Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

Κυβερνήτης παραμένει η τρόικα

       Του Μανόλη Γ. Δρεττάκη* 
Σε προσυνεδριακή ομιλία του ο πρωθυπουργός στη Θεσσαλονίκη αναφέρθηκε, ως συνήθως, απαξιωτικά στον ΣΥΡΙΖΑ και πρόσθεσε ότι, αντίθετα προς τον πρόεδρό του, «Εμείς οι τρεις τραβάμε κουπί». Πράγματι, μέχρι τις 20.6.2013 οι τρεις αρχηγοί και τα κόμματά τους τραβούσαν κουπί, δεδομένου ότι η τρικομματική τους
κυβέρνηση ήταν οι κωπηλάτες του σκάφους που λέγεται Ελλάδα. Κυβερνήτης, όμως, του σκάφους δεν είναι ο πρωθυπουργός αλλά η τρόικα των δανειστών μας, δεδομένου ότι όλες οι αποφάσεις της κυβέρνησής του δεν έχουν καμιά απολύτως ισχύ, αν δεν εγκριθούν από αυτήν. Η έγκριση ή η απόρριψή τους εξαρτάται από το αν οι αποφάσεις αυτές προωθούν ή εμποδίζουν το σκάφος να φτάσει στον προορισμό στον οποίο το κατευθύνει η τρόικα.

Τίποτε από τα παραπάνω δεν άλλαξε ουσιαστικά μετά την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από την κυβέρνηση εξαιτίας της αλαζονικής και αντισυνταγματικής απόφασης του πρωθυπουργού να κλείσει την ΕΡΤ, όχι για τους λόγους που επικαλέστηκε, αλλά για να ικανοποιήσει την απαίτηση του κυβερνήτη για 2.000 απολύσεις. 

Ποιοι, όμως, είναι οι ενδιάμεσοι σταθμοί και ο τελικός ο προορισμός του σκάφους; Δηλαδή ποιοι είναι οι βασικοί ενδιάμεσοι στόχοι και ο τελικός στόχος των μέτρων που επιβάλλει η τρόικα με τα Μνημόνια τα οποία εκτέλεσαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις και συνεχίζει να εκτελεί η σημερινή;

Η απάντηση που έδιναν ο πρωθυπουργός και οι δύο μέχρι πριν από λίγες μέρες συν-κωπηλάτες του, και επαναλαμβάνει εκείνος που παρέμεινε, είναι ότι στόχος των Μνημονίων είναι η σωτηρία της χώρας. Εχουν, όμως, έτσι τα πράγματα;

Την αλήθεια ήρθε να την αποκαλύψει η διαμάχη που προκάλεσε η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την αποτυχία της πολιτικής που εφαρμόζεται στη χώρα μας. Θέλοντας να διαγράψει τα λάθη του (πολλαπλασιαστές, προβλέψεις για την πορεία της οικονομίας κ.λπ.), επέρριψε εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την αποτυχία αυτή στους Ευρωπαίους ηγέτες, οι οποίοι, κατά τους ισχυρισμούς του, δεν δέχονταν να γίνει αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους το 2010. 

Αντικρούοντας τις κατηγορίες του ΔΝΤ, αξιωματούχοι της Ε.Ε. δήλωσαν ότι, αν γινόταν αναδιάρθρωση (δηλαδή το «κούρεμα») του ελληνικού δημόσιου χρέους το 2010, υπήρχε κίνδυνος να προκληθούν σοβαρά προβλήματα στις τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία των κρατών-μελών της Ε.Ε. που διακρατούσαν ελληνικά ομόλογα (τα οποία στη συνέχεια «ξεφορτώθηκαν»). Επιπλέον, πρόσθεσαν, το «κούρεμα» το 2010 πιθανόν να προκαλούσε χαλάρωση, ενώ η διατήρηση του δημόσιου χρέους σε υψηλά επίπεδα αποτελούσε (και αποτελεί) ισχυρό μοχλό πίεσης στις ελληνικές κυβερνήσεις να ανταποκριθούν στις δεσμεύσεις τους. Ετσι ωμά συμπεριφέρονται οι δανειστές προκειμένου να επιτύχουν τους στόχους της πολιτικής τους. 

Πρώτος και σοβαρότερος στόχος της πολιτικής αυτής είναι η εξυπηρέτηση παλαιότερων δανείων, δηλαδή να συνεχιστεί η καταβολή στους κατόχους ελληνικών ομολόγων (τώρα κυρίως τα κράτη και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) των χρεολυσίων και τόκων προηγούμενων δανείων (το 85% των νέων δανείων ύψους 205 δισ. ευρώ τα τρία τελευταία χρόνια έχει απορροφηθεί από αυτά). 

Δεύτερος στόχος είναι η εσωτερική υποτίμηση, η οποία επιτυγχάνεται με την εξοντωτική μείωση των μισθών και ημερομισθίων, την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και τη δημιουργία 900.000 νέων ανέργων, οι οποίοι αναζητούν ανασφάλιστη εργασία με αμοιβές πείνας.

Οι δύο αυτοί βασικοί στόχοι έχουν επιτευχθεί με τεράστιο εθνικό, κοινωνικό και οικονομικό κόστος. Το κόστος αυτό θα αυξηθεί με την ενδεχόμενη επιτυχία του τρίτου στόχου, τον οποίο τώρα αναλαμβάνει να υλοποιήσει η «νέα» δικομματική κυβέρνηση, δηλαδή το ξεπούλημα μισοτιμής κερδοφόρων δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών καθώς και «φιλέτων» της ελληνικής γης. 

Οι τρεις παραπάνω στόχοι μπορεί να θεωρηθούν ως ενδιάμεσοι σταθμοί του τελικού προορισμού στον οποίο κατευθύνει το σκάφος που λέγεται Ελλάδα ο πραγματικός κυβερνήτης. Ποιος, όμως, είναι ο τελικός προορισμός του σκάφους αυτού, καθώς και των άλλων σκαφών που έχουν τον ίδιο κυβερνήτη, δηλαδή της Πορτογαλίας και της Κύπρου προς το παρόν και, ενδεχομένως στο μέλλον, της Ισπανίας και της Ιταλίας; (Εξαιρούμε την Ιρλανδία, επειδή πρόκειται για μια εντελώς ειδική περίπτωση κράτους-μέλους της ευρωζώνης, τόσο σε ό,τι αφορά τη δομή της οικονομίας της όσο και τους στενούς δεσμούς της με τις ΗΠΑ και τον ρόλο των αμερικανικών πολυεθνικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στο έδαφός της.)

Σαφής απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή, παρ’ ότι –στην περίπτωση που η ευρωζώνη διατηρηθεί εν ζωή– υπάρχουν ορισμένοι που υποστηρίζουν ότι μπορεί τα κράτη-μέλη της να διαχωριστούν σε δύο ομάδες: την κυρίαρχη, που θα τη συγκροτούν κυρίως τα βόρεια κράτη, και την υποτελή, την οποία θα αποτελούν κυρίως, αλλά όχι μόνο, τα νότια, τα οποία θα υπακούουν και θα υπηρετούν τα βόρεια. Αυτά, όμως, είναι «λογαριασμοί χωρίς τον ξενοδόχο», δηλαδή τους λαούς. Την τελική απάντηση τόσο στην Ελλάδα όσο και στα άλλα κράτη θα τη δώσουν οι λαοί, και από την απάντησή τους θα εξαρτηθεί η πορεία των χωρών τους τις επόμενες δεκαετίες.
* Ο Μανόλης Γ. Δρεττάκης είναι τέως: αντιπρόεδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ

http://www.efsyn.gr