ΗΠΑ. Στο προσκήνιο έχουν επανέλθει δραματικά και οι ταραχές του καλοκαιριού του 1967, «που οδήγησαν σε έξοδο της μεσαία λευκή τάξη της πόλης». Εντούτοις, η αρχή του τέλους του Ντιτρόιτ, που τη δεκαετία του ’50 αριθμούσε πληθυσμό 1,85 εκατομμύρια κατοίκους, κατατάσσοντάς την στην 4η σε πληθυσμό πόλη των ΗΠΑ, άρχισε πολύ νωρίτερα. Για την ακρίβεια μερικά χρόνια μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Η βιομηχανική έκρηξη στις αρχές του 20ου αιώνα και η προσδοκία «καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας για ανειδίκευτους εργάτες» ήταν η πραγματική αιτία για την πληθυσμιακή έκρηξη, από μισό εκατομμύριο κατοίκους το 1910 σε 1,5 εκατομμύριο το 1930. Οι κερδισμένες μάχες των εργατών καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 αλλά και ο ΔΠΠ, όπου στο Ντιτρόιτ παραγόντουσαν τα πάντα, από αυτοκίνητα, μέχρι τανκς, πολεμικά αεροσκάφη και ότι άλλο χρειαζούμενο στρατιωτικό υλικό.
Η «βιομηχανική ατμομηχανή» σε συνδυασμό με το «οπλοστάσιο της δημοκρατίας» έγινε πόλος έλξης δεκάδων χιλιάδων κυρίως ευρωπαίων μεταναστών αλλά ακόμη περισσότερο, αφροαμερικανών από τις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ, όπου επικρατούσαν ακόμη συνθήκες δουλείας και η θέση τους ήταν ανάλογη ενός υποζυγίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τους 18 μήνες μετά την επίθεση των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ, κατά μέσο όρο εγκαθίστανται στην πόλη 640 νέοι κάτοικοι ημερησίως! Ένας στους 7 ήταν αφροαμερικανός, με αποτέλεσμα η μαύρη κοινότητα που αριθμούσε 120.000 ανθρώπους το 1930 (το 7,6% του συνολικού πληθυσμού) σε μία εικοσαετία να αριθμεί 300.000 (16,1% του πληθυσμού), οι οποίοι ήταν και οι πλέον εκμεταλλευόμενοι καθώς αμείβονταν με πολύ μικρότερα ημερομίσθια από τους υπολοίπους.
Η εισαγωγή νέων τεχνολογιών και η αυτοματοποίηση αύξησαν την παραγωγικότητα της εργασίας, μείωσαν την μοναδιαία αξία των καταναλωτικών αγαθών, και ως εκ τούτου αύξησαν το βαθμό εκμετάλλευσης. Επίσης τα πλεονάσματα που δόθηκαν για την κάλυψη των εξόδων για έρευνα και ανάπτυξη τεχνολογίας δημιούργησαν νέες βιομηχανίες, των οποίων τα προϊόντα ενσωμάτωναν ακόμα περισσότερα πλεονάσματα. Τμήματα των πλεονασμάτων χρηματοδοτούσαν αυξανόμενες εταιρικές γραφειοκρατίες -επενδύοντας στο «άυλο κεφαλαιουχικό στοιχείο» του διοικητικού προσωπικού- οι οποίες μπορούσαν και όντως εξήγαγαν αυξημένα πλεονάσματα από τους εργάτες τους.
Ωστόσο το τεχνολογικό άλμα οδήγησε στην επέκταση των βιομηχανικών μονάδων εκτός της πόλης –η αυτοματοποιημένη παραγωγή απαιτούσε τεράστιες οριζόντιες μονάδες σε αντίθεση με τις πολυώροφες υφιστάμενες στην πόλη του Ντιτρόιτ- αλλά και της πολιτείας, εξαιτίας της έλλειψης διαθέσιμης γης για βιομηχανική χρήση κατά μήκους του σιδηροδρομικού συστήματος που διέσχιζε την πολιτεία, οδήγησε στην μαζική απώλεια θέσεων εργασίας. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το σύμπλεγμα παραγωγής της Ford, το Rouge, που το 1945 απασχολούσε 85.000 εργαζόμενους και το 1960 μόλις 30.000.
Σε αντίθεση, στην επικράτεια των ΗΠΑ ο αριθμός απασχολούμενων στην αυτοκινητοβιομηχανία συνεχώς αυξανόταν. Για να αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση και γι’ αυτούς μετά τη κρίση της δεκαετίας ’70 όταν πλέον τα εργοστάσια άρχισαν να κλείνουν ένα-ένα και να μεταφέρονται στην Ασία και τη Νότιο Αμερική, καθώς αφενός το κόστος όχι μόνο το εργατικό ήταν πολύ μικρότερο και αφετέρου δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για νέες μαζικές και εντελώς παρθένες αγορές.
Εκτός των άλλων οι δύο μεγάλες, Ford και GM, έχοντας πολύ μεγαλύτερο κεφάλαια στα διάθεσή τους είχαν σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι της Chrysler και ειδικά των υπολοίπων μικρότερων αυτοκινητοβιομηχανιών. Οι άλλες αυτοκινητοβιομηχανίες εκτός των «τριών αδελφών» το 1948 έλεγχαν το 18% της συνολικής παραγωγής ενώ το 1955 μόλις το 4%.
Το μεγαλύτερο θύμα ήταν η Packard Motor Car Company, που είχε προβλήματα έτσι κι αλλιώς να επανέλθει σε κανονική παραγωγή μετά την επίταξη του εργοστασίου της για τις «πολεμικές ανάγκες», πολύ περισσότερο δε να εκσυγχρονιστεί και να αυτοματοποιήσει την παραγωγή. Ένα ακόμη χτύπημα για τις μικρότερες βιομηχανίες ήταν ότι τα «μεγάλα θηρία» είχαν εγκαταστάσεις σε όλες τις ΗΠΑ για την κάλυψη των πρώτων υλών ενώ οι μικρότερες στηρίζονταν σε προμηθευτές. Ο ανταγωνισμός των «θηρίων» εξανάγκασε πολλούς προμηθευτές των δευτερευόντων βιομηχανιών να πουλήσουν τα εργοστάσιά τους και να τα κλείσουν ή να τα μεταφέρουν μακριά ή και σε άλλες πολιτείες όπου είχαν μεταφερθεί και οι μονάδες παραγωγής των μεγάλων αυτοκινητοβιομηχανιών. Οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές, όπως ήταν επόμενο, ακολούθησαν για να φτιαχτεί μία τέταρτη εταιρία μετά από πολλά, η American Motors Company η οποία τελικά εξαγοράστηκε από την Chrysler το 1987.
Η κρίσιμη καμπή της δεκαετίας ‘70
Οι ταραχές του 1967 ήταν αποτέλεσμα της συγκεκριμένης στροφής και πολιτικής μίας ολόκληρης εικοσαετίας, όπου ο μαύρος υποπληρωμένος και ανειδίκευτος πληθυσμός της πόλης, σταδιακά άρχισε να βράζει. Το κλείσιμο των εργοστασίων στο Ντιτρόιτ, οι «ειδικευμένοι και με πείρα εργάτες» - όλοι τους λευκοί καθώς το χρώμα συνιστά ορατή και αυτόματη ταξική διάκριση- είχαν δικαίωμα και δυνατότητα επανεγκατάστασης σε νέα εργοστάσια, στα περίχωρα, σε άλλες πόλεις ακόμη και σε άλλες πολιτείες. Αντίθετα, οι «ανειδίκευτοι μαύροι» απλώς πετάγονταν στο δρόμο. Αυτή ήταν και η πραγματική έξοδος της «λευκής μεσαίας τάξης». Όλα αυτά σε συνδυασμό με ότι τα έργα υποδομής και δημοσίων παροχών κατευθύνονταν αποκλειστικά προς τα «νέα οικονομικά και βιομηχανικά κέντρα» και τα προάστια ενώ η πόλη στερείτο ακόμη και βασικών παροχών, όπως επαρκή συγκοινωνιακά μέσα.
Μερικά χρόνια μετά τις ταραχές του ’67 η κρίση (και η ενεργειακή) της δεκαετίας του ’70 θα είναι τομή για τις ΗΠΑ και θα γίνει ο επιθανάτιος ρόγχος του Ντιτρόιτ, που έπασχε και από την ασθένεια της «μονοκαλλιέργειας» της αυτοκινητοβιομηχανίας και είχε «το πιο εχθρικό και προβληματικό εργατικό δυναμικό των ΗΠΑ». Σαφής αναφορά στις μεγάλες απεργίες με τελευταία στην Chrysler το 1970, όπου μετά από 67 ημέρες οι εργαζόμενοι είχαν κερδίσει αύξηση των αποδοχών τους κατά 30% σε μια τριετία και επ’αόριστο τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών τους.
Η κρίση της δεκαετίας του ’70, για αμερικανούς μαρξιστές οικονομολόγους, ήταν το τέλος του «επιτυχημένου μοντέλου» του αμερικανικού καπιταλισμού, όπου από τις αρχές του 1890 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας ’70 καθοριζόταν από τρεις σαφείς τάσεις: αύξηση των μέσων πραγματικών αποδοχών των εργαζομένων στη βιομηχανία κατά 1,8% και αύξησης της μέσης παραγωγικότητας κατά 2,3% το χρόνο που ήταν μέχρι τότε συγκριτικά η ταχύτερη καταγεγραμμένη άνοδος πλεονασμάτων και διανομή των πλεονασμάτων τέτοια που επενεργούσε για την ενίσχυση και επέκταση του καπιταλιστικού συστήματος . (Historical Statistics of the United States -HSUS).
Η αύξηση των πραγματικών αποδοχών επέτρεπε την κάλυψη των αυξανόμενων, τεχνικά, επιπέδων κατανάλωσης, που ήταν το βασικό στοιχείο, ποσοτικά και ποιοτικά, για τη μέτρηση της προσωπικής επιτυχίας του καθενός στη ζωή. Η κατανάλωση ήταν συνυφασμένη με το είναι και η μόρφωση ως επένδυση για υψηλότερα επίπεδα, όχι διαβίωσης αλλά κατανάλωσης. Η κατανάλωση δεν ήταν μόνο σκοπός ζωής αλλά και η ανταμοιβή για την μισθωτή εργασία. Ωστόσο παρά την «επιτυχία» του φυσικά βασίζονταν στην συνεχώς εντεινόμενη εκμετάλλευση (ο λόγος της υπεραξίας προς την αξία της εργατικής δύναμης).
Η μάλλον ψευδεπίγραφη δημοκρατία, κατά κύριο λόγο αποτυπωμένη στη δαιδαλώδη νομολογία δίχως πραγματικό αντίκρισμα και ερμηνευόμενη κατά το δοκούν, αποτέλεσε το βασικό ιδεολόγημα για την συγκάλυψη της εκμετάλλευσης, του διευρυνόμενου χάσματος μεταξύ της τεράστιας μάζας των εκμεταλλευόμενων εργαζομένων και παραγωγών του πλεονάσματος και της καπιταλιστικής ολιγαρχίας και του πολιτικού και γραφειοκρατικού προσωπικού της που καρπώνονταν το πλεόνασμα. Το κοινωνικό κόστος αυτού του χάσματος αυξανόταν με γεωμετρική πρόοδο: διαφθορά, έγκλημα, παρακμή των πόλεων, διάλυση του κοινωνικού ιστού και της οικογένειας, προσωπική και πολιτική αποξένωση, πόλεμοι, φτώχεια που ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχε συνδεθεί με το ίδιο το εκμεταλλευτικό καπιταλιστικό σύστημα κλπ.
