Γράφει ο Χρίστος Α. Τούμπουρος.
Η μετανάστευση καταβύθισε την Ήπειρο στα Τάρταρα. Δεν χρειάζονται μελέτες ούτε διαπιστώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το δείχνει η ίδια η πραγματικότητα.
Ερήμωσαν τα πάντα.
Ειδικά τα ηπειρώτικα χωριά μετατράπηκαν σε αληθινά γηροκομεία. Ο μέσος όρος ηλικίας των μόνιμων κατοίκων είναι πάνω από εβδομήντα έτη.
Να η μετανάστευση, να η εγκατάλειψη, να ο Κούπα και ο Κόλα, να…
Έπεσε περονόσπορος.
Ένα αίσθημα ανασφάλειας και...
απομόνωσης κυριαρχεί παντού, καθώς πολλά χωριά αποκλείονται τον χειμώνα από τα χιόνια και οι μεγαλύτεροι που έχουν απομείνει σε αυτά φοβούνται τώρα και κατεβαίνουν στην Αθήνα, κοντά στα παιδιά τους.
Σε πολλά ο επισκέπτης στέκεται με δέος και κοιτά τον έρημο τόπο λες και τον εγκατέλειψαν θεοί και άνθρωποι. Εκεί, όπου η αρμονία χρωμάτων από τη μοναδική βλάστηση συνυπάρχουν με την ομορφιά και την εγκατάλειψη, έτσι για να θυμίζουν προηγούμενη ζωή και να τονίζουν το μέγεθος της εγκατάλειψης.
Και οι άλλοι, όσοι είχαν την «προνομία» να ζουν στα αστικά κέντρα κι όσοι μπορούσαν, πετάγονταν μέχρι το χωριό.
Να δουν τα γερόντια, το σπίτι, να φκιάξουν τα κληματάκια για κανένα τσίπουρο, να καθαρίσουν το χωράφ’ απ’ τα γκουρπένια, να τα ετοιμάσουν όλα για το καλοκαίρι.
Κι έπεσε η πρώτη κατραπακιά.
Να τα διόδια, να η γέφυρα Ρίου –Αντιρρίου, να η βενζίνη, να, να , να.
Ακριβώς ο μισός μισθός.
Όσοι τυχαίνει να δουλεύουν. Γιατί περί τύχης πρόκειται…
Όσοι βρίσκονται σε «κινητικότητα», «συμβάλλουν στην εθνική ανάταση και προκοπή της χώρας μας!»
Κι έχει ο Θεός. «Βάλε με κυρά μ’ μέσα, βάλε με και παραμέσα».
Και έβαλαν και τα σπιτάκια, σπιτοκάλυβα, μαντριά και στάνες στο μάτι, αφού οι αρμόδιοι θεώρησαν όλα αυτά ως πηγή εισοδημάτων.
Κι άρχισε το άρμεγμα!
Να τα χαράτσια, να οι Δημοτικοί φόροι, η υπεραξία, το ΕΤΑΚ, και το διαολάκ, που θα έλεγε και η γιαγιά μου.
Και για του λόγου το αληθές.
Την απόδειξη μού την έδωσε ο μπάρμπα Βασίλης, ο άξεστος, αλλά πάνσοφος αυτός χωρικός.
Μού είπε:
“Για την καλύβα αυτή, ανεψιέ, που ο κισσός σκαρφάλωσε και έκλεισε τα παράθυρα πλήρωσα το σχετικό χαράτσι…”
Τον κοίταξα απορημένος. Αυτός όμως συνέχισε:
“Πρόσφατα διάβασα στις εφημερίδες ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις, ανάμεσά τους τηλεοπτικά κανάλια και επιχειρήσεις Τύπου, εξαιρέθηκαν από το χαράτσι για τα ακίνητα, και μάλιστα αναδρομικά (!), με υπουργική απόφαση.»
Κατόπιν τούτων έμπλεος υπερηφάνειας και χαράς (στη χώρα μου υπάρχει και απονέμεται η ΙΣΟΤΗΤΑ) ανέγνωσα το άρθρο 4 του Συντάγματος .
