Τα βασανιστήρια ανήκουν στην πιο σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης συμπεριφοράς», γράφει ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζέιμς Μπέκετ, στο πόνημά του με τίτλο «Βαρβαρότητα στην Ελλάδα, 1967-1969», που εκδόθηκε το 1970 στη Ν. Υόρκη και στη συνέχεια σε Καναδά, Ιταλία, Σουηδία, Βρετανία - ακόμη και στην Τουρκία. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1997 (μτφρ. Φραγκώ Καράογλαν, εκδόσεις «Το Ποντίκι»).
Ο Μπέκετ είχε έρθει στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1967, ως δικηγόρος της Διεθνούς Αμνηστίας, για να ερευνήσει τις καταγγελίες βασανιστηρίων και στη συνέχεια να δημοσιοποιήσει -με πολυάριθμες ομιλίες και εμφανίσεις- την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το δικτατορικό καθεστώς. Στο αμέσως επόμενο ταξίδι του στην Ελλάδα είχε κηρυχθεί «persona non grata» και του απαγορεύτηκε η είσοδος.
H EKTEΛΕΣΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΒΑΣΑΝΙΣΤΗ ΜΑΛΛΙΟΥ
Την Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 1976, στις 22:15, δολοφονείται στην οδό Άτλαντος, στο Π. Φάληρο, ο απότακτος αστυνομικός και βασανιστής της χούντας Ευάγγελος Μάλλιος. Δύο άτομα τον δολοφόνησαν με το ίδιο 45άρι με το οποίο δολοφονήθηκε ο Γουέλς. Λίγο προτού ξεψυχήσει, στη Γενική Κλινική Παλαιού Φαλήρου, ο Μάλλιος φώναξε στους γιατρούς: «1973 (προφανώς αριθμός αυτοκινήτου), ένας ψηλός και μία κοπέλα». Τον ίδιο αριθμό είχε φωνάξει και τη στιγμή που έπεφτε αιμόφυρτος στο δρόμο.
Σε ρεπορτάζ εφημερίδων της εποχής αναφερόταν: «Παράγοντες των αρχών ασφαλείας πιστεύουν πως πίσω από την επωνυμία αυτή (σ.σ.: 17Ν) κρύβεται κάποια άλλη οργάνωση που έχει αντικειμενικό σκοπό τη δημιουργία ανώμαλων καταστάσεων. Σαν έδρα της οργάνωσης 17 Νοέμβρη εμφανίστηκε πριν από δύο χρόνια το Μόντρεαλ του Καναδά και από στοιχεία που προέκυψαν αργότερα δόθηκε η εντύπωση ότι υπήρξαν “διακλαδώσεις” στην Αθήνα και στη Ρώμη».
«Έργο επαγγελματιών ο φόνος του Μάλλιου» έγραφε στον τίτλο του το «Βήμα» της 16ης.12.1976 και συμπλήρωνε στον υπέρτιτλο: «Πολλές ομοιότητες με το φόνο του σταθμάρχη της CIA Γουέλς». Στην «Ελευθεροτυπία» της 15ης.12.1976 αναφερόταν: «Διευκολύνει η δολοφονία τους κύκλους της ανωμαλίας – Η Χούντα ξενύχτησε δίπλα στο πρώτο της παλικάρι».
Την εποχή εκείνη οι αστυνομικές αρχές ήταν στα ίχνη του Χρήστου Κασσίμη, πιστεύοντας πως είναι ο άνθρωπος που «έφερε το αντάρτικο πόλεων στην Ελλάδα».
Όμως ένα χρόνο αργότερα, στις 20 Οκτωβρίου 1977, ο Χρήστος Κασσίμης σκοτώθηκε σε συμπλοκή με αστυνομικούς στη λαχαναγορά του Ρέντη. Κατά τους αστυνομικούς, σκόπευε να τοποθετήσει βόμβα στις παρακείμενες εγκαταστάσεις της γερμανικής βιομηχανίας AEG. Οι αστυνομικοί τις πρώτες ημέρες μετά τη συμπλοκή είχαν αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο ο Κασσίμης να συνδέεται με τους δολοφόνους του Γουέλς και του Μάλλιου. Ο λόγος γι’ αυτό ήταν ότι το αυτοκίνητο που είχε χρησιμοποιήσει ο Κασσίμης είχε κλαπεί από το Παγκράτι, περιοχή από την οποία τα μέλη της 17Ν είχαν κλέψει τα αυτοκίνητα που χρησιμοποίησαν στις δολοφονίες Γουέλς και Μάλλιου». («Τα Νέα», 22.10.1977).