Στα τέλη της δεκαετίας ’70 ο βαθμός εκμετάλλευσης εντάθηκε λόγω των τεχνολογικών καινοτομιών που είχαν εισαχθεί μετά το ΔΠΠ στη βιομηχανική παραγωγή ωστόσο οι κεφαλαιοκράτες των ΗΠΑ αντιμετώπιζαν ένα διττό καινούργιο σχετικά πρόβλημα. Καταρχήν τον ανταγωνισμό από τις άλλες χώρες της Δύσης, ειδικά από τη Γερμανία και την Ιαπωνία, που είχαν ολοκληρώσει την ανοικοδόμηση των οικονομικών και βιομηχανικών τους βάσεων και πλέον άρχισαν να καλπάζουν απειλώντας να υπερκεράσουν τις ΗΠΑ. Κατά αυτό τον τρόπο, οι πολυεθνικές και άλλες επιχειρήσεις των ΗΠΑ από την αυτοκινητοβιομηχανία έως τα ηλεκτρονικά άρχισαν να βλέπουν την επιβράδυνση της αύξησης των πλεονασμάτων τους και την ταυτόχρονη αύξηση των απαιτήσεων χρηματοδότησης των επιχειρήσεών τους.
Το δεύτερο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν ήταν οι αυξημένες κυβερνητικές χρηματοδοτικές απαιτήσεις της όλο και πιο δαπανηρής μεταπολεμικής πολιτικής και στρατιωτικής κυριαρχίας των ΗΠΑ. Η μεγάλη αιμορραγία, κατά τους κεφαλαιοκράτες ήταν, τα κυβερνητικά κοινωνικά προγράμματα που εισήχθησαν στα πλαίσια του New Deal για την αντιμετώπιση της κρίσης του ΄30 αλλά και η δράση των εργατικών σωματείων.
Η δεκαετία του ’70 που θεωρείται «μεταβατική» δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την σαρωτική επιβολή των αναδιαρθρώσεων που ανέλαβε να προωθήσει ο τότε πρόεδρος Ρόναλντ Ρήγκαν. Επίθεση στις συνδικαλιστικές οργανώσεις με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της Ένωση Ελεγκτών Εναέριας Κυκλοφορίας PATCO που ήταν η πρώτη συνδικαλιστική ένωση που προκαλούσε απευθείας την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Η εργασιακή διαμάχη της PATCO με την κυβέρνηση κρατούσε μία δεκαετία και με την απεργία που κήρυξαν τον Αύγουστο του 1981ο Ρήγκαν έκανε το αδιανόητο μέχρι τότε: προετοίμασε όλο τον κρατικό μηχανισμό για την αντιμετώπισή τους, τους κάλεσε να λύσουν την απεργία επιστρέψουν στην εργασία τους και όταν δεν επέστρεψαν τους απέλυσε όλους. Επίσης μείωσε την φορολογία των επιχειρήσεων εξασφαλίζοντας όμως την παροχή κρατικών υπηρεσιών προς αυτές, και στήριξη των επιχειρήσεων μέσω κονδυλίων για δαπάνες για την έρευνα και την ανάπτυξης τεχνολογίας και κυρίως για την μεταφοράς τους εκτός των ΗΠΑ, όπου οι αποδοχές των εργαζομένων ήταν πενιχρές. Ο συνδυασμός των σταθερών πραγματικών μισθών, των μειωμένων φόρων προς τις εταιρίες, η εισαγωγή των τεχνολογιών που σήμανε την απώλεια θέσεων εργασίας και τη συμπίεση των μισθών προς τα κάτω και των απορυθμισμένων αγορών και η δυναμική επέκταση του χρηματοπιστωτικού τομέα που κάλυψε ψευδώς την απώλεια εισοδήματος και δημιούργησε το χρέος στα νοικοκυριά, έλυσε πολλά από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το κεφάλαιο. Μέχρι την κρίση του 2007-08 που παραλίγο να καταρρεύσει…
Η χαριστική βολή
Στο Ντιτρόιτ οι συνέπειες αυτής της πολιτικής ήταν δραματικές. Καταρχήν η Chrysler, όπου μετά την επιτυχημένη απεργία των εργαζομένων το 1970, τη διετία 1974-75 προχώρησε στο κλείσιμο μονάδων και την απόλυση 40.000 εργαζομένων. Η επίσημη ανεργία στο Ντιτρόιτ εκτοξεύτηκε στο 14,6% ενώ η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έσπευσε το 1979-80 να στηρίξει «με δάνειο» τη βιομηχανία…
Η Chrysler έκλεισε το βασικό της εργοστάσιο Dodge Main το 1980, το οποίο και κατεδαφίστηκε την επόμενη χρονιά. Κατόπιν η αναδιάρθρωση της αυτοκινητοβιομηχανίας από το 1989 μέχρι σήμερα. οδήγησε στη μείωση θέσεων εργασίας κατά 70% συνολικά στην πολιτεία του Μίσιγκαν. Από το 1960 μέχρι το 2010 από τα 35 εργοστάσια μόλις 14 παρέμεναν και απασχολούσαν μόλις 22.000 εργάτες από 110.000! Η πλειοψηφία αυτών απασχολείται με μεροκάματα σχεδόν μισά του καθιερωμένου: 12 έως 14 δολάρια την ώρα έναντι 28. Αναλόγως στον τομέα των κατασκευών, το 1950 στην πόλη υπήρχαν περίπου 296.000 θέσεις εργασίας και σήμερα υπάρχουν λιγότερες από 27.000.
Στη κρίση του 2007-08-09 η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ έσπευσε να στηρίξει την αυτοκινητοβιομηχανία με πακτωλό δολαρίων, που φυσικά είχε ως αποτέλεσμα την επιστροφή στην κερδοφορία των μεγαθηρίων μέσω της αναδιάρθρωσης τους, που συνάμα σήμανε τη ακόμη μεγαλύτερη συμπίεση των αποδοχών τους, την οικειοθελή παραχώρηση δικαιωμάτων εκ μέρους τους για τη διάσωση θέσεων εργασίας… φυσικά δεν απέτρεψε το κλείσιμο ακόμη μερικών βιομηχανικών μονάδων στις βόρειες μεσοδυτικές πολιτείες και στον Καναδά.
Ο πληθυσμός από το 1,85 εκατομμύρια τη δεκαετία του ’50 σήμερα σύμφωνα με το Census Bureau είναι 719.777 κάτοικοι. Ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 28% από το 2000 έως το 2010. Σύμφωνα με το περιοδικό Forbes σήμερα εκτιμάται ότι ο πληθυσμός είναι 680.000 κάτοικοι ενώ πλέον το Ντιτρόιτ είναι η 18η πόλη των ΗΠΑ, όσον αφορά τον πληθυσμό .
Τα εγκαταλελειμμένα σπίτια ανέρχονται σε 78.000 ενώ το ένα τρίτο της έκτασης του Ντιτρόιτ είναι είτε ακατοίκητο, είτε εγκαταλελειμμένο. Τα μισά δημόσια σχολεία έχουν κλείσει. Το 60% των παιδιών ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, πάνω από το 50% των εφήβων έχει ήδη εγκαταλείψει το σχολείο και εργάζεται ενώ το 47% των κατοίκων είναι αναλφάβητοι Υπάρχουν 70 επικίνδυνες «χωματερές» σε όλη την πόλη.
Οι κάτοικοι του Ντιτρόιτ πληρώνουν τους υψηλότερους φόρους στην πολιτεία ωστόσο έχουν τις λιγότερες και πλέον ανεπαρκείς υπηρεσίες. Για παράδειγμα, Τα 2/3 των ασθενοφόρων είναι ακινητοποιημένα και από τα 36, σε υπηρεσία είναι 10 έως 14 τα οποία είναι τόσο παλιά που κάποια έχουν καταγράψει στο κοντέρ τους 250.000 χλμ. Το 40 % του φωτισμού στους δρόμους δεν λειτουργεί. Τα 2/3 των πάρκων της πόλης έχουν κλείσει από το 2008.
Η αστυνομία προειδοποιεί όσους πάνε στο Ντιτρόιτ ότι «εισέρχεστε με δική σας ευθύνη». Το προσωπικό της αστυνομίας έχει μειωθεί κατά 40% και τα αστυνομικά τμήματα είναι κλειστά για το κοινό 16 ώρες την ημέρα. Ο δείκτης εγκληματικότητας στην πόλη είναι πέντε φορές πάνω από τον εθνικό μέσο όρο και αντίστοιχος των δολοφονιών, 11 φορές πάνω από τον εθνικό μέσο όρο.
Στην πραγματικότητα η «έρημη» πόλη του Ντιτρόιτ, σήμερα, είναι «τρεις πόλεις σε μία», τρεις τελείως διαφορετικές κοινότητες, σαφώς καθορισμένες υπό γεωγραφικούς, κοινωνικούw και ταξικούς όρους,
Οι δύο κοινότητες βρίσκονταν εντός των τειχών, των αστικών ορίων της πόλης του Ντιτρόιτ, κοινότητες απολύτως περιχαρακωμένες, με ορατά σχεδόν σύνορα, σε τέτοιο βαθμό που ο γκουρού της αστικής πολιτικής (urban policy), Μπρους Κατζ του Brookings Institute, το αποκαλεί ως «η ιστορία των δύο πόλεων» (2). Ο βρετανικός Economist, υιοθετώντας τον χαρακτηρισμό, προχωρά ένα βήμα παραπάνω κάνοντας λόγο για δύο πόλεις, η μία της κακής διακυβέρνησης, της δημοσιονομικής κακοδιαχείρισης και της ορατής κατάρρευσης και η άλλη του σχολικού συστήματος που έχει καταρρεύσει σε μία πόλη που οικοδομήθηκε για 2 εκατομμύρια ανθρώπους και σε αυτήν ζουν μόλις 7000.000.
Η πρώτη κοινότητα βρίσκεται εντός των 7,2 τετραγωνικών μιλίων (18,6479 τετρ. χλμ) που είναι το κέντρο, η καρδιά της πόλης. Το κέντρο, που αποτελεί νέο στόχο επιχειρησιακών και «φιλανθρωπικών» επενδύσεων…
Η δεύτερη κοινότητα βρίσκεται εντός των 131,8 τετραγ. μιλίων (339.288 τετρ. χλμ) της αστικής, χέρσας και κατεστραμμένης οικονομικά περιοχής και περιφέρεια των βιώσιμών γειτονιών. Είναι οι περιοχές του Ντιτρόιτ που έχουν βυθιστεί στη φτώχεια, την εξαθλίωση, τη βία, τον πόνο, την ερημιά και τη δυστυχία.
Είναι οι περιοχές των έγχρωμων και της εργατικής τάξης, η «προβληματική περιοχή», κατά το κυρίαρχο παράδειγμα της επικρατούσας ιδεολογίας.
Αν και τα πραγματικά προβλήματα απορρέουν από τις πολιτικές που εφαρμόζονται επί δεκαετίες στα δύο άλλα Ντιτρόιτ, καθώς εκτός του πρώτου, δηλαδή του κέντρου που αποτελεί το νέο επενδυτικό Ελ Ντοράντο για το κεφάλαιο υπάρχει και το τρίτο . Είναι ολόκληρη η περιοχή των προαστίων, συμπεριλαμβανομένων φυσικά και των πολύ πλούσιων και πολύ λευκών προαστίων. Προάστια όπως το Grosse Pointes, Bloomfield Hills, Birmingham κλπ. που αποτελούν την πλέον δυσλειτουργική, ταξικά και φυλετικά πολωμένη κοινωνικοοικονομική περιοχή στα νοτιοανατολικά της πολιτείας του Μίσιγκαν και συνιστούν αναπόσπαστο τμήμα της ελίτ που θα επιβάλλει το σχέδιο «αναδιάρθρωσης» της πόλης. Ένα σχέδιο που έχει αναλάβει να φέρει σε πέρας ο Μάνατζερ Εκτάκτου Ανάγκης-EMF του Ντιτρόιτ, Κέβιν Ορ.