Άρθρο 4
1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.
2. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις.[…]
Δεν ξέρω γιατί, αλλά έτσι…. ΣΥΝΕΙΡΜΙΚΑ πήγα ΚΑΙ στον Κολοκοτρώνη. «Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς.
Ημείς, αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμε την επανάσταση…”
Αυτά μού είπε ο μπάρμπας.
Κι αν τα είπε;
Αυτά τα σπιτάκια!
Το πώς φτιάχτηκαν κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί.
Ήμουν μαθητής Γυμνασίου και δούλευα Σαββατοκύριακα λασποπαίδι, όταν φκιάχναμε τα σπίτια που σχεδόν είχαν γκρεμιστεί από το σεισμό του 1967. Εκεί, να δεις τη νίλα όλων μας. Περισσότερο κόστιζε το τραπέζωμα των αρμοδίων για το δάνειο.
Άσε τις κότες, τις ξεφώλιασαν όλες οι αχόρταγοι, τα αυγά, τον τραχανά, ακόμα και το τσάι που είχαμε μαζέψει. Αυτά κι αν ήταν χαράτσια. Να σε κλαίνε οι ρέγγες. Και επειδή κάποιος μπορεί να μού πει ότι αυτά τα βγάζω εγώ από το μυαλό μου, αξίζει να διαβάσουμε τον πόνο της μάνας του Χάρη του Ζάχου για την έρμη την στέγασ’. (Χάρης –θα προσκρούσω στην μετριοπάθειά του, αλλά δεν μπορώ να σιωπήσω- εστί ένας γνήσιος Ηπειρώτης, με αξίες, που μια ζωή –εκπαιδευτικός ων- όργωσε σχολεία με μαθητές Ρομά και έχτισε τοίχια για να στεγάσει στα μυαλά των παιδιών αξίες και ιδανικά. Όλο το Μενίδι πίνει νερό στο όνομά του.)
Να τι γράφει ο Χάρης.
«Τότε που ήμουν μικρός, πολλές φορές άκουγα τη μάνα μου, που έλεγε: θα ‘ρθει η στέγασ’, να μας πάρ’ το σπίτ’.
Στο μυαλό μου έφερνα τις «παρδαλές» τραγουδίστριες που έφερνε ο πατέρας μου από τα Γιάννινα στο πανηγύρι, για να ξερογλείφονται οι νέοι και κυρίως οι γέροι.
Έλεγα: Τι θέλουν αυτές να μας πάρουν το σπίτ’, αφού είναι πλούσιες. Τα νύχια τους βαμμένα τάχουν, τα μαλλιά τους κατσαρά είναι, ολόκληρες μυρίζουν αρώματα, φοράνε και μεταξωτό βρακί! –έβλεπα, έβλεπα-,τι δουλειά έχουν με το σπίτι το δικό μας;
Κι έλεγε η μάνα:
Θα βρεθούμε πάλι στου Σακαγιάνν’ το σπίτ’, μ’ αυτά που κάν’ ο πατέρας σας. Είναι και του Σχολαρχείου. Σπουδαγμένος.
Όταν μεγάλωσα λίγο κατάλαβα πως δεν ήταν οι τραγδιάρες που έφερνε ο πατέρας μου από τα Γιάννινα, αλλά ήταν το στεγαστικό δάνειο που είχε πάρει για να χτίσουμε το σπίτι. Κι έπρεπε να πληρωθεί, είχες δεν είχες. Διαφορετικά το έπαιρνε η Τράπεζα. Αυτή κι αν είναι παρδαλή!!! Αυτή, λοιπόν, ήταν η στέγασ’!
Πέρασαν τα χρόνια, άντε να θρέψεις και να μεγαλώσεις οχτώ παιδιά και να πληρώσεις και τη στέγασ’. Τα χαρτιά έρχονταν και ξανάρχονταν.
Η μάνα δεν ήξερε γράμματα και τα έβαζε για προσάναμμα στη φωτιά.