Στην προκήρυξή της η 17Ν έλεγε μεταξύ άλλων: «Αποφασίσαμε να εκτελέσουμε παραδειγματικά έναν από τους κύριους αρχιβασανιστές, τον πασίγνωστο Ευάγγελο Μάλλιο. Ο αστυνόμος Μάλλιος δεν ήταν κανένα τσιράκι που εκτελούσε διαταγές ανωτέρων. Μαζί με τους ομοίους του, Λάμπρου, Μπάμπαλη, Καραπαναγιώτη, ήταν τα αφεντικά στα μπουντρούμια της Μπουμπουλίνας και της Μεσογείων. Χιλιάδες αγωνιστές υπέφεραν στα χέρια τους. Σήμερα τα καθάρματα αυτά κυκλοφορούν ελεύθερα και κοροϊδεύουν τα θύματά τους και τον ελληνικό λαό. Κανένας θεσμός δεν μπόρεσε να τους τιμωρήσει. (…) Αν και πολλοί αξιωματικοί, ανάμεσά τους και ο Μάλλιος, κατηγορήθηκαν για τα βασανιστήρια, δικάστηκαν επιεικώς και σχεδόν έμειναν ατιμώρητοι» (απόσπασμα από την προκήρυξη της 17Ν που η οργάνωση άφησε στον τόπο του εγκλήματος).
Η δίκη Μάλλιου – Μπάμπαλη
Ένα χρόνο πριν, στις 11 Νοεμβρίου του 1975, ξεκινούσε στη Χαλκίδα η δίκη των αρχιβασανιστών της χούντας Μάλλιου, Μπάμπαλη, Καραπαναγιώτη και Κραβαρίτη.
Η απόφαση ήταν αθωωτική, κάτι που προκαλεί την οργή της κοινής γνώμης. Μεταξύ άλλων, ακούγεται πως «οι αστυνομικοί Μάλλιος, Μπάμπαλης, Καραπαναγιώτης και Κραβαρίτηςήταν ικανότατοι και εκτελούσαν υποδειγματικά τα καθήκοντά τους». Κατά τη διάρκεια της δίκης η συμπεριφορά των κατηγορουμένων είναι προκλητική, παίρνουν το ρόλο του ανακριτή, υποβάλλοντας προκλητικές ερωτήσεις στους μάρτυρες, ενώ διατείνονται πως οι κακώσεις που φέρουν τα θύματά τους είναι αποτέλεσμα αυτοτραυματισμού.
Τα «Νέα» κυκλοφορούν με τίτλο «Προκλητικοί οι βασανιστές στη Χαλκίδα»: «Οι κατηγορούμενοι είναι προκλητικοί. Γελάνε την ώρα που τα θύματά τους καταθέτουν για τα απάνθρωπα βασανιστήρια που υπέστησαν στην Ασφάλεια. Συνεχίζουν τον πόλεμο λάσπης κατά των μαρτύρων κατηγορίας, υποστηρίζοντας για μερικούς απ’ αυτούς ότι συνεργάστηκαν με την Ασφάλεια».
Η κοινωνική οργή για την ατιμωρησία των βασανιστών εκφράζεται με μια σειρά συνθημάτων, όπως «Οι φασίστες στο Γουδί», «Δίκες λαϊκές για τους βασανιστές», «Φόλα στο σκύλο της ΕΣΑ», «Ο λαός δεν ξεχνά, τους φασίστες τους κρεμά» κ.λπ.
Η δολοφονία του Μάλλιου ένα χρόνο αργότερα έρχεται μέσα σ’ αυτό το κλίμα. Λίγες μέρες μετά την εκτέλεση, η ομάδα «Προλεταριακή Αριστερά» εκδίδει προκήρυξη συμπαράστασης στη 17Ν.
Παράλληλα, στην κηδεία του Μάλλιου σημειώνονται έντονα επεισόδια από ακροδεξιούς, υποστηρικτές της δικτατορίας, μεταξύ των οποίων και οι Γεωργαλάς, Αγαθαγγέλου καιΜιχαλολιάκος-της Χρυσής Αυγής. Οι παριστάμενοι φωνάζουν αντικομμουνιστικά συνθήματα και, σύμφωνα με πληροφορίες, ξυλοκοπούν 5 δημοσιογράφους υπό την ανοχή της Αστυνομίας.
Μέσα σε αυτή την εκρηκτική κατάσταση, δεν λείπουν και οι φωνές που μιλούν για «προβοκάτσια» εκ μέρους των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών ή άλλων «σκοτεινών κύκλων» και συμφερόντων που επιζητούν την πολιτική αναστάτωση της χώρας. Ειδικά τις πρώτες μέρες, το ενδεχόμενο αυτό αναδεικνύεται αρκετά από την αστυνομική διεύθυνση, τον πολιτικό κόσμο, αλλά και μέρος των ΜΜΕ.