Πρόκειται για ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης που υποτίθεται θα τεθεί σε εφαρμογή στην περίπτωση που τελικά το δικαστήριο πτωχεύσεων –μία νομική μάχη που αναμένεται να κρατήσει μήνες εάν όχι χρόνια- θα αποφασίσει υπέρ της υπαγωγής του Ντιτρόιτ. Τότε θα σημάνει ότι το Ντιτρόιτ θα είναι η μεγαλύτερη αμερικανική πόλη που θα έχει κηρύξει πτώχευση από τον Ιανουάριο του 2010. Οι άλλες είναι το Σαν Μπερναντίνο, πολιτεία της Καλιφόρνια, Μαμούθ Λέικς, πολιτεία της Καλιφόρνια, Στόκτον πολιτεία της Καλιφόρνια, Κομητεία Τζέφερσον, πολιτεία της Αλάσκα, Χάρισμπουργκ, πολιτεία της Πενσυλβάνια, Σέντραλ Φωλς, πολιτεία του Ρόντ Αϊλαντ, και Κομητεία Μπολς, πολιτεία του Αϊνταχο.
Εντούτοις αποτελεί ειδικό κεφάλαιο έρευνας και στο μέλλον, ο τρόπος με τον οποίο ο κυβερνήτης Ρικ Σνάιντερ οδήγησε τελικά στην δια της επιβολής υπαγωγή του Ντιτρόιτ στο άρθρο 9 περί χρεωκοπίας. Πρόκειται για μία εκτροπή που μεθοδεύεται εδώ και πάρα πολύ καιρό.
Καταρχήν πρόκειται για ένα κυβερνήτη που έχει προωθήσει και αυτός σειρά αντεργατικών νόμων όπως το «δικαίωμα στην εργασία»(!) που επιτρέπει μεταξύ άλλων την απαγόρευση των απεργιών και τη δίωξη της συνδικαλιστικής δράσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κάτοικοι του Ντιτρόιτ απέρριψαν με ποσοστό 83% την τροπολογία για το μέλλον των συμβάσεων εργασίας που έκριναν ότι δεν θα έπρεπε να θιγούν.
Το Νοέμβριο του 2012 προωθεί πολιτειακό νόμο που προβλέπει ότι ο κυβερνήτης, δηλαδή ο ίδιος, θα έχει τη δυνατότητα να παύσει και να αντικαταστήσει τον εκλεγμένο δήμαρχο μιας πόλης και να διορίσει στη θέση του μάνατζερ εκτάκτου ανάγκης, στην περίπτωση που διαπίστωνε προβλήματα στην χρηματοοικονομική κατάσταση ενός δήμου. Οι κάτοικοι του Ντιτρόιτ την απορρίπτουν σε δημοψήφισμα με το συντριπτικό ποσοστό του 82%.
Ο Σνάιντερ επανέρχεται και με σειρά τροποποιήσεων, δευτερεύουσας σημασίας για να κρατήσει τα προσχήματα, επαναφέρει το νόμο που του δίνει τη δυνατότητα να αναλάβει όλες τις εξουσίες, «δίχως διαβούλευση». Βάσει αυτού του νόμου τον περασμένο Μάρτιο διορίζει τον Ορ και διάφορους άλλους μη εκλεγμένους τοπικούς αξιωματούχους (είναι χαρακτηριστικό ότι ο πληθυσμός ότι ολόκληρες γειτονιές και δήμοι, όχι τυχαία οι πιο εξαθλιωμένες και κατεστραμμένες και με πληθυσμό πάνω από 80% αφροαμερικανούς, αυτή τη στιγμή διοικούνται από μη εκλεγμένους αξιωματούχους). Υπό το σκεπτικό δε, ότι ο δήμος δεν έχει προχωρήσει στις αναγκαίες ενέργειες, αλλαγές γι τη δημοσιονομική του εξυγίανση κατακρατεί κονδύλια ύψους 220 εκατομμυρίων δολαρίων από ομοσπονδιακά κονδύλια (revenue sharing πρόκειται για τις αποδόσεις των ομοσπονδιακών φόρων και διάφορων άλλων εσόδων προς τις πολιτείες, τις πόλεις, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκηση κ.ά),
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, δηλαδή η κυβέρνηση Ομπάμα, μέχρι στιγμής δηλώνει «ότι παρακολουθεί» αλλά δεν έχει πράξει τίποτα. Τίποτα ούτε καν λεκτική παρέμβαση –μία άμεση παρέμβαση θα ήταν επίσης άλλου είδους εκτροπή- ούτε σκέψη για έκτακτη χρηματοδότηση μετά τις αντισυνταγματικές και εντελώς παράνομες ενέργειες του κυβερνήτη.. Το ειρωνικό είναι ότι το Ντιτρόιτ είναι οχυρό των Δημοκρατικών και δεν αφορά μόνο το εκλεγμένο δήμαρχο Ντέιβιντ Μπινγκ αλλά και το 98% των 300.000 ψηφοφόρων της πόλης που ψήφισαν μονοκούκι τον πρόεδρο Ομπάμα στην εκλογική αναμέτρηση με τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών, Μιτ Ρόμνεϊ, το 2012.
Όλα στο σφυρί
Ο Ορ το μόνο που κάνει από το Μάρτιο είναι να ετοιμάζει το σχέδιο χρεωκοπίας και αναδιάρθρωσης του χρεωκοπημένου Ντιτρόιτ. Έκτασης 131 σελίδων.
Βασικός στόχος αυτού του σχεδίου τα συνταξιοδοτικά ταμεία και τα ταμεία ασφάλισης των εργαζομένων που είναι ένα πολύ σημαντικό τμήμα των 100.000 πιστωτών του Ντιτρόιτ.
Το σχέδιο Ορ εμπεριέχει την πρόταση προς τις τράπεζες UBS και Bank of America να δεχτούν κούρεμα στα δάνεια τους ύψους 25% ή 75 σεντς για κάθε δολάριο που τους χρωστάει ο δήμος. Ανάλογη «τύχη», με τη θετική έννοια προφανώς, αναμένεται να έχουν και άλλα «ιδρύματα», όπως η JPMorgan Chase & Co., η Royal Bank of Canada, Bank of America διάφορα hedge funds αλλά και ευρωπαϊκά «ιδρύματα», όπως η κρατική μετά την κρίση Hypo Real Estate Holding AG της Γερμανίας, ο γαλλο-βελγικός χρηματοπιστωτικός όμιλος Dexia S.Α, η γερμανική Commerzbank κ.ά που υποτίθεται «προετοιμάζονται για πιθανές απώλειες» λόγω της χρεωκοπίας.
Άλλη τύχη επιφυλάσσει στα συνταξιοδοτικά και ασφαλιστικά ταμεία, που εκπροσωπούν μεταξύ άλλων και 35.000 συνταξιούχους. Προτείνει κούρεμα 90% ή 10 σεντς ανά δολάριο οφειλής. Κατά τον εκπρόσωπο της συνομοσπονδίας 33 ενώσεων εργαζομένων, Εντ ΜακΝιλ, που είναι και αυτός που διαπραγματεύεται εκ μέρους των εργαζομένων στις υπηρεσίες της πόλης, η αίτηση πτώχευσης είναι μια προσπάθεια για να διαλυθούν τα συνδικάτα κα να υφαρπάξουν δικαιώματα εργαζομένων που αποκτήθηκαν μετά από αγώνες δεκαετιών. Ωστόσο ο ΜακΝιλ, έδωσε το πράσινο φως για την εκποίηση άλλων περιουσιακών στοιχείων της πόλης, όπως του Ινστιτούτου Τεχνών.
Το παράδειγμα του Ντιτρόιτ, όσον αφορά την υφαρπαγή των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, ήδη το ορέγονται και άλλοι κυβερνήτες και δήμαρχοι. Στην κλυδωνιζόμενη οικονομικά Καλιφόρνια ο δήμαρχος του Λος Άντζελας, Ερικ Γκαρσέτι, ανακοίνωσε σχέδια για τις περικοπές των συντάξεων ενώ δημοσίευμα της εφημερίδας New YorkTimes αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «καθώς το Ντιτρόιτ βρίσκεται ήδη εντός του ομοσπονδιακού νομικού συστήματος, άλλες πόλεις, περιλαμβανομένου και του Σικάγο, αγωνίζονται να ανταπεξέλθουν στις συνταξιοδοτικές εισφορές, οι οποίες απειλούν το μέλλον τους αλλά και τη δυνατότητα της πόλης να παρέχει βασικές υπηρεσίες».
Από το χορό των βρικολάκων δεν θα μπορούσε να λείψει και ο πολυεκατομμυριούχος δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Μάικλ Μπλούμπεργκ που προειδοποιώντας ότι η πόλη διατρέχει ανάλογους κινδύνους με το Ντιτρόιτ(!) και καλώντας… τον επόμενο δήμαρχο που θα εκλεγεί να αντιμετωπίσει να αντιμετωπίσει άμεσα τις αυξανόμενες επιβαρύνσεις των συντάξεων και της υγειονομικής περίθαλψης, για να προστατεύσει την πόλη από την πτώχευση βρήκε την ευκαιρία να επιτεθεί: «Ένας από τους κύριους λόγους που το Ντιτρόιτ δεν μπόρεσε να σταματήσει το σπιράλ θανάτου ήταν το εργατικό κόστος, ειδικά το κόστος σύνταξης και Υγείας»… «Δεν βρισκόμαστε σε μεγάλη απόσταση από το εισέλθουμε ξανά σε επιδείνωση των οικονομικών της πόλης, εάν επιτρέψουμε στα ταμεία Υγείας και Συντάξεων να πνίξουν τις επενδύσεις που κάνουν τη Νέα Υόρκη, μία πόλη που θέλει να ζει ο κόσμος, να δουλεύει, να σπουδάζει και να επισκέπτεται».
Εκτός των ορυμαγδό των απειλητικών δηλώσεων πολιτειακών και δημοτικών αξιωματούχων στην επικοινωνιακή καταιγίδα χειραγώγησης σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν και οι διάφορες επιστημονικές έρευνες, που φυσικά δεν έχουν τέτοιο σκοπό αλλά χρησιμοποιούνται ώστε να επιτευχθεί ο στόχος. Μεταξύ των ερευνών και αυτή που εκπόνησε ο όμιλος ερευνών Pew Charitable Trusts, η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι υποχρεώσεις για καταβολή συντάξεων και κάλυψη υπηρεσιών υγείας των 61 μεγαλύτερων πόλεων στις ΗΠΑ θα υπερβούν, φέτος, τα έσοδά τους συνολικά κατά 217 δισ. δολάρια. Ενδεικτικό όσον αφορά την επίθεση που επιχειρείται και όχι φυσικά εάν υπάρχουν ή όχι οι δυνατότητες πληρωμών.