Έλεγε όμως και ξανάλεγε: Δεν γλιτών’ς με τίποτε απ’ τη στέγασ’. Θα μας το πάρ’ το σπίτ’. Μεγάλωσε η μάνα, πήρε σύνταξη από το ΟΓΑ, επίδομα Αντίστασης, το έκοψαν όμως γρήγορα, γιατί καθώς φαίνεται δεν ξεψείριζε καλά στην Αντίσταση τις συναγωνίστριες, πέθανε ο πατέρας, έφυγαν τα αδέρφια για την ξενιτιά, άλλοι για την Αθήνα και άλλοι για την Αυστραλία, μα ο καημός της μάνας ήταν η στέγασ’.
Και ήρθε το χαρτί από τη στέγασ’.
Ήταν το τελευταίο. Εκείνο το δάνειο που ήταν τόσο, έγινε κι άλλο τόσο! Βλέπεις αυτό δεν τρώει, αλλά μεγαλώνει μόνο του.
Έβαλε η μάνα το κεφάλι για χαμό.
Χώθηκε μέσα στα τσιόλια κι έσκουζε μια βδομάδα.
Τα είχα πει στον πατέρα σας.
Σκιζοκέφαλος αυτός. Δεν άκουγε κανέναν. Ησύχασε, όταν μαζέψαμε όλα τα χρήματα, έστειλαν και τα παιδιά από την Αυστραλία και μαζί πήγαμε-ήθελε να δει με τα μάτια της-στα Γιάννινα και πληρώσαμε το δάνειο.
Γύρισε στο χωριό και μετά από μια βδομάδα πέθανε. Τουλάχιστον είχε ησυχάσει από τον βραχνά. Δεν την κυνήγαγε η στέγασ’.»
(Από το βιβλίο, Αγναντίτικα Λιχνίσματα, Χάρι Ζάχου και Χρίστου Τούμπουρου, Έκδοση π. Δήμου Αγνάντων, 2007).
Έχουμε και λέμε: Αυτός που έχει ένα σπιτάκι, μια καλύβα όπου έβαζαν τον τσάπο και την κοπελή, χρειάζεται για να πάει στο χωριό, κάθε φορά που θα πάει, κι έναν μισθό.
Αν πληρώσει χαράτσια, ΕΤΑΚ , ρεύμα , νερό κλπ. άλλο ένα μισθό.
Να πάει δυο φορές το χρόνο, να δει μήπως στο σπίτι εγκαταστάθηκε ο Κούπα και ο Λούπα, μήπως απ’ τα χιόνια μπάζει νερά;
Άλλους δύο μισθούς.
Άρα, «πιε γουμάρ’ αγίασμα».
Το παρατάει ή στην καλύτερη το πουλάει και μένει εδώ στα αστικά κέντρα και βράζει στο ζουμί του.
Μ’ αυτά και τα άλλα την αποτέλειωσαν την Ήπειρο!
Και μη μού πει κανείς ότι γι’ αυτά δεν πρέπει να ασχοληθεί η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδας. Αυτό κι αν είναι πολιτικό θέμα!
Οι φτωχοί αντιμετωπίζουν αυτά τα προβλήματα.
Οι πλούσιοι; Σκασίλα τους.
Ποια χωριά της Ηπείρου και πράσινα άλογα, καθώς και πράσινη ανάπτυξη.
Και βίλες έχουν και Ινδούς, Αφγανούς, Φιλιππινέζες κλπ. έχουν, να τους υπηρετούν.
Η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδας δεν υπηρετεί ανθρώπους με τέτοιες αντιλήψεις, δηλαδή χωρίς πολιτική συνείδηση, πολιτικά αδιάφορους, ιδιώτες σύμφωνα με τους αρχαίους, δηλαδή βλαμμένους…, δηλαδή τέτοιους…, όπως τους ονοματίζει ο ποιητής:
http://www.epirus-ellas.gr
Η μετανάστευση καταβύθισε την Ήπειρο στα Τάρταρα. Δεν χρειάζονται μελέτες ούτε διαπιστώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το δείχνει η ίδια η πραγματικότητα.
Ερήμωσαν τα πάντα.