Σε δημοσίευμα των «Νέων» (22.10.1977) αναφέρεται πως «παράγοντες των αρχών ασφαλείας πιστεύουν πως πίσω από την επωνυμία αυτή (σ.σ. 17Ν) κρύβεται κάποια άλλη οργάνωση που έχει αντικειμενικό σκοπό τη δημιουργία ανώμαλων καταστάσεων».
Ήταν τέτοιο το κλίμα που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιστρέφει εσπευσμένα από το Πακιστάν και ενημερώνεται για το τεταμένο κοινωνικό κλίμα, ενώ το βάρος της κατάστασης πέφτει στον τότε υπουργό Άμυνας, Ευάγγελο Αβέρωφ, που υποστηρίζει πως ο Μάλλιος στάθηκε άτυχος επειδή ήταν υπεύθυνος του τομέα της Ασφάλειας που ανέκρινε τους κομμουνιστές. «Ο Μάλλιος δεν ήταν βασανιστής, μολονότι, όπως πολλοί άλλοι στη θέση του, είχε μάλλον χαστουκίσει κρατούμενους στη διάρκεια των ανακρίσεων», ισχυρίζεται ο Αβέρωφ!
Η εκτίμηση που κάνει ο Βρετανός πρέσβης, σε επιστολή του προς το Φόρεϊν Όφις, για τη στάση του υπουργού είναι πως «βεβαίως ανήκει στη δεξιά πτέρυγα της κυβέρνησης και τα καθήκοντά του αυτή την περίοδο, αλλά και οι πολιτικές του φιλοδοξίες μακροπρόθεσμα τον κάνουν να αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη ανεκτικότητα τις απρεπείς πράξεις του προηγούμενου καθεστώτος. Αλλά γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η προειδοποίησή του για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις που μπορεί να έχει η δολοφονία του Μάλλιου στους κύκλους της Δεξιάς θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη».
Η προκήρυξη πριν από την εκτέλεση
Στην προκήρυξή της για τη δολοφονία Μάλλιου, η 17Ν αναφέρει μεταξύ άλλων. Είχε γραφτεί από το Σεπτέμβριο του ’76, τρεις μήνες δηλαδή πριν δολοφονηθεί ο Ε. Μάλλιος.
«ΟΡΓΑΝΩΣΗ 17 ΝΟΕΜΒΡΗ
Δύο ολόκληρα χρόνια ο Ελλ. Λαός περιμένει να δει την τιμωρία των βασανιστών της ασφάλειας, των εγκληματιών του λαού που επί 7,5 χρόνια βασάνιζαν με μεσαιωνικά και βάρβαρα βασανιστήρια χιλιάδες αντιφασίστες αγωνιστές. Κι αντί για τιμωρία βλέπει την αποκατάσταση των βασανιστών. Όλοι οι βασανιστές της ασφάλειας κυκλοφορούν λεύτεροι. Οι περισσότεροι ξαναγύρισαν στις θέσεις τους. Κι αυτοί που αποστρατεύτηκαν για τα μάτια παραμένουν οι μυστικοσύμβουλοι της ασφάλειας ενώ παράλληλα ξεκουράζονται στα πολυτελή διαμερίσματα και τις βίλες τους που έκτισαν βασανίζοντας τον Ελλ. Λαό.
Το κράτος δεν άσκησε καμία δίωξη. Η Δικαιοσύνη τους αθώωσε στη Χαλκίδα και σε άλλες δίκες, δείχνοντας χειροπιαστά ότι δεν υπάρχει Δικαιοσύνη, κράτος δικαίου, κι ο λαός δεν έχει να περιμένει τίποτε απ’ αυτή. Κι ενώ οι βασανιστές και οι άλλοι φασίστες του Κράτους και του παρακράτους αφήνονται ανενόχλητοι, ταυτόχρονα συνεχίζεται το χτύπημα του λαϊκού κινήματος. Άλλοι όπως ο αγωνιστής Ψαρουδάκης κλείνονται στις φυλακές επειδή κριτίκαραν το περίφημο “στιγμιαίο” του Αρείου Πάγου που αθώωσε τους 104 ψευτοϋπουργούς. Στη μαζική διαδήλωση στις 25 του Μάη ενάντια στον αντεργατικό νόμο 300, εκατοντάδες αγωνιστές τρομοκρατούνται απ’ τις αύρες, ξυλοκοπούνται, τραυματίζονται, τέλος σκοτώνονται -όπως η γυναίκα στα Χαυτεία. Άλλοι πέφτουν θύματα της αστυνομικής τρομοκρατίας όπως ο αγωνιστής Σιδέρης.