Επίσης, χωρίς καν να έχει εγκριθεί η αίτηση πτώχευσης ο Ορ δεν ανανέωσε τα συμβόλαια, που έληξαν μέσα στον Ιούλιο για την παροχή υπηρεσιών στην πόλη με τρία συνδικάτα, το συνδικάτο των εργαζομένων στο δήμο (American Federation of State, County and Municipal Employees –AFSCME- Local 1023), των πυροσβεστών ( Detroit Fire Fighters Association-DFFA) και των αστυνομικών αξιωματούχων- Detroit Police Lieutenants and Sergeants Association (LSA). Ειδικά όσον αφορά την πυροσβεστική η κατάσταση είναι ήδη πολύ κρίσιμη καθώς ο αριθμός μειώνεται ενώ ήδη από τη δύναμη των 1.300 πυροσβεστών είχαν απομείνει 917 με μεγάλο μέρος των εργαζομένων να βρίσκεται στο κατώφλι της συνταξιοδότησης.
Παράλληλα, πριν καν την αίτηση υπαγωγής στο άρθρο 9 ο Ορ είχε ανακοινώσει από το τέλος Ιουνίου, το κλείσιμο της ηλεκτρικής εταιρίας της πόλης Public Lighting Department-PLD και τη μεταφορά των λειτουργιών της και πελατών της στην ιδιωτική εταιρία DTE Energy. Η PLD παρείχε ηλεκτροδότηση εκτός ιδιωτών και σε όλα τα δημόσια κτήρια, περιλαμβανομένων των δημοσίων σχολείων, όλων των δημόσιων Κολεγίων και Πανεπιστημίων όπως του Wayne State University, του γηπέδου Jose Louiw Arena, του συνεδριακού και κέντρου εκθέσεων Cobo Hall, του Ινστιτούτου Καλών Τεχνών του Ντιτρόιτ (Detroit Institute of Art-DIA).
Η μόνιμη συλλογή πινάκων του μουσείου περιλαμβάνει έργα των Ρεμπράντ, Ντελακρουά, Ντεγκά, Μονέ Ρούμπενς, Καραβάτζιο, Χόγκαρθ, Μπρέγκελ, Μπελίνι, Τιτσιάνο, Βελάσκεθ, Βαν Γκονγκ και τόσους άλλους, που βάσει των αρχικών εκτιμήσεων η αξία τους ξεπερνά τα 2 δισ. δολ. Το DIΑ έχει βρεθεί ουκ ολίγες φορές στο στόχαστρο, ειδικά γιατί όλος ο εσωτερικός του προαύλιος χώρος είναι φιλοτεχνημένος με τοιχογραφίες του μεγάλου μεξικανού κομμουνιστή ζωγράφου Ντιέγκο Ριβέρα. Τοιχογραφίες «της βιομηχανίες του Ντιτρόιτ» όπου πρωταγωνιστής είναι ο εργάτης. Το 1933 ο καθολικός ιερέας είχε καλέσει την πόλη να κάνει κάτι για «τα βλάσφημα, υλιστικά, κομμουνιστικά έργα» και ως αντίδραση οι εργάτες αμέσως κινητοποιήθηκαν να προστατέψουν τις τοιχογραφίες και πάνω από 10.000 επισκέφτηκαν σε μία μόνο Κυριακή και παρέμειναν εκεί για ώρα το μουσείο.
Άλλα περιουσιακά στοιχεία του δήμου που αναμένεται να βγουν στο σφυρί είναι το νησί Μπελ και το πάρκο του καταμεσής του ποταμού Ντιτρόιτ, το διεθνές αεροδρόμιο Κόλεμαν Γιάνγκ, το ζωολογικό κήπο και τόσα άλλα.
------------
1. Οι περισσότεροι μελετητές της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας της Δύσης κατά τον 20ό αιώνα και ιδιαίτερα κατά το δεύτερο μισό του, υποστηρίζουν ότι η οικονομική ανάπτυξη και η εργασιακή απασχόληση βασίστηκαν σε φαινόμενα όπως αυτά του φορντισμού, του τεϊλορισμού και του τογιοταϊσμού. Φορντισμός είναι ο όρος που προέρχεται από το επώνυμο του εμπνευστή του, Χένρυ Φορντ (1913) και «χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει το σύστημα της μαζικής παραγωγής που συνδέεται με την καλλιέργεια των μαζικών αγορών που αυτός δημιούργησε». Ο Αμερικανός Φρέντερικ Τέιλορ, εισήγαγε τον τειλορισμό: «μια προσέγγιση σε αυτό που ονόμασε επιστημονική διαχείριση και εμπλέκεται στη λεπτομερή μελέτη των βιομηχανικών διαδικασιών [εργασιών], ώστε να τις κατατμήσει σε απλές λειτουργίες που θα μπορούσαν να είναι χρονομετρημένες και οργανωμένες με απόλυτη ακρίβεια». Επί της ουσίας, οι τεχνολόγοι του τεϋλορισμού διαμελίζουν τον χρόνο και την κίνηση και συναρμολογούν ξανά την παραγωγή σαν μια γραμμική εξέλιξη που το κάθε άπειρα μικροσκοπικό στάδιο καθορίζει απόλυτα το επόμενο μέχρι το προϊόν-εμπόρευμα να προκύψει ως αποτέλεσμα μιας πλήρως μετρήσιμης και ελεγχόμενης διαδικασίας.
Ο φορντισμός επεκτείνει τον βιομηχανισμό στα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις και οργανώνει με ορθολογικό τρόπο τις εργασιακές δραστηριότητες με τη συμβολή του τεϊλορισμού, ώστε να ικανοποιήσει την διαρκώς αυξανόμενη καταναλωτική ζήτηση. Επί της ουσίας τόσο ο φορντισμός και ειδικότερα ο τεϊλορισμός, συνιστούν μοντέλα προσαρμογής της χειρωνακτικής εργασίας στη μηχανική δραστηριότητα. Η βελτιούμενη επινόηση των τεχνικών διαδικασιών της παραγωγής επιτυγχάνεται μέσω του διαχωρισμού, του διαμελισμού, της εσωτερικής διαφοροποίησης των στιγμών αυτής της διαδικασίας, των επιμέρους διαδικασιών, μέσω της επανάληψης, της σταθερής ομοιογενιοποίησης και τυποποίησης (συνεχής εν αλληλουχία, κατασκευή και συναρμολόγηση, τεϊλορισμός). Η φετιχοποίηση αυτής της αλλοτριωτικής και εν πολλοίς συνυφασμένης με τις σχέσεις παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας, κυριαρχικής και αρπακτικής προς τη φύση τεχνικής οδηγεί στις απόψεις του «τεχνολογικού ντετερμινισμού». Με αυτή συνδέονται και οι ποικίλες χειραγωγικές «τεχνικές ενσωμάτωσης» των απρόσωπων μαζών. (Μαρξιστικό φιλοσοφικό και κοινωνιολογικό λεξικό)
2. Πρόκειται για το αριστουργηματικό βιβλίο του Τσάρλς Ντίκενς (A tale of two cities, 1859), ένα βιβλίο με ήρωες που υπάρχουν και δρουν σε δύο πόλεις, το Λονδίνο και το Παρίσι. Ξεκινούν από το Λονδίνο και πάνε στο Παρίσι, όπου παρασύρονται από τη δίνη των πολιτικών γεγονότων που συγκλονίζουν τη Γαλλία καθώς ξεσπά η Γαλλική Επανάσταση και καταλήγουν στο Γιακωβίνικο βασίλειο του τρόμου. Ο Ντίκενς αποτυπώνει τα αίτια της επανάστασης, αλλά και τις εκτροπές της, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην απληστία των αριστοκρατών, στην ανέχεια, τη φτώχεια, την οργή αλλά και τον φανατισμό του λαού, όπως και στη διαφθορά των συνειδήσεων και στη δίψα για αίμα που οδήγησαν την εξέγερση στην ανεξέλεγκτη βία.
της Χριστίνας Μαυροπούλου
Αποφράδα ημέρα για το Ντιτρόιτ η Πέμπτη 18 Ιουλίου. Ο Μάνατζερ Εκτάκτου Ανάγκης-EMF του Ντιτρόιτ, Κέβιν Ορ με τη σύμφωνη γνώμη του κυβερνήτη Ρικ Σνάιντερ, κατέθεσε αίτημα για την υπαγωγή του δήμου του Ντιτρόιτ στο άρθρο 9 του Πτωχευτικού Κώδικα των ΗΠΑ και για εξωδικαστική αναδιάρθρωση του χρέους της πόλης.
Η αντίστροφη μέτρηση για την πόλη- σύμβολο του «αμερικανικού ονείρου» έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια αλλά η μάχη παραμένει σκληρή και συνεχίζεται. Μία μέρα μετά την κατάθεση του αιτήματος υπαγωγής στο καθεστώς προστασίας από τους πιστωτές, που κατά κύριο λόγο είναι τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ταμεία των εργαζομένων της πόλης, μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων, η δικαστής Ρόζμαρι Ακουϊλίνα του 13ου περιφερειακού δικαστηρίου έκρινε την αίτηση υπαγωγής ως παραβίαση του άρθρου ΙΧ, παράγραφος 24 του Συντάγματος της πολιτείας του Μίσιγκαν και διέταξε τον ρεπουμπλικάνο κυβερνήτη Σνάιντερ να αποσύρει αμέσως την αίτηση. Η νομική μάχη μαίνεται και πολλά αναμένεται να κριθούν στο ειδικό δικαστήριο πτωχεύσεων, που έθεσε ως ημερομηνία έναρξης της ακροαματικής διαδικασίας την 23η Οκτωβρίου του τρέχοντος έτους. Δεδομένου ότι κατά το σύνηθες σε αυτές τις περιπτώσεις η αίτηση υπαγωγής εγκρίνεται η πραγματική μάχη που διεξάγεται είναι αυτή που αποτελεί τον κρίσιμο παράγοντα για το Ντιτρόιτ. Η μάχη μεταξύ των εργαζομένων, των συνταξιούχων των ανέργων, της εργατικής τάξης εν τω συνόλω, που αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού και της πολιτικής και οικονομικής ελίτ της κεφαλαιοκρατικής τάξης.
Η πολυάριθμη εργατική τάξη είναι αυτή που ανέδειξε την πόλη, την έκανε καρδιά της αυτοκινητοβιομηχανίας, κινητήριο μοχλό της ανάδειξης των ΗΠΑ σε παγκόσμια βιομηχανική δύναμη και κατόπιν υπερδύναμη και «Παρίσι της μεσοδυτικής Αμερικής».
Στους δρόμους του Ντιτρόιτ κυκλοφόρησε το πρώτο αυτοκίνητο της Ford, στις 12 Αυγούστου του 1908. Το Model T με κόστος 900 δολάρια ήταν και το πρώτο λαϊκό αυτοκίνητο. Στο Ντιτρόιτ και στη αυτοκινητοβιομηχαμανία Ford εισήχθη στην παραγωγή ο φορντισμός και ο τεϊλορισμός (1). Μία δεκαετία αργότερα, το 1919, η έτερη μεγάλη General Motors εισήγαγε την «καταναλωτική πίστη» φτιάχνοντας τον χρηματοπιστωτικό της βραχίονα, την General Motors Acceptance Corporation (GMAC), όπως αναφέρει ο ιστορικός David Farber, στο βιβλίο του« Sloan Rules - Alfred P. Sloan and the Triumph of General Motors».
Οι εργάτες των εργοστασίων των Ντιτρόιτ και του Φλιντ –πόλη 106 χλμ βορειοδυτικά του Ντιτρόιτ- ήταν το μεγάλο μέτωπο του αγώνα των εργατών κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, που ξεκίνησαν το 1933 και κορυφώθηκαν το 1936-37, σπάζοντας οριστικά την αδιαλλαξία των εργοδοτών που επιχειρούσαν να μετακυλήσουν και τότε το βάρος της καπιταλιστικής κρίσης στους εργαζομένους. Σε αυτά τα χώματα γεννήθηκε το πάλαι πότε πανίσχυρο συνδικάτο, Ενωμένοι Εργάτες στην Αυτοκινητοβιομηχανία- UAW.