Ειδικά τα ηπειρώτικα χωριά μετατράπηκαν σε αληθινά γηροκομεία. Ο μέσος όρος ηλικίας των μόνιμων κατοίκων είναι πάνω από εβδομήντα έτη.
Να η μετανάστευση, να η εγκατάλειψη, να ο Κούπα και ο Κόλα, να…
Έπεσε περονόσπορος.
Ένα αίσθημα ανασφάλειας και...
απομόνωσης κυριαρχεί παντού, καθώς πολλά χωριά αποκλείονται τον χειμώνα από τα χιόνια και οι μεγαλύτεροι που έχουν απομείνει σε αυτά φοβούνται τώρα και κατεβαίνουν στην Αθήνα, κοντά στα παιδιά τους.
Σε πολλά ο επισκέπτης στέκεται με δέος και κοιτά τον έρημο τόπο λες και τον εγκατέλειψαν θεοί και άνθρωποι. Εκεί, όπου η αρμονία χρωμάτων από τη μοναδική βλάστηση συνυπάρχουν με την ομορφιά και την εγκατάλειψη, έτσι για να θυμίζουν προηγούμενη ζωή και να τονίζουν το μέγεθος της εγκατάλειψης.
(Φωτο. Κώστας Μαυροπάνος. Η Άγναντα. Παλιά ήταν κεφαλοχώρ’. Σήμερα, τον χειμώνα ειδικά; Ερμιά παντού!) |
Να δουν τα γερόντια, το σπίτι, να φκιάξουν τα κληματάκια για κανένα τσίπουρο, να καθαρίσουν το χωράφ’ απ’ τα γκουρπένια, να τα ετοιμάσουν όλα για το καλοκαίρι.
Κι έπεσε η πρώτη κατραπακιά.
Να τα διόδια, να η γέφυρα Ρίου –Αντιρρίου, να η βενζίνη, να, να , να.
Ακριβώς ο μισός μισθός.
Όσοι τυχαίνει να δουλεύουν. Γιατί περί τύχης πρόκειται…
Όσοι βρίσκονται σε «κινητικότητα», «συμβάλλουν στην εθνική ανάταση και προκοπή της χώρας μας!»
Κι έχει ο Θεός. «Βάλε με κυρά μ’ μέσα, βάλε με και παραμέσα».
Και έβαλαν και τα σπιτάκια, σπιτοκάλυβα, μαντριά και στάνες στο μάτι, αφού οι αρμόδιοι θεώρησαν όλα αυτά ως πηγή εισοδημάτων.
Κι άρχισε το άρμεγμα!
Να τα χαράτσια, να οι Δημοτικοί φόροι, η υπεραξία, το ΕΤΑΚ, και το διαολάκ, που θα έλεγε και η γιαγιά μου.
Και για του λόγου το αληθές.
Την απόδειξη μού την έδωσε ο μπάρμπα Βασίλης, ο άξεστος, αλλά πάνσοφος αυτός χωρικός.
Μού είπε:
“Για την καλύβα αυτή, ανεψιέ, που ο κισσός σκαρφάλωσε και έκλεισε τα παράθυρα πλήρωσα το σχετικό χαράτσι…”
Τον κοίταξα απορημένος. Αυτός όμως συνέχισε:
“Πρόσφατα διάβασα στις εφημερίδες ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις, ανάμεσά τους τηλεοπτικά κανάλια και επιχειρήσεις Τύπου, εξαιρέθηκαν από το χαράτσι για τα ακίνητα, και μάλιστα αναδρομικά (!), με υπουργική απόφαση.»
Κατόπιν τούτων έμπλεος υπερηφάνειας και χαράς (στη χώρα μου υπάρχει και απονέμεται η ΙΣΟΤΗΤΑ) ανέγνωσα το άρθρο 4 του Συντάγματος .
Άρθρο 4
1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.
2. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις.[…]
Δεν ξέρω γιατί, αλλά έτσι…. ΣΥΝΕΙΡΜΙΚΑ πήγα ΚΑΙ στον Κολοκοτρώνη. «Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς.