Τέλος, για άλλους, όπως ο ηρωικός αγωνιστής Παναγούλης, οι φασίστες δεν δίστασαν να επιστρατεύσουν τα τελειότερα κι επιστημονικότερα μέσα τους: την καμουφλαρισμένη σε “τροχαίο ατύχημα” δολοφονία. Ο Παναγούλης είχε την αφέλεια να πιστέψη ότι, σαν βουλευτής, μπορούσε να χώνη τη μύτη του σε μέρη απλησίαστα, να κάνει ατομικές έρευνες για τα αρχεία της ΕΣΑ, την πολιτεία του φασίστα Αβέρωφ, την Κύπρο κ.τ.λ. Είχε το θράσος να συλλαμβάνει τους φασίστες που τον παρακολουθούσαν χωρίς να τους παραδίνει στην Αστυνομία. Μέθοδες απαράδεκτες για σοβαρούς κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους. Οι φασίστες λοιπόν αποφάσισαν να του κόψουν τον “τσαμπουκά” όπως είπαν.
…Έτσι αποφασίσαμε να εκτελέσουμε παραδειγματικά έναν από τους κυριώτερους αρχιβασανιστές, τον πασίγνωστο Ευάγγελο Μάλλιο. Ο αστυνόμος Μάλλιος δεν ήταν κανένα τσιράκι που εκτελούσε διαταγές ανωτέρων. Μαζί με τους ομοίους του Λάμπρου, Μπάμπαλη, Καραπαναγιώτη, ήσαν τα αφεντικά στα μπουντρούμια της Μπουμπουλίνας και της Μεσογείων. Αυτοί αποφάσιζαν για τα βασανιστήρια, κι έπαιρναν μέρος σ’ αυτά. Χιλιάδες αγωνιστές υπέφεραν στα χέρια τους. Σήμερα τα καθάρματα αυτά κυκλοφορούν ελεύθερα και κοροϊδεύουν τα θύματά τους και τον Ελλ. Λαό. Κανένας θεσμός δεν μπόρεσε να τους τιμωρήση. Ούτε η Βουλή, ούτε η Κυβέρνηση, ούτε η Δικαιοσύνη. Ο Ελλ. Λαός θα τους αναλάβη πια μόνος του. Το προηγούμενο της ατιμωρησίας του δοσιλογισμού δεν θα επαναληφθεί.
Σήμερα τα πράγματα ξεκαθάρισαν. Οι ψευδαισθήσεις ορισμένων γκρεμίστηκαν. Ο Καραμανλής με βήματα αργά αλλά σταθερά εκπλήρωσε την αποστολή που του είχαν αναθέσει αυτοί που τον έφεραν: Ο Κίσσιγκερ κι η χούντα κι όχι ο Ελλ. Λαός. Το συστηματικό κτίσιμο ενός καθεστώτος καλυμμένου φασισμού με κοινοβουλευτική βιτρίνα. Απαγορεύονται οι διαδηλώσεις, απαγορεύονται οι απεργίες, διώκονται οι συνδικαλιστές, απαγορεύεται η αφισσοκόληση, η διανομή τρακτ, προστατεύονται με το “ιδιώνυμο” οι φασίστες της ασφάλειας ενώ διώκονται οι πολίτες κ.τ.λ.…
Ο Μπέκετ είχε έρθει στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1967, ως δικηγόρος της Διεθνούς Αμνηστίας, για να ερευνήσει τις καταγγελίες βασανιστηρίων και στη συνέχεια να δημοσιοποιήσει -με πολυάριθμες ομιλίες και εμφανίσεις- την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το δικτατορικό καθεστώς. Στο αμέσως επόμενο ταξίδι του στην Ελλάδα είχε κηρυχθεί «persona non grata» και του απαγορεύτηκε η είσοδος.
Ηταν τότε που ο δικτάτορας Παπαδόπουλος κατηγορούσε ως ψευδή τα περί βασανιστηρίων και δήλωνε πως «αν προσκομιστεί οποιαδήποτε απόδειξις, θα κρεμάσω τους ενόχους εις την πλατείαν Συντάγματος»!
Βασανιστές και τιμωρία
Τα βασανιστήρια, ωστόσο, συνεχίστηκαν ώς την πτώση της χούντας, χωρίς να κρεμαστεί κανένας αυτουργός στην πλατεία Συντάγματος. Ηταν -όπως θα θυμίσω πιο κάτω- η μεταδικτατορική Δικαιοσύνη που τιμώρησε κάποιους.