Στο Ντιτρόιτ γεννήθηκε και η δισκογραφική εταιρία Motown to 1959, που ο τίτλος της προέρχεται από το συγκερασμό των λέξεων Motor Town, εναλλακτική ονομασία του Ντιτρόιτ , που έβαλε στο μουσικό προσκήνιο μαύρους καλλιτέχνες, κυρίως της ποπ και σόουλ, και συνέβαλλε σε αυτό που στις Ηνωμένες Πολιτείες ονομάζουν «διαφυλετική συνεννόηση». Ακόμη και το πρώτο Mall στο Ντιτρόιτ άνοιξε…
Οι πρωτιές δεν σταματούν. Το Ντιτρόιτ έγινε και η πρώτη πόλη που εξέλεξε αφροαμερικανό δήμαρχο, τον Κόλεμαν Γιάνγκ, συνδικαλιστή και αγωνιστή, που το 1952, στο αποκορύφωμα των διώξεων της εποχής Μακάρθι, ως «σχετιζόμενος με το Κομμουνιστικό Κόμμα ή και μέλος του» σύρθηκε να καταθέσει στην επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών της Γερουσίας. Αν και ο επί 5 τετραετίες δήμαρχος της πόλης, Κόλεμαν Γιάνγκ -από την 1η Ιανουαρίου 1974 έως το 1994- που εκλέχτηκε εξαιτίας της συνεχιζόμενης συρρίκνωσης των εισοδημάτων και του επιπέδου ζωής, της έλλειψης αξιοπρεπών κοινωνικών προγραμμάτων και του πολέμου του Βιετνάμ πολύ σύντομα συμμάχησε με την εγχώρια ελίτ και κυρίως με τις διοικήσεις των τριών μεγάλων αδελφών, των αυτοκινητοβιομηχανιών Ford, GM και Chrysler, και στο τέλος έγινε διαπρύσιος υποστηρικτής των συμφερόντων τους.
Η αρχή ενός πολύχρονου και βασανιστικού «τέλους»
Ο Κόλεμαν Γιανγκ εκλέχτηκε σε μία κρίσιμη καμπή για το Ντιτρόιτ, καθώς ήδη είχε αρχίσει η αποβιομηχάνιση της πόλης της ευρύτερης βιομηχανικής ζώνης πέριξ αυτής, της πολιτείας του Μίσιγκαν και συνολικά των ΗΠΑ. Στο προσκήνιο έχουν επανέλθει δραματικά και οι ταραχές του καλοκαιριού του 1967, «που οδήγησαν σε έξοδο της μεσαία λευκή τάξη της πόλης». Εντούτοις, η αρχή του τέλους του Ντιτρόιτ, που τη δεκαετία του ’50 αριθμούσε πληθυσμό 1,85 εκατομμύρια κατοίκους, κατατάσσοντάς την στην 4η σε πληθυσμό πόλη των ΗΠΑ, άρχισε πολύ νωρίτερα. Για την ακρίβεια μερικά χρόνια μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Η βιομηχανική έκρηξη στις αρχές του 20ου αιώνα και η προσδοκία «καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας για ανειδίκευτους εργάτες» ήταν η πραγματική αιτία για την πληθυσμιακή έκρηξη, από μισό εκατομμύριο κατοίκους το 1910 σε 1,5 εκατομμύριο το 1930. Οι κερδισμένες μάχες των εργατών καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 αλλά και ο ΔΠΠ, όπου στο Ντιτρόιτ παραγόντουσαν τα πάντα, από αυτοκίνητα, μέχρι τανκς, πολεμικά αεροσκάφη και ότι άλλο χρειαζούμενο στρατιωτικό υλικό.
Η «βιομηχανική ατμομηχανή» σε συνδυασμό με το «οπλοστάσιο της δημοκρατίας» έγινε πόλος έλξης δεκάδων χιλιάδων κυρίως ευρωπαίων μεταναστών αλλά ακόμη περισσότερο, αφροαμερικανών από τις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ, όπου επικρατούσαν ακόμη συνθήκες δουλείας και η θέση τους ήταν ανάλογη ενός υποζυγίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τους 18 μήνες μετά την επίθεση των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ, κατά μέσο όρο εγκαθίστανται στην πόλη 640 νέοι κάτοικοι ημερησίως! Ένας στους 7 ήταν αφροαμερικανός, με αποτέλεσμα η μαύρη κοινότητα που αριθμούσε 120.000 ανθρώπους το 1930 (το 7,6% του συνολικού πληθυσμού) σε μία εικοσαετία να αριθμεί 300.000 (16,1% του πληθυσμού), οι οποίοι ήταν και οι πλέον εκμεταλλευόμενοι καθώς αμείβονταν με πολύ μικρότερα ημερομίσθια από τους υπολοίπους.
Η εισαγωγή νέων τεχνολογιών και η αυτοματοποίηση αύξησαν την παραγωγικότητα της εργασίας, μείωσαν την μοναδιαία αξία των καταναλωτικών αγαθών, και ως εκ τούτου αύξησαν το βαθμό εκμετάλλευσης. Επίσης τα πλεονάσματα που δόθηκαν για την κάλυψη των εξόδων για έρευνα και ανάπτυξη τεχνολογίας δημιούργησαν νέες βιομηχανίες, των οποίων τα προϊόντα ενσωμάτωναν ακόμα περισσότερα πλεονάσματα. Τμήματα των πλεονασμάτων χρηματοδοτούσαν αυξανόμενες εταιρικές γραφειοκρατίες -επενδύοντας στο «άυλο κεφαλαιουχικό στοιχείο» του διοικητικού προσωπικού- οι οποίες μπορούσαν και όντως εξήγαγαν αυξημένα πλεονάσματα από τους εργάτες τους.
Ωστόσο το τεχνολογικό άλμα οδήγησε στην επέκταση των βιομηχανικών μονάδων εκτός της πόλης –η αυτοματοποιημένη παραγωγή απαιτούσε τεράστιες οριζόντιες μονάδες σε αντίθεση με τις πολυώροφες υφιστάμενες στην πόλη του Ντιτρόιτ- αλλά και της πολιτείας, εξαιτίας της έλλειψης διαθέσιμης γης για βιομηχανική χρήση κατά μήκους του σιδηροδρομικού συστήματος που διέσχιζε την πολιτεία, οδήγησε στην μαζική απώλεια θέσεων εργασίας. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το σύμπλεγμα παραγωγής της Ford, το Rouge, που το 1945 απασχολούσε 85.000 εργαζόμενους και το 1960 μόλις 30.000.
Σε αντίθεση, στην επικράτεια των ΗΠΑ ο αριθμός απασχολούμενων στην αυτοκινητοβιομηχανία συνεχώς αυξανόταν. Για να αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση και γι’ αυτούς μετά τη κρίση της δεκαετίας ’70 όταν πλέον τα εργοστάσια άρχισαν να κλείνουν ένα-ένα και να μεταφέρονται στην Ασία και τη Νότιο Αμερική, καθώς αφενός το κόστος όχι μόνο το εργατικό ήταν πολύ μικρότερο και αφετέρου δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για νέες μαζικές και εντελώς παρθένες αγορές.
Εκτός των άλλων οι δύο μεγάλες, Ford και GM, έχοντας πολύ μεγαλύτερο κεφάλαια στα διάθεσή τους είχαν σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι της Chrysler και ειδικά των υπολοίπων μικρότερων αυτοκινητοβιομηχανιών. Οι άλλες αυτοκινητοβιομηχανίες εκτός των «τριών αδελφών» το 1948 έλεγχαν το 18% της συνολικής παραγωγής ενώ το 1955 μόλις το 4%.
Το μεγαλύτερο θύμα ήταν η Packard Motor Car Company, που είχε προβλήματα έτσι κι αλλιώς να επανέλθει σε κανονική παραγωγή μετά την επίταξη του εργοστασίου της για τις «πολεμικές ανάγκες», πολύ περισσότερο δε να εκσυγχρονιστεί και να αυτοματοποιήσει την παραγωγή. Ένα ακόμη χτύπημα για τις μικρότερες βιομηχανίες ήταν ότι τα «μεγάλα θηρία» είχαν εγκαταστάσεις σε όλες τις ΗΠΑ για την κάλυψη των πρώτων υλών ενώ οι μικρότερες στηρίζονταν σε προμηθευτές. Ο ανταγωνισμός των «θηρίων» εξανάγκασε πολλούς προμηθευτές των δευτερευόντων βιομηχανιών να πουλήσουν τα εργοστάσιά τους και να τα κλείσουν ή να τα μεταφέρουν μακριά ή και σε άλλες πολιτείες όπου είχαν μεταφερθεί και οι μονάδες παραγωγής των μεγάλων αυτοκινητοβιομηχανιών. Οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές, όπως ήταν επόμενο, ακολούθησαν για να φτιαχτεί μία τέταρτη εταιρία μετά από πολλά, η American Motors Company η οποία τελικά εξαγοράστηκε από την Chrysler το 1987.
Η κρίσιμη καμπή της δεκαετίας ‘70
Οι ταραχές του 1967 ήταν αποτέλεσμα της συγκεκριμένης στροφής και πολιτικής μίας ολόκληρης εικοσαετίας, όπου ο μαύρος υποπληρωμένος και ανειδίκευτος πληθυσμός της πόλης, σταδιακά άρχισε να βράζει. Το κλείσιμο των εργοστασίων στο Ντιτρόιτ, οι «ειδικευμένοι και με πείρα εργάτες» - όλοι τους λευκοί καθώς το χρώμα συνιστά ορατή και αυτόματη ταξική διάκριση- είχαν δικαίωμα και δυνατότητα επανεγκατάστασης σε νέα εργοστάσια, στα περίχωρα, σε άλλες πόλεις ακόμη και σε άλλες πολιτείες. Αντίθετα, οι «ανειδίκευτοι μαύροι» απλώς πετάγονταν στο δρόμο. Αυτή ήταν και η πραγματική έξοδος της «λευκής μεσαίας τάξης». Όλα αυτά σε συνδυασμό με ότι τα έργα υποδομής και δημοσίων παροχών κατευθύνονταν αποκλειστικά προς τα «νέα οικονομικά και βιομηχανικά κέντρα» και τα προάστια ενώ η πόλη στερείτο ακόμη και βασικών παροχών, όπως επαρκή συγκοινωνιακά μέσα.
Μερικά χρόνια μετά τις ταραχές του ’67 η κρίση (και η ενεργειακή) της δεκαετίας του ’70 θα είναι τομή για τις ΗΠΑ και θα γίνει ο επιθανάτιος ρόγχος του Ντιτρόιτ, που έπασχε και από την ασθένεια της «μονοκαλλιέργειας» της αυτοκινητοβιομηχανίας και είχε «το πιο εχθρικό και προβληματικό εργατικό δυναμικό των ΗΠΑ». Σαφής αναφορά στις μεγάλες απεργίες με τελευταία στην Chrysler το 1970, όπου μετά από 67 ημέρες οι εργαζόμενοι είχαν κερδίσει αύξηση των αποδοχών τους κατά 30% σε μια τριετία και επ’αόριστο τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών τους.
Η κρίση της δεκαετίας του ’70, για αμερικανούς μαρξιστές οικονομολόγους, ήταν το τέλος του «επιτυχημένου μοντέλου» του αμερικανικού καπιταλισμού, όπου από τις αρχές του 1890 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας ’70 καθοριζόταν από τρεις σαφείς τάσεις: αύξηση των μέσων πραγματικών αποδοχών των εργαζομένων στη βιομηχανία κατά 1,8% και αύξησης της μέσης παραγωγικότητας κατά 2,3% το χρόνο που ήταν μέχρι τότε συγκριτικά η ταχύτερη καταγεγραμμένη άνοδος πλεονασμάτων και διανομή των πλεονασμάτων τέτοια που επενεργούσε για την ενίσχυση και επέκταση του καπιταλιστικού συστήματος . (Historical Statistics of the United States -HSUS).
Η αύξηση των πραγματικών αποδοχών επέτρεπε την κάλυψη των αυξανόμενων, τεχνικά, επιπέδων κατανάλωσης, που ήταν το βασικό στοιχείο, ποσοτικά και ποιοτικά, για τη μέτρηση της προσωπικής επιτυχίας του καθενός στη ζωή. Η κατανάλωση ήταν συνυφασμένη με το είναι και η μόρφωση ως επένδυση για υψηλότερα επίπεδα, όχι διαβίωσης αλλά κατανάλωσης. Η κατανάλωση δεν ήταν μόνο σκοπός ζωής αλλά και η ανταμοιβή για την μισθωτή εργασία. Ωστόσο παρά την «επιτυχία» του φυσικά βασίζονταν στην συνεχώς εντεινόμενη εκμετάλλευση (ο λόγος της υπεραξίας προς την αξία της εργατικής δύναμης).
Η μάλλον ψευδεπίγραφη δημοκρατία, κατά κύριο λόγο αποτυπωμένη στη δαιδαλώδη νομολογία δίχως πραγματικό αντίκρισμα και ερμηνευόμενη κατά το δοκούν, αποτέλεσε το βασικό ιδεολόγημα για την συγκάλυψη της εκμετάλλευσης, του διευρυνόμενου χάσματος μεταξύ της τεράστιας μάζας των εκμεταλλευόμενων εργαζομένων και παραγωγών του πλεονάσματος και της καπιταλιστικής ολιγαρχίας και του πολιτικού και γραφειοκρατικού προσωπικού της που καρπώνονταν το πλεόνασμα. Το κοινωνικό κόστος αυτού του χάσματος αυξανόταν με γεωμετρική πρόοδο: διαφθορά, έγκλημα, παρακμή των πόλεων, διάλυση του κοινωνικού ιστού και της οικογένειας, προσωπική και πολιτική αποξένωση, πόλεμοι, φτώχεια που ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχε συνδεθεί με το ίδιο το εκμεταλλευτικό καπιταλιστικό σύστημα κλπ.
Στα τέλη της δεκαετίας ’70 ο βαθμός εκμετάλλευσης εντάθηκε λόγω των τεχνολογικών καινοτομιών που είχαν εισαχθεί μετά το ΔΠΠ στη βιομηχανική παραγωγή ωστόσο οι κεφαλαιοκράτες των ΗΠΑ αντιμετώπιζαν ένα διττό καινούργιο σχετικά πρόβλημα. Καταρχήν τον ανταγωνισμό από τις άλλες χώρες της Δύσης, ειδικά από τη Γερμανία και την Ιαπωνία, που είχαν ολοκληρώσει την ανοικοδόμηση των οικονομικών και βιομηχανικών τους βάσεων και πλέον άρχισαν να καλπάζουν απειλώντας να υπερκεράσουν τις ΗΠΑ. Κατά αυτό τον τρόπο, οι πολυεθνικές και άλλες επιχειρήσεις των ΗΠΑ από την αυτοκινητοβιομηχανία έως τα ηλεκτρονικά άρχισαν να βλέπουν την επιβράδυνση της αύξησης των πλεονασμάτων τους και την ταυτόχρονη αύξηση των απαιτήσεων χρηματοδότησης των επιχειρήσεών τους.
Το δεύτερο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν ήταν οι αυξημένες κυβερνητικές χρηματοδοτικές απαιτήσεις της όλο και πιο δαπανηρής μεταπολεμικής πολιτικής και στρατιωτικής κυριαρχίας των ΗΠΑ. Η μεγάλη αιμορραγία, κατά τους κεφαλαιοκράτες ήταν, τα κυβερνητικά κοινωνικά προγράμματα που εισήχθησαν στα πλαίσια του New Deal για την αντιμετώπιση της κρίσης του ΄30 αλλά και η δράση των εργατικών σωματείων.
Η δεκαετία του ’70 που θεωρείται «μεταβατική» δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την σαρωτική επιβολή των αναδιαρθρώσεων που ανέλαβε να προωθήσει ο τότε πρόεδρος Ρόναλντ Ρήγκαν. Επίθεση στις συνδικαλιστικές οργανώσεις με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της Ένωση Ελεγκτών Εναέριας Κυκλοφορίας PATCO που ήταν η πρώτη συνδικαλιστική ένωση που προκαλούσε απευθείας την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Η εργασιακή διαμάχη της PATCO με την κυβέρνηση κρατούσε μία δεκαετία και με την απεργία που κήρυξαν τον Αύγουστο του 1981 ο Ρήγκαν έκανε το αδιανόητο μέχρι τότε: προετοίμασε όλο τον κρατικό μηχανισμό για την αντιμετώπισή τους, τους κάλεσε να λύσουν την απεργία επιστρέψουν στην εργασία τους και όταν δεν επέστρεψαν τους απέλυσε όλους. Επίσης μείωσε την φορολογία των επιχειρήσεων εξασφαλίζοντας όμως την παροχή κρατικών υπηρεσιών προς αυτές, και στήριξη των επιχειρήσεων μέσω κονδυλίων για δαπάνες για την έρευνα και την ανάπτυξης τεχνολογίας και κυρίως για την μεταφοράς τους εκτός των ΗΠΑ, όπου οι αποδοχές των εργαζομένων ήταν πενιχρές. Ο συνδυασμός των σταθερών πραγματικών μισθών, των μειωμένων φόρων προς τις εταιρίες, η εισαγωγή των τεχνολογιών που σήμανε την απώλεια θέσεων εργασίας και τη συμπίεση των μισθών προς τα κάτω και των απορυθμισμένων αγορών και η δυναμική επέκταση του χρηματοπιστωτικού τομέα που κάλυψε ψευδώς την απώλεια εισοδήματος και δημιούργησε το χρέος στα νοικοκυριά, έλυσε πολλά από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το κεφάλαιο. Μέχρι την κρίση του 2007-08 που παραλίγο να καταρρεύσει…
Η χαριστική βολή
Στο Ντιτρόιτ οι συνέπειες αυτής της πολιτικής ήταν δραματικές. Καταρχήν η Chrysler, όπου μετά την επιτυχημένη απεργία των εργαζομένων το 1970, τη διετία 1974-75 προχώρησε στο κλείσιμο μονάδων και την απόλυση 40.000 εργαζομένων. Η επίσημη ανεργία στο Ντιτρόιτ εκτοξεύτηκε στο 14,6% ενώ η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έσπευσε το 1979-80 να στηρίξει «με δάνειο» τη βιομηχανία…
Η Chrysler έκλεισε το βασικό της εργοστάσιο Dodge Main το 1980, το οποίο και κατεδαφίστηκε την επόμενη χρονιά. Κατόπιν η αναδιάρθρωση της αυτοκινητοβιομηχανίας από το 1989 μέχρι σήμερα. οδήγησε στη μείωση θέσεων εργασίας κατά 70% συνολικά στην πολιτεία του Μίσιγκαν. Από το 1960 μέχρι το 2010 από τα 35 εργοστάσια μόλις 14 παρέμεναν και απασχολούσαν μόλις 22.000 εργάτες από 110.000! Η πλειοψηφία αυτών απασχολείται με μεροκάματα σχεδόν μισά του καθιερωμένου: 12 έως 14 δολάρια την ώρα έναντι 28. Αναλόγως στον τομέα των κατασκευών, το 1950 στην πόλη υπήρχαν περίπου 296.000 θέσεις εργασίας και σήμερα υπάρχουν λιγότερες από 27.000.
Στη κρίση του 2007-08-09 η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ έσπευσε να στηρίξει την αυτοκινητοβιομηχανία με πακτωλό δολαρίων, που φυσικά είχε ως αποτέλεσμα την επιστροφή στην κερδοφορία των μεγαθηρίων μέσω της αναδιάρθρωσης τους, που συνάμα σήμανε τη ακόμη μεγαλύτερη συμπίεση των αποδοχών τους, την οικειοθελή παραχώρηση δικαιωμάτων εκ μέρους τους για τη διάσωση θέσεων εργασίας… φυσικά δεν απέτρεψε το κλείσιμο ακόμη μερικών βιομηχανικών μονάδων στις βόρειες μεσοδυτικές πολιτείες και στον Καναδά.
Ως αποτέλεσμα η πόλη «ερήμωσε». Εντελώς. Τα στατιστικά της πόλης του Ντιτρόιτ είναι τρομακτικά. Ενδεικτικά:
Το χρέος της πόλης είναι 18 δισ. δολάρια, που σημαίνει πως σε κάθε κάτοικο αντιστοιχούν 25.000 δολάρια. Το 1960 το Ντιτρόιτ είχε το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα σε όλες τις ΗΠΑ. Το αντίστοιχο διάστημα 200-10 οι θέσεις εργασίας μειώθηκαν κατά 48%. Η ανεργία έχει πέσει στο 16,3% από 25% που είχε φτάσει το 2008 αλλά μάλλον εξαιτίας της φυγής.
Ο πληθυσμός από το 1,85 εκατομμύρια τη δεκαετία του ’50 σήμερα σύμφωνα με το Census Bureau είναι 719.777 κάτοικοι. Ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 28% από το 2000 έως το 2010. Σύμφωνα με το περιοδικό Forbes σήμερα εκτιμάται ότι ο πληθυσμός είναι 680.000 κάτοικοι ενώ πλέον το Ντιτρόιτ είναι η 18η πόλη των ΗΠΑ, όσον αφορά τον πληθυσμό .
Τα εγκαταλελειμμένα σπίτια ανέρχονται σε 78.000 ενώ το ένα τρίτο της έκτασης του Ντιτρόιτ είναι είτε ακατοίκητο, είτε εγκαταλελειμμένο. Τα μισά δημόσια σχολεία έχουν κλείσει. Το 60% των παιδιών ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, πάνω από το 50% των εφήβων έχει ήδη εγκαταλείψει το σχολείο και εργάζεται ενώ το 47% των κατοίκων είναι αναλφάβητοι Υπάρχουν 70 επικίνδυνες «χωματερές» σε όλη την πόλη.
Οι κάτοικοι του Ντιτρόιτ πληρώνουν τους υψηλότερους φόρους στην πολιτεία ωστόσο έχουν τις λιγότερες και πλέον ανεπαρκείς υπηρεσίες. Για παράδειγμα, Τα 2/3 των ασθενοφόρων είναι ακινητοποιημένα και από τα 36, σε υπηρεσία είναι 10 έως 14 τα οποία είναι τόσο παλιά που κάποια έχουν καταγράψει στο κοντέρ τους 250.000 χλμ. Το 40 % του φωτισμού στους δρόμους δεν λειτουργεί. Τα 2/3 των πάρκων της πόλης έχουν κλείσει από το 2008.
Η αστυνομία προειδοποιεί όσους πάνε στο Ντιτρόιτ ότι «εισέρχεστε με δική σας ευθύνη». Το προσωπικό της αστυνομίας έχει μειωθεί κατά 40% και τα αστυνομικά τμήματα είναι κλειστά για το κοινό 16 ώρες την ημέρα. Ο δείκτης εγκληματικότητας στην πόλη είναι πέντε φορές πάνω από τον εθνικό μέσο όρο και αντίστοιχος των δολοφονιών, 11 φορές πάνω από τον εθνικό μέσο όρο.