Ημείς, αν δεν είμεθα τρελοί, δεν εκάναμε την επανάσταση…”
Αυτά μού είπε ο μπάρμπας.
Κι αν τα είπε;
Αυτά τα σπιτάκια!
Το πώς φτιάχτηκαν κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί.
Ήμουν μαθητής Γυμνασίου και δούλευα Σαββατοκύριακα λασποπαίδι, όταν φκιάχναμε τα σπίτια που σχεδόν είχαν γκρεμιστεί από το σεισμό του 1967. Εκεί, να δεις τη νίλα όλων μας. Περισσότερο κόστιζε το τραπέζωμα των αρμοδίων για το δάνειο.
Άσε τις κότες, τις ξεφώλιασαν όλες οι αχόρταγοι, τα αυγά, τον τραχανά, ακόμα και το τσάι που είχαμε μαζέψει. Αυτά κι αν ήταν χαράτσια. Να σε κλαίνε οι ρέγγες. Και επειδή κάποιος μπορεί να μού πει ότι αυτά τα βγάζω εγώ από το μυαλό μου, αξίζει να διαβάσουμε τον πόνο της μάνας του Χάρη του Ζάχου για την έρμη την στέγασ’. (Χάρης –θα προσκρούσω στην μετριοπάθειά του, αλλά δεν μπορώ να σιωπήσω- εστί ένας γνήσιος Ηπειρώτης, με αξίες, που μια ζωή –εκπαιδευτικός ων- όργωσε σχολεία με μαθητές Ρομά και έχτισε τοίχια για να στεγάσει στα μυαλά των παιδιών αξίες και ιδανικά. Όλο το Μενίδι πίνει νερό στο όνομά του.)
Να τι γράφει ο Χάρης.
«Τότε που ήμουν μικρός, πολλές φορές άκουγα τη μάνα μου, που έλεγε: θα ‘ρθει η στέγασ’, να μας πάρ’ το σπίτ’.
Στο μυαλό μου έφερνα τις «παρδαλές» τραγουδίστριες που έφερνε ο πατέρας μου από τα Γιάννινα στο πανηγύρι, για να ξερογλείφονται οι νέοι και κυρίως οι γέροι.
Εργάτες, μικροί και μεγάλοι για τη στέγασ’ |
Έλεγα: Τι θέλουν αυτές να μας πάρουν το σπίτ’, αφού είναι πλούσιες. Τα νύχια τους βαμμένα τάχουν, τα μαλλιά τους κατσαρά είναι, ολόκληρες μυρίζουν αρώματα, φοράνε και μεταξωτό βρακί! –έβλεπα, έβλεπα-,τι δουλειά έχουν με το σπίτι το δικό μας;
Κι έλεγε η μάνα:
Θα βρεθούμε πάλι στου Σακαγιάνν’ το σπίτ’, μ’ αυτά που κάν’ ο πατέρας σας. Είναι και του Σχολαρχείου. Σπουδαγμένος.
Όταν μεγάλωσα λίγο κατάλαβα πως δεν ήταν οι τραγδιάρες που έφερνε ο πατέρας μου από τα Γιάννινα, αλλά ήταν το στεγαστικό δάνειο που είχε πάρει για να χτίσουμε το σπίτι. Κι έπρεπε να πληρωθεί, είχες δεν είχες. Διαφορετικά το έπαιρνε η Τράπεζα. Αυτή κι αν είναι παρδαλή!!! Αυτή, λοιπόν, ήταν η στέγασ’!
Πέρασαν τα χρόνια, άντε να θρέψεις και να μεγαλώσεις οχτώ παιδιά και να πληρώσεις και τη στέγασ’. Τα χαρτιά έρχονταν και ξανάρχονταν.
Η μάνα δεν ήξερε γράμματα και τα έβαζε για προσάναμμα στη φωτιά.