Στο προαναφερθέν βιβλίο του, ο Μπέκετ δεν αρκείται στις δικές του διαπιστώσεις κι επισημάνσεις· παραθέτει τις μαρτυρίες αρκετών βασανισθέντων για την αντιδικτατορική τους δράση, μεταξύ άλλων της ηθοποιού Κίττυς Αρσένη, του δημοσιογράφου (και μεταδικτατορικού υπουργού) Διονύση Λιβανού, του πολιτικού επιστήμονα Γεράσιμου Νέστορα, του αρχαιολόγου και δημοσιογράφου Γιάννη Λελούδα, του ταξίαρχου Αγγελου Πνευματικού, ακόμη κι ενός ιερωμένου, του Πέτρου Γαβαλά.
Η Κίττυ Αρσένη είναι και η πρώτη που, καταφέρνοντας να φύγει στο εξωτερικό, κατήγγειλε τους βασανισμούς στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενώ έγραψε και σχετικό βιβλίο. Βιβλία-μαρτυρίες για τα βασανιστήρια έγραψαν επίσης ο Περικλής Κοροβέσης, ο Ελληνογάλλος δημοσιογράφος Γιάννης Σταράκης, ο Διονύσης Λιβανός, ο Γιάννης Κάτρης και άλλοι.
Οι δίκες των βασανιστών έλαβαν χώρα πριν από 35 χρόνια -από το καλοκαίρι ώς τον χειμώνα του 1975-, έναν χρόνο μετά την πτώση της χούντας, σε Αθήνα, Πάτρα και Χαλκίδα, με τους περισσότερους κατηγορουμένους να πέφτουν «στα μαλακά» και μερικούς να αθωώνονται. Μεταξύ των αθωωθέντων και οι -γνωστοί από πολλές καταγγελίες- αστυνόμοι Ευάγγελος Μάλλιος και Πέτρος Μπάμπαλης, που έπεσαν νεκροί λίγο αργότερα - ο πρώτος τον Δεκέμβριο του 1976 από τα πυρά της οργάνωσης «17 Νοέμβρη» και ο δεύτερος τον Ιανουάριο του 1979 από την οργάνωση «Ιούνης '78».
Χωρίς λαϊκή στήριξη
Αλλά προς τι και γιατί τα βασανιστήρια; το (μάλλον αφελές) ερώτημα. Και η απάντηση του Μπέκετ: «Επειδή το καθεστώς δεν μπορεί να στηρίζεται στη λαϊκή στήριξη, υπάρχει μια σαφής λογική στη χρήση βασανιστηρίων: τα βασανιστήρια εφαρμόζονται από εκείνους που κατέλαβαν την εξουσία για να την κρατήσουν».
Η Λιλή Ζωγράφου, στο βιβλίο της «17 Νοεμβρίου 1973» (3η έκδ., «Γραμμή», 1984), αναφερόμενη στους συλληφθέντες φοιτητές στην εξέγερση του Πολυτεχνείου που βασανίστηκαν, γράφει: «Από ποιους Ελληνες στρατολογήθηκαν οι χιλιάδες βασανιστές των Ελλήνων; [...] Γιατί είναι γεγονός ότι τα βασανιστήρια των ναζί ωχριούν μπροστά στα μεθοδευμένα βασανιστήρια των δικών μας βασανιστών. Αν εξαιρέσουμε το κομφόρ της ομαδικής εξόντωσης που διαθέτανε τα γερμανικά στρατόπεδα, εμείς ξεπεράσαμε σε θηριωδία τους ναζί».
Και: «Με ποιον τρόπο, με ποια μέσα νικήσαμε την ανθρωπιά του Ρωμιού; Με ποια επιχειρήματα στραγγαλίσαμε το φυσικό συναισθηματισμό του; Πώς τον μεταβάλαμε από γείτονα, συγγενή, κουμπάρο, σε σαδιστή ψύχραιμο, σε βασανιστή όχι ξένων εισβολέων, όχι αλλόγλωσσων κι αλλόθρησκων;»
Μια καίρια επισήμανση του καθηγητή (και μεταδικτατορικού υπουργού) Γ. Α. Μαγκάκη(επίσης από τους δεινοπαθήσαντες επί χούντας) στο βιβλίο του «Γράμμα από τη φυλακή για τους Ευρωπαίους» (εκδ. «Ικαρος», 1974), που, δημοσιευμένο σε εφημερίδες και περιοδικά ανά τον κόσμο, χαρακτηρίστηκε ως «ένα μεγάλο ντοκουμέντο της εποχής μας»: «Η βία, που στραγγαλίζει τη χώρα μου, μ' έμαθε πολλά. Ανάμεσα σ' αυτά, και την αξία της άρνησης στην υποταγή».