Στην πραγματικότητα η «έρημη» πόλη του Ντιτρόιτ, σήμερα, είναι «τρεις πόλεις σε μία», τρεις τελείως διαφορετικές κοινότητες, σαφώς καθορισμένες υπό γεωγραφικούς, κοινωνικούw και ταξικούς όρους,
Οι δύο κοινότητες βρίσκονταν εντός των τειχών, των αστικών ορίων της πόλης του Ντιτρόιτ, κοινότητες απολύτως περιχαρακωμένες, με ορατά σχεδόν σύνορα, σε τέτοιο βαθμό που ο γκουρού της αστικής πολιτικής (urban policy), Μπρους Κατζ του Brookings Institute, το αποκαλεί ως «η ιστορία των δύο πόλεων» (2). Ο βρετανικός Economist, υιοθετώντας τον χαρακτηρισμό, προχωρά ένα βήμα παραπάνω κάνοντας λόγο για δύο πόλεις, η μία της κακής διακυβέρνησης, της δημοσιονομικής κακοδιαχείρισης και της ορατής κατάρρευσης και η άλλη του σχολικού συστήματος που έχει καταρρεύσει σε μία πόλη που οικοδομήθηκε για 2 εκατομμύρια ανθρώπους και σε αυτήν ζουν μόλις 7000.000.
Η πρώτη κοινότητα βρίσκεται εντός των 7,2 τετραγωνικών μιλίων (18,6479 τετρ. χλμ) που είναι το κέντρο, η καρδιά της πόλης. Το κέντρο, που αποτελεί νέο στόχο επιχειρησιακών και «φιλανθρωπικών» επενδύσεων…
Η δεύτερη κοινότητα βρίσκεται εντός των 131,8 τετραγ. μιλίων (339.288 τετρ. χλμ) της αστικής, χέρσας και κατεστραμμένης οικονομικά περιοχής και περιφέρεια των βιώσιμών γειτονιών. Είναι οι περιοχές του Ντιτρόιτ που έχουν βυθιστεί στη φτώχεια, την εξαθλίωση, τη βία, τον πόνο, την ερημιά και τη δυστυχία.
Είναι οι περιοχές των έγχρωμων και της εργατικής τάξης, η «προβληματική περιοχή», κατά το κυρίαρχο παράδειγμα της επικρατούσας ιδεολογίας.
Αν και τα πραγματικά προβλήματα απορρέουν από τις πολιτικές που εφαρμόζονται επί δεκαετίες στα δύο άλλα Ντιτρόιτ, καθώς εκτός του πρώτου, δηλαδή του κέντρου που αποτελεί το νέο επενδυτικό Ελ Ντοράντο για το κεφάλαιο υπάρχει και το τρίτο . Είναι ολόκληρη η περιοχή των προαστίων, συμπεριλαμβανομένων φυσικά και των πολύ πλούσιων και πολύ λευκών προαστίων. Προάστια όπως το Grosse Pointes, Bloomfield Hills, Birmingham κλπ. που αποτελούν την πλέον δυσλειτουργική, ταξικά και φυλετικά πολωμένη κοινωνικοοικονομική περιοχή στα νοτιοανατολικά της πολιτείας του Μίσιγκαν και συνιστούν αναπόσπαστο τμήμα της ελίτ που θα επιβάλλει το σχέδιο «αναδιάρθρωσης» της πόλης. Ένα σχέδιο που έχει αναλάβει να φέρει σε πέρας ο Μάνατζερ Εκτάκτου Ανάγκης-EMF του Ντιτρόιτ, Κέβιν Ορ.
Πρόκειται για ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης που υποτίθεται θα τεθεί σε εφαρμογή στην περίπτωση που τελικά το δικαστήριο πτωχεύσεων –μία νομική μάχη που αναμένεται να κρατήσει μήνες εάν όχι χρόνια- θα αποφασίσει υπέρ της υπαγωγής του Ντιτρόιτ. Τότε θα σημάνει ότι το Ντιτρόιτ θα είναι η μεγαλύτερη αμερικανική πόλη που θα έχει κηρύξει πτώχευση από τον Ιανουάριο του 2010. Οι άλλες είναι το Σαν Μπερναντίνο, πολιτεία της Καλιφόρνια, Μαμούθ Λέικς, πολιτεία της Καλιφόρνια, Στόκτον πολιτεία της Καλιφόρνια, Κομητεία Τζέφερσον, πολιτεία της Αλάσκα, Χάρισμπουργκ, πολιτεία της Πενσυλβάνια, Σέντραλ Φωλς, πολιτεία του Ρόντ Αϊλαντ, και Κομητεία Μπολς, πολιτεία του Αϊνταχο.
Εντούτοις αποτελεί ειδικό κεφάλαιο έρευνας και στο μέλλον, ο τρόπος με τον οποίο ο κυβερνήτης Ρικ Σνάιντερ οδήγησε τελικά στην δια της επιβολής υπαγωγή του Ντιτρόιτ στο άρθρο 9 περί χρεωκοπίας. Πρόκειται για μία εκτροπή που μεθοδεύεται εδώ και πάρα πολύ καιρό.
Καταρχήν πρόκειται για ένα κυβερνήτη που έχει προωθήσει και αυτός σειρά αντεργατικών νόμων όπως το «δικαίωμα στην εργασία»(!) που επιτρέπει μεταξύ άλλων την απαγόρευση των απεργιών και τη δίωξη της συνδικαλιστικής δράσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κάτοικοι του Ντιτρόιτ απέρριψαν με ποσοστό 83% την τροπολογία για το μέλλον των συμβάσεων εργασίας που έκριναν ότι δεν θα έπρεπε να θιγούν.
Το Νοέμβριο του 2012 προωθεί πολιτειακό νόμο που προβλέπει ότι ο κυβερνήτης, δηλαδή ο ίδιος, θα έχει τη δυνατότητα να παύσει και να αντικαταστήσει τον εκλεγμένο δήμαρχο μιας πόλης και να διορίσει στη θέση του μάνατζερ εκτάκτου ανάγκης, στην περίπτωση που διαπίστωνε προβλήματα στην χρηματοοικονομική κατάσταση ενός δήμου. Οι κάτοικοι του Ντιτρόιτ την απορρίπτουν σε δημοψήφισμα με το συντριπτικό ποσοστό του 82%.
Ο Σνάιντερ επανέρχεται και με σειρά τροποποιήσεων, δευτερεύουσας σημασίας για να κρατήσει τα προσχήματα, επαναφέρει το νόμο που του δίνει τη δυνατότητα να αναλάβει όλες τις εξουσίες, «δίχως διαβούλευση». Βάσει αυτού του νόμου τον περασμένο Μάρτιο διορίζει τον Ορ και διάφορους άλλους μη εκλεγμένους τοπικούς αξιωματούχους (είναι χαρακτηριστικό ότι ο πληθυσμός ότι ολόκληρες γειτονιές και δήμοι, όχι τυχαία οι πιο εξαθλιωμένες και κατεστραμμένες και με πληθυσμό πάνω από 80% αφροαμερικανούς, αυτή τη στιγμή διοικούνται από μη εκλεγμένους αξιωματούχους). Υπό το σκεπτικό δε, ότι ο δήμος δεν έχει προχωρήσει στις αναγκαίες ενέργειες, αλλαγές γι τη δημοσιονομική του εξυγίανση κατακρατεί κονδύλια ύψους 220 εκατομμυρίων δολαρίων από ομοσπονδιακά κονδύλια (revenue sharing πρόκειται για τις αποδόσεις των ομοσπονδιακών φόρων και διάφορων άλλων εσόδων προς τις πολιτείες, τις πόλεις, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκηση κ.ά),
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, δηλαδή η κυβέρνηση Ομπάμα, μέχρι στιγμής δηλώνει «ότι παρακολουθεί» αλλά δεν έχει πράξει τίποτα. Τίποτα ούτε καν λεκτική παρέμβαση –μία άμεση παρέμβαση θα ήταν επίσης άλλου είδους εκτροπή- ούτε σκέψη για έκτακτη χρηματοδότηση μετά τις αντισυνταγματικές και εντελώς παράνομες ενέργειες του κυβερνήτη.. Το ειρωνικό είναι ότι το Ντιτρόιτ είναι οχυρό των Δημοκρατικών και δεν αφορά μόνο το εκλεγμένο δήμαρχο Ντέιβιντ Μπινγκ αλλά και το 98% των 300.000 ψηφοφόρων της πόλης που ψήφισαν μονοκούκι τον πρόεδρο Ομπάμα στην εκλογική αναμέτρηση με τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών, Μιτ Ρόμνεϊ, το 2012.
Όλα στο σφυρί
Ο Ορ το μόνο που κάνει από το Μάρτιο είναι να ετοιμάζει το σχέδιο χρεωκοπίας και αναδιάρθρωσης του χρεωκοπημένου Ντιτρόιτ. Έκτασης 131 σελίδων.
Βασικός στόχος αυτού του σχεδίου τα συνταξιοδοτικά ταμεία και τα ταμεία ασφάλισης των εργαζομένων που είναι ένα πολύ σημαντικό τμήμα των 100.000 πιστωτών του Ντιτρόιτ.
Το σχέδιο Ορ εμπεριέχει την πρόταση προς τις τράπεζες UBS και Bank of America να δεχτούν κούρεμα στα δάνεια τους ύψους 25% ή 75 σεντς για κάθε δολάριο που τους χρωστάει ο δήμος. Ανάλογη «τύχη», με τη θετική έννοια προφανώς, αναμένεται να έχουν και άλλα «ιδρύματα», όπως η JPMorgan Chase & Co., η Royal Bank of Canada, Bank of America διάφορα hedge funds αλλά και ευρωπαϊκά «ιδρύματα», όπως η κρατική μετά την κρίση Hypo Real Estate Holding AG της Γερμανίας, ο γαλλο-βελγικός χρηματοπιστωτικός όμιλος Dexia S.Α, η γερμανική Commerzbank κ.ά που υποτίθεται «προετοιμάζονται για πιθανές απώλειες» λόγω της χρεωκοπίας.
Άλλη τύχη επιφυλάσσει στα συνταξιοδοτικά και ασφαλιστικά ταμεία, που εκπροσωπούν μεταξύ άλλων και 35.000 συνταξιούχους. Προτείνει κούρεμα 90% ή 10 σεντς ανά δολάριο οφειλής. Κατά τον εκπρόσωπο της συνομοσπονδίας 33 ενώσεων εργαζομένων, Εντ ΜακΝιλ, που είναι και αυτός που διαπραγματεύεται εκ μέρους των εργαζομένων στις υπηρεσίες της πόλης, η αίτηση πτώχευσης είναι μια προσπάθεια για να διαλυθούν τα συνδικάτα κα να υφαρπάξουν δικαιώματα εργαζομένων που αποκτήθηκαν μετά από αγώνες δεκαετιών. Ωστόσο ο ΜακΝιλ, έδωσε το πράσινο φως για την εκποίηση άλλων περιουσιακών στοιχείων της πόλης, όπως του Ινστιτούτου Τεχνών.
Το παράδειγμα του Ντιτρόιτ, όσον αφορά την υφαρπαγή των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, ήδη το ορέγονται και άλλοι κυβερνήτες και δήμαρχοι. Στην κλυδωνιζόμενη οικονομικά Καλιφόρνια ο δήμαρχος του Λος Άντζελας, Ερικ Γκαρσέτι, ανακοίνωσε σχέδια για τις περικοπές των συντάξεων ενώ δημοσίευμα της εφημερίδας New York Times αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «καθώς το Ντιτρόιτ βρίσκεται ήδη εντός του ομοσπονδιακού νομικού συστήματος, άλλες πόλεις, περιλαμβανομένου και του Σικάγο, αγωνίζονται να ανταπεξέλθουν στις συνταξιοδοτικές εισφορές, οι οποίες απειλούν το μέλλον τους αλλά και τη δυνατότητα της πόλης να παρέχει βασικές υπηρεσίες».
Από το χορό των βρικολάκων δεν θα μπορούσε να λείψει και ο πολυεκατομμυριούχος δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Μάικλ Μπλούμπεργκ που προειδοποιώντας ότι η πόλη διατρέχει ανάλογους κινδύνους με το Ντιτρόιτ(!) και καλώντας… τον επόμενο δήμαρχο που θα εκλεγεί να αντιμετωπίσει να αντιμετωπίσει άμεσα τις αυξανόμενες επιβαρύνσεις των συντάξεων και της υγειονομικής περίθαλψης, για να προστατεύσει την πόλη από την πτώχευση βρήκε την ευκαιρία να επιτεθεί: «Ένας από τους κύριους λόγους που το Ντιτρόιτ δεν μπόρεσε να σταματήσει το σπιράλ θανάτου ήταν το εργατικό κόστος, ειδικά το κόστος σύνταξης και Υγείας»… «Δεν βρισκόμαστε σε μεγάλη απόσταση από το εισέλθουμε ξανά σε επιδείνωση των οικονομικών της πόλης, εάν επιτρέψουμε στα ταμεία Υγείας και Συντάξεων να πνίξουν τις επενδύσεις που κάνουν τη Νέα Υόρκη, μία πόλη που θέλει να ζει ο κόσμος, να δουλεύει, να σπουδάζει και να επισκέπτεται».
Εκτός των ορυμαγδό των απειλητικών δηλώσεων πολιτειακών και δημοτικών αξιωματούχων στην επικοινωνιακή καταιγίδα χειραγώγησης σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν και οι διάφορες επιστημονικές έρευνες, που φυσικά δεν έχουν τέτοιο σκοπό αλλά χρησιμοποιούνται ώστε να επιτευχθεί ο στόχος. Μεταξύ των ερευνών και αυτή που εκπόνησε ο όμιλος ερευνών Pew Charitable Trusts, η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι υποχρεώσεις για καταβολή συντάξεων και κάλυψη υπηρεσιών υγείας των 61 μεγαλύτερων πόλεων στις ΗΠΑ θα υπερβούν, φέτος, τα έσοδά τους συνολικά κατά 217 δισ. δολάρια. Ενδεικτικό όσον αφορά την επίθεση που επιχειρείται και όχι φυσικά εάν υπάρχουν ή όχι οι δυνατότητες πληρωμών.
Ένα άλλο μέτωπο αφορά την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της πόλης, την αποτίμηση των οποίων κάνει ο Ορ. Το Ντιτρόιτ είναι από τους λίγους που έχει ακόμη στην ιδιοκτησία του την εταιρεία ύδρευσης και αποχέτευσης. Μεγάλο δέλεαρ…
Επίσης, χωρίς καν να έχει εγκριθεί η αίτηση πτώχευσης ο Ορ δεν ανανέωσε τα συμβόλαια, που έληξαν μέσα στον Ιούλιο για την παροχή υπηρεσιών στην πόλη με τρία συνδικάτα, το συνδικάτο των εργαζομένων στο δήμο (American Federation of State, County and Municipal Employees –AFSCME- Local 1023), των πυροσβεστών ( Detroit Fire Fighters Association-DFFA) και των αστυνομικών αξιωματούχων- Detroit Police Lieutenants and Sergeants Association (LSA). Ειδικά όσον αφορά την πυροσβεστική η κατάσταση είναι ήδη πολύ κρίσιμη καθώς ο αριθμός μειώνεται ενώ ήδη από τη δύναμη των 1.300 πυροσβεστών είχαν απομείνει 917 με μεγάλο μέρος των εργαζομένων να βρίσκεται στο κατώφλι της συνταξιοδότησης.
Παράλληλα, πριν καν την αίτηση υπαγωγής στο άρθρο 9 ο Ορ είχε ανακοινώσει από το τέλος Ιουνίου, το κλείσιμο της ηλεκτρικής εταιρίας της πόλης Public Lighting Department-PLD και τη μεταφορά των λειτουργιών της και πελατών της στην ιδιωτική εταιρία DTE Energy. Η PLD παρείχε ηλεκτροδότηση εκτός ιδιωτών και σε όλα τα δημόσια κτήρια, περιλαμβανομένων των δημοσίων σχολείων, όλων των δημόσιων Κολεγίων και Πανεπιστημίων όπως του Wayne State University, του γηπέδου Jose Louiw Arena, του συνεδριακού και κέντρου εκθέσεων Cobo Hall, του Ινστιτούτου Καλών Τεχνών του Ντιτρόιτ (Detroit Institute of Art-DIA).
Ειδικά για το DIA που ιδρύθηκε το 1885 και θεωρείται ένα από 10 καλύτερα των ΗΠΑ, η τύχη του είναι άδολη ίσως και προδιαγεγραμμένη. Ήδη ο Ορ προσέλαβε το οίκο δημοπρασιών Christie’s για να εκτιμήσει τα περιουσιακά στοιχεία του μουσείου. Σύμφωνα με τις πληροφορίες η εκτίμηση από τον οίκο θα κοστίσει στην πόλη 200.000 δολάρια και θα ολοκληρωθεί μέσα στο φθινόπωρο.
Η μόνιμη συλλογή πινάκων του μουσείου περιλαμβάνει έργα των Ρεμπράντ, Ντελακρουά, Ντεγκά, Μονέ Ρούμπενς, Καραβάτζιο, Χόγκαρθ, Μπρέγκελ, Μπελίνι, Τιτσιάνο, Βελάσκεθ, Βαν Γκονγκ και τόσους άλλους, που βάσει των αρχικών εκτιμήσεων η αξία τους ξεπερνά τα 2 δισ. δολ. Το DIΑ έχει βρεθεί ουκ ολίγες φορές στο στόχαστρο, ειδικά γιατί όλος ο εσωτερικός του προαύλιος χώρος είναι φιλοτεχνημένος με τοιχογραφίες του μεγάλου μεξικανού κομμουνιστή ζωγράφου Ντιέγκο Ριβέρα. Τοιχογραφίες «της βιομηχανίες του Ντιτρόιτ» όπου πρωταγωνιστής είναι ο εργάτης. Το 1933 ο καθολικός ιερέας είχε καλέσει την πόλη να κάνει κάτι για «τα βλάσφημα, υλιστικά, κομμουνιστικά έργα» και ως αντίδραση οι εργάτες αμέσως κινητοποιήθηκαν να προστατέψουν τις τοιχογραφίες και πάνω από 10.000 επισκέφτηκαν σε μία μόνο Κυριακή και παρέμειναν εκεί για ώρα το μουσείο.
Άλλα περιουσιακά στοιχεία του δήμου που αναμένεται να βγουν στο σφυρί είναι το νησί Μπελ και το πάρκο του καταμεσής του ποταμού Ντιτρόιτ, το διεθνές αεροδρόμιο Κόλεμαν Γιάνγκ, το ζωολογικό κήπο και τόσα άλλα.
------------
1. Οι περισσότεροι μελετητές της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας της Δύσης κατά τον 20ό αιώνα και ιδιαίτερα κατά το δεύτερο μισό του, υποστηρίζουν ότι η οικονομική ανάπτυξη και η εργασιακή απασχόληση βασίστηκαν σε φαινόμενα όπως αυτά του φορντισμού, του τεϊλορισμού και του τογιοταϊσμού. Φορντισμός είναι ο όρος που προέρχεται από το επώνυμο του εμπνευστή του, Χένρυ Φορντ (1913) και «χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει το σύστημα της μαζικής παραγωγής που συνδέεται με την καλλιέργεια των μαζικών αγορών που αυτός δημιούργησε». Ο Αμερικανός Φρέντερικ Τέιλορ, εισήγαγε τον τειλορισμό: «μια προσέγγιση σε αυτό που ονόμασε επιστημονική διαχείριση και εμπλέκεται στη λεπτομερή μελέτη των βιομηχανικών διαδικασιών [εργασιών], ώστε να τις κατατμήσει σε απλές λειτουργίες που θα μπορούσαν να είναι χρονομετρημένες και οργανωμένες με απόλυτη ακρίβεια». Επί της ουσίας, οι τεχνολόγοι του τεϋλορισμού διαμελίζουν τον χρόνο και την κίνηση και συναρμολογούν ξανά την παραγωγή σαν μια γραμμική εξέλιξη που το κάθε άπειρα μικροσκοπικό στάδιο καθορίζει απόλυτα το επόμενο μέχρι το προϊόν-εμπόρευμα να προκύψει ως αποτέλεσμα μιας πλήρως μετρήσιμης και ελεγχόμενης διαδικασίας.
Ο φορντισμός επεκτείνει τον βιομηχανισμό στα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις και οργανώνει με ορθολογικό τρόπο τις εργασιακές δραστηριότητες με τη συμβολή του τεϊλορισμού, ώστε να ικανοποιήσει την διαρκώς αυξανόμενη καταναλωτική ζήτηση. Επί της ουσίας τόσο ο φορντισμός και ειδικότερα ο τεϊλορισμός, συνιστούν μοντέλα προσαρμογής της χειρωνακτικής εργασίας στη μηχανική δραστηριότητα. Η βελτιούμενη επινόηση των τεχνικών διαδικασιών της παραγωγής επιτυγχάνεται μέσω του διαχωρισμού, του διαμελισμού, της εσωτερικής διαφοροποίησης των στιγμών αυτής της διαδικασίας, των επιμέρους διαδικασιών, μέσω της επανάληψης, της σταθερής ομοιογενιοποίησης και τυποποίησης (συνεχής εν αλληλουχία, κατασκευή και συναρμολόγηση, τεϊλορισμός). Η φετιχοποίηση αυτής της αλλοτριωτικής και εν πολλοίς συνυφασμένης με τις σχέσεις παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας, κυριαρχικής και αρπακτικής προς τη φύση τεχνικής οδηγεί στις απόψεις του «τεχνολογικού ντετερμινισμού». Με αυτή συνδέονται και οι ποικίλες χειραγωγικές «τεχνικές ενσωμάτωσης» των απρόσωπων μαζών. (Μαρξιστικό φιλοσοφικό και κοινωνιολογικό λεξικό)
2. Πρόκειται για το αριστουργηματικό βιβλίο του Τσάρλς Ντίκενς (A tale of two cities, 1859), ένα βιβλίο με ήρωες που υπάρχουν και δρουν σε δύο πόλεις, το Λονδίνο και το Παρίσι. Ξεκινούν από το Λονδίνο και πάνε στο Παρίσι, όπου παρασύρονται από τη δίνη των πολιτικών γεγονότων που συγκλονίζουν τη Γαλλία καθώς ξεσπά η Γαλλική Επανάσταση και καταλήγουν στο Γιακωβίνικο βασίλειο του τρόμου. Ο Ντίκενς αποτυπώνει τα αίτια της επανάστασης, αλλά και τις εκτροπές της, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην απληστία των αριστοκρατών, στην ανέχεια, τη φτώχεια, την οργή αλλά και τον φανατισμό του λαού, όπως και στη διαφθορά των συνειδήσεων και στη δίψα για αίμα που οδήγησαν την εξέγερση στην ανεξέλεγκτη βία.
Φωτογραφικό Παράρτημα: Detroit in ruins
http://ergatikosagwnas.gr