Έλεγε όμως και ξανάλεγε: Δεν γλιτών’ς με τίποτε απ’ τη στέγασ’. Θα μας το πάρ’ το σπίτ’. Μεγάλωσε η μάνα, πήρε σύνταξη από το ΟΓΑ, επίδομα Αντίστασης, το έκοψαν όμως γρήγορα, γιατί καθώς φαίνεται δεν ξεψείριζε καλά στην Αντίσταση τις συναγωνίστριες, πέθανε ο πατέρας, έφυγαν τα αδέρφια για την ξενιτιά, άλλοι για την Αθήνα και άλλοι για την Αυστραλία, μα ο καημός της μάνας ήταν η στέγασ’.
Όχι, δεν είναι η μάνα στην Αντίσταση. Είναι η θεια Ρίνα, που όργωσε όλα τα Τζουμερκιώτικα βουνά στην Αντίσταση και τώρα δεν μπορεί να πληρώσει το χαράτσι… |
Ήταν το τελευταίο. Εκείνο το δάνειο που ήταν τόσο, έγινε κι άλλο τόσο! Βλέπεις αυτό δεν τρώει, αλλά μεγαλώνει μόνο του.
Έβαλε η μάνα το κεφάλι για χαμό.
Χώθηκε μέσα στα τσιόλια κι έσκουζε μια βδομάδα.
Τα είχα πει στον πατέρα σας.
Σκιζοκέφαλος αυτός. Δεν άκουγε κανέναν. Ησύχασε, όταν μαζέψαμε όλα τα χρήματα, έστειλαν και τα παιδιά από την Αυστραλία και μαζί πήγαμε-ήθελε να δει με τα μάτια της-στα Γιάννινα και πληρώσαμε το δάνειο.
Γύρισε στο χωριό και μετά από μια βδομάδα πέθανε. Τουλάχιστον είχε ησυχάσει από τον βραχνά. Δεν την κυνήγαγε η στέγασ’.»
(Από το βιβλίο, Αγναντίτικα Λιχνίσματα, Χάρι Ζάχου και Χρίστου Τούμπουρου, Έκδοση π. Δήμου Αγνάντων, 2007).
Έχουμε και λέμε: Αυτός που έχει ένα σπιτάκι, μια καλύβα όπου έβαζαν τον τσάπο και την κοπελή, χρειάζεται για να πάει στο χωριό, κάθε φορά που θα πάει, κι έναν μισθό.
Αν πληρώσει χαράτσια, ΕΤΑΚ , ρεύμα , νερό κλπ. άλλο ένα μισθό.
Να πάει δυο φορές το χρόνο, να δει μήπως στο σπίτι εγκαταστάθηκε ο Κούπα και ο Λούπα, μήπως απ’ τα χιόνια μπάζει νερά;
Άλλους δύο μισθούς.
Άρα, «πιε γουμάρ’ αγίασμα».
Το παρατάει ή στην καλύτερη το πουλάει και μένει εδώ στα αστικά κέντρα και βράζει στο ζουμί του.
Μ’ αυτά και τα άλλα την αποτέλειωσαν την Ήπειρο!
Και μη μού πει κανείς ότι γι’ αυτά δεν πρέπει να ασχοληθεί η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδας. Αυτό κι αν είναι πολιτικό θέμα!
Οι φτωχοί αντιμετωπίζουν αυτά τα προβλήματα.
Οι πλούσιοι; Σκασίλα τους.
Ποια χωριά της Ηπείρου και πράσινα άλογα, καθώς και πράσινη ανάπτυξη.
Και βίλες έχουν και Ινδούς, Αφγανούς, Φιλιππινέζες κλπ. έχουν, να τους υπηρετούν.
Η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδας δεν υπηρετεί ανθρώπους με τέτοιες αντιλήψεις, δηλαδή χωρίς πολιτική συνείδηση, πολιτικά αδιάφορους, ιδιώτες σύμφωνα με τους αρχαίους, δηλαδή βλαμμένους…, δηλαδή τέτοιους…, όπως τους ονοματίζει ο ποιητής:
Και συ λοιπόν στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις από φωνή από τροφή
από άλογο
από σπίτι.
Στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος:
Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν.
Μιχάλης Κατσαρός http://www.epirus-ellas.gr