Και ο συνταγματολόγος Δημήτρης Τσάτσος (... ομοιοπαθής κι αυτός), προλογίζοντας την επανέκδοση του ίδιου βιβλίου, το 2007: «Αναγνώστη της νέας γενιάς, επανέρχομαι σ' εσένα. Εχασες που είσαι νέος κι έτσι δεν έζησες εκείνη την εποχή. Θα γνώριζες το όραμα. Θα σου γινόταν (πιο;) ορατή η σημερινή μεγάλη παρακμή. Η παρακμή μέσα στην οποία γεννήθηκες και συνεχίζεις να ζεις». *
H EKTEΛΕΣΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΒΑΣΑΝΙΣΤΗ ΜΑΛΛΙΟΥ
Την Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 1976, στις 22:15, δολοφονείται στην οδό Άτλαντος, στο Π. Φάληρο, ο απότακτος αστυνομικός και βασανιστής της χούντας Ευάγγελος Μάλλιος. Δύο άτομα τον δολοφόνησαν με το ίδιο 45άρι με το οποίο δολοφονήθηκε ο Γουέλς. Λίγο προτού ξεψυχήσει, στη Γενική Κλινική Παλαιού Φαλήρου, ο Μάλλιος φώναξε στους γιατρούς: «1973 (προφανώς αριθμός αυτοκινήτου), ένας ψηλός και μία κοπέλα». Τον ίδιο αριθμό είχε φωνάξει και τη στιγμή που έπεφτε αιμόφυρτος στο δρόμο.
Σε ρεπορτάζ εφημερίδων της εποχής αναφερόταν: «Παράγοντες των αρχών ασφαλείας πιστεύουν πως πίσω από την επωνυμία αυτή (σ.σ.: 17Ν) κρύβεται κάποια άλλη οργάνωση που έχει αντικειμενικό σκοπό τη δημιουργία ανώμαλων καταστάσεων. Σαν έδρα της οργάνωσης 17 Νοέμβρη εμφανίστηκε πριν από δύο χρόνια το Μόντρεαλ του Καναδά και από στοιχεία που προέκυψαν αργότερα δόθηκε η εντύπωση ότι υπήρξαν “διακλαδώσεις” στην Αθήνα και στη Ρώμη».
«Έργο επαγγελματιών ο φόνος του Μάλλιου» έγραφε στον τίτλο του το «Βήμα» της 16ης.12.1976 και συμπλήρωνε στον υπέρτιτλο: «Πολλές ομοιότητες με το φόνο του σταθμάρχη της CIA Γουέλς». Στην «Ελευθεροτυπία» της 15ης.12.1976 αναφερόταν: «Διευκολύνει η δολοφονία τους κύκλους της ανωμαλίας – Η Χούντα ξενύχτησε δίπλα στο πρώτο της παλικάρι».
Την εποχή εκείνη οι αστυνομικές αρχές ήταν στα ίχνη του Χρήστου Κασσίμη, πιστεύοντας πως είναι ο άνθρωπος που «έφερε το αντάρτικο πόλεων στην Ελλάδα».
Όμως ένα χρόνο αργότερα, στις 20 Οκτωβρίου 1977, ο Χρήστος Κασσίμης σκοτώθηκε σε συμπλοκή με αστυνομικούς στη λαχαναγορά του Ρέντη. Κατά τους αστυνομικούς, σκόπευε να τοποθετήσει βόμβα στις παρακείμενες εγκαταστάσεις της γερμανικής βιομηχανίας AEG. Οι αστυνομικοί τις πρώτες ημέρες μετά τη συμπλοκή είχαν αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο ο Κασσίμης να συνδέεται με τους δολοφόνους του Γουέλς και του Μάλλιου. Ο λόγος γι’ αυτό ήταν ότι το αυτοκίνητο που είχε χρησιμοποιήσει ο Κασσίμης είχε κλαπεί από το Παγκράτι, περιοχή από την οποία τα μέλη της 17Ν είχαν κλέψει τα αυτοκίνητα που χρησιμοποίησαν στις δολοφονίες Γουέλς και Μάλλιου». («Τα Νέα», 22.10.1977).
Στην προκήρυξή της η 17Ν έλεγε μεταξύ άλλων: «Αποφασίσαμε να εκτελέσουμε παραδειγματικά έναν από τους κύριους αρχιβασανιστές, τον πασίγνωστο Ευάγγελο Μάλλιο. Ο αστυνόμος Μάλλιος δεν ήταν κανένα τσιράκι που εκτελούσε διαταγές ανωτέρων. Μαζί με τους ομοίους του, Λάμπρου, Μπάμπαλη, Καραπαναγιώτη, ήταν τα αφεντικά στα μπουντρούμια της Μπουμπουλίνας και της Μεσογείων. Χιλιάδες αγωνιστές υπέφεραν στα χέρια τους. Σήμερα τα καθάρματα αυτά κυκλοφορούν ελεύθερα και κοροϊδεύουν τα θύματά τους και τον ελληνικό λαό. Κανένας θεσμός δεν μπόρεσε να τους τιμωρήσει. (…) Αν και πολλοί αξιωματικοί, ανάμεσά τους και ο Μάλλιος, κατηγορήθηκαν για τα βασανιστήρια, δικάστηκαν επιεικώς και σχεδόν έμειναν ατιμώρητοι» (απόσπασμα από την προκήρυξη της 17Ν που η οργάνωση άφησε στον τόπο του εγκλήματος).
Η δίκη Μάλλιου – Μπάμπαλη
Ένα χρόνο πριν, στις 11 Νοεμβρίου του 1975, ξεκινούσε στη Χαλκίδα η δίκη των αρχιβασανιστών της χούντας Μάλλιου, Μπάμπαλη, Καραπαναγιώτη και Κραβαρίτη.
Η απόφαση ήταν αθωωτική, κάτι που προκαλεί την οργή της κοινής γνώμης. Μεταξύ άλλων, ακούγεται πως «οι αστυνομικοί Μάλλιος, Μπάμπαλης, Καραπαναγιώτης και Κραβαρίτηςήταν ικανότατοι και εκτελούσαν υποδειγματικά τα καθήκοντά τους». Κατά τη διάρκεια της δίκης η συμπεριφορά των κατηγορουμένων είναι προκλητική, παίρνουν το ρόλο του ανακριτή, υποβάλλοντας προκλητικές ερωτήσεις στους μάρτυρες, ενώ διατείνονται πως οι κακώσεις που φέρουν τα θύματά τους είναι αποτέλεσμα αυτοτραυματισμού.
Τα «Νέα» κυκλοφορούν με τίτλο «Προκλητικοί οι βασανιστές στη Χαλκίδα»: «Οι κατηγορούμενοι είναι προκλητικοί. Γελάνε την ώρα που τα θύματά τους καταθέτουν για τα απάνθρωπα βασανιστήρια που υπέστησαν στην Ασφάλεια. Συνεχίζουν τον πόλεμο λάσπης κατά των μαρτύρων κατηγορίας, υποστηρίζοντας για μερικούς απ’ αυτούς ότι συνεργάστηκαν με την Ασφάλεια».
Η κοινωνική οργή για την ατιμωρησία των βασανιστών εκφράζεται με μια σειρά συνθημάτων, όπως «Οι φασίστες στο Γουδί», «Δίκες λαϊκές για τους βασανιστές», «Φόλα στο σκύλο της ΕΣΑ», «Ο λαός δεν ξεχνά, τους φασίστες τους κρεμά» κ.λπ.
Η δολοφονία του Μάλλιου ένα χρόνο αργότερα έρχεται μέσα σ’ αυτό το κλίμα. Λίγες μέρες μετά την εκτέλεση, η ομάδα «Προλεταριακή Αριστερά» εκδίδει προκήρυξη συμπαράστασης στη 17Ν.
Παράλληλα, στην κηδεία του Μάλλιου σημειώνονται έντονα επεισόδια από ακροδεξιούς, υποστηρικτές της δικτατορίας, μεταξύ των οποίων και οι Γεωργαλάς, Αγαθαγγέλου καιΜιχαλολιάκος-της Χρυσής Αυγής. Οι παριστάμενοι φωνάζουν αντικομμουνιστικά συνθήματα και, σύμφωνα με πληροφορίες, ξυλοκοπούν 5 δημοσιογράφους υπό την ανοχή της Αστυνομίας.
Μέσα σε αυτή την εκρηκτική κατάσταση, δεν λείπουν και οι φωνές που μιλούν για «προβοκάτσια» εκ μέρους των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών ή άλλων «σκοτεινών κύκλων» και συμφερόντων που επιζητούν την πολιτική αναστάτωση της χώρας. Ειδικά τις πρώτες μέρες, το ενδεχόμενο αυτό αναδεικνύεται αρκετά από την αστυνομική διεύθυνση, τον πολιτικό κόσμο, αλλά και μέρος των ΜΜΕ.
Σε δημοσίευμα των «Νέων» (22.10.1977) αναφέρεται πως «παράγοντες των αρχών ασφαλείας πιστεύουν πως πίσω από την επωνυμία αυτή (σ.σ. 17Ν) κρύβεται κάποια άλλη οργάνωση που έχει αντικειμενικό σκοπό τη δημιουργία ανώμαλων καταστάσεων».
Ήταν τέτοιο το κλίμα που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιστρέφει εσπευσμένα από το Πακιστάν και ενημερώνεται για το τεταμένο κοινωνικό κλίμα, ενώ το βάρος της κατάστασης πέφτει στον τότε υπουργό Άμυνας, Ευάγγελο Αβέρωφ, που υποστηρίζει πως ο Μάλλιος στάθηκε άτυχος επειδή ήταν υπεύθυνος του τομέα της Ασφάλειας που ανέκρινε τους κομμουνιστές. «Ο Μάλλιος δεν ήταν βασανιστής, μολονότι, όπως πολλοί άλλοι στη θέση του, είχε μάλλον χαστουκίσει κρατούμενους στη διάρκεια των ανακρίσεων», ισχυρίζεται ο Αβέρωφ!
Η εκτίμηση που κάνει ο Βρετανός πρέσβης, σε επιστολή του προς το Φόρεϊν Όφις, για τη στάση του υπουργού είναι πως «βεβαίως ανήκει στη δεξιά πτέρυγα της κυβέρνησης και τα καθήκοντά του αυτή την περίοδο, αλλά και οι πολιτικές του φιλοδοξίες μακροπρόθεσμα τον κάνουν να αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη ανεκτικότητα τις απρεπείς πράξεις του προηγούμενου καθεστώτος. Αλλά γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η προειδοποίησή του για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις που μπορεί να έχει η δολοφονία του Μάλλιου στους κύκλους της Δεξιάς θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη».
Η προκήρυξη πριν από την εκτέλεση
Στην προκήρυξή της για τη δολοφονία Μάλλιου, η 17Ν αναφέρει μεταξύ άλλων. Είχε γραφτεί από το Σεπτέμβριο του ’76, τρεις μήνες δηλαδή πριν δολοφονηθεί ο Ε. Μάλλιος.
«ΟΡΓΑΝΩΣΗ 17 ΝΟΕΜΒΡΗ
Δύο ολόκληρα χρόνια ο Ελλ. Λαός περιμένει να δει την τιμωρία των βασανιστών της ασφάλειας, των εγκληματιών του λαού που επί 7,5 χρόνια βασάνιζαν με μεσαιωνικά και βάρβαρα βασανιστήρια χιλιάδες αντιφασίστες αγωνιστές. Κι αντί για τιμωρία βλέπει την αποκατάσταση των βασανιστών. Όλοι οι βασανιστές της ασφάλειας κυκλοφορούν λεύτεροι. Οι περισσότεροι ξαναγύρισαν στις θέσεις τους. Κι αυτοί που αποστρατεύτηκαν για τα μάτια παραμένουν οι μυστικοσύμβουλοι της ασφάλειας ενώ παράλληλα ξεκουράζονται στα πολυτελή διαμερίσματα και τις βίλες τους που έκτισαν βασανίζοντας τον Ελλ. Λαό.
Το κράτος δεν άσκησε καμία δίωξη. Η Δικαιοσύνη τους αθώωσε στη Χαλκίδα και σε άλλες δίκες, δείχνοντας χειροπιαστά ότι δεν υπάρχει Δικαιοσύνη, κράτος δικαίου, κι ο λαός δεν έχει να περιμένει τίποτε απ’ αυτή. Κι ενώ οι βασανιστές και οι άλλοι φασίστες του Κράτους και του παρακράτους αφήνονται ανενόχλητοι, ταυτόχρονα συνεχίζεται το χτύπημα του λαϊκού κινήματος. Άλλοι όπως ο αγωνιστής Ψαρουδάκης κλείνονται στις φυλακές επειδή κριτίκαραν το περίφημο “στιγμιαίο” του Αρείου Πάγου που αθώωσε τους 104 ψευτοϋπουργούς. Στη μαζική διαδήλωση στις 25 του Μάη ενάντια στον αντεργατικό νόμο 300, εκατοντάδες αγωνιστές τρομοκρατούνται απ’ τις αύρες, ξυλοκοπούνται, τραυματίζονται, τέλος σκοτώνονται -όπως η γυναίκα στα Χαυτεία. Άλλοι πέφτουν θύματα της αστυνομικής τρομοκρατίας όπως ο αγωνιστής Σιδέρης.
Τέλος, για άλλους, όπως ο ηρωικός αγωνιστής Παναγούλης, οι φασίστες δεν δίστασαν να επιστρατεύσουν τα τελειότερα κι επιστημονικότερα μέσα τους: την καμουφλαρισμένη σε “τροχαίο ατύχημα” δολοφονία. Ο Παναγούλης είχε την αφέλεια να πιστέψη ότι, σαν βουλευτής, μπορούσε να χώνη τη μύτη του σε μέρη απλησίαστα, να κάνει ατομικές έρευνες για τα αρχεία της ΕΣΑ, την πολιτεία του φασίστα Αβέρωφ, την Κύπρο κ.τ.λ. Είχε το θράσος να συλλαμβάνει τους φασίστες που τον παρακολουθούσαν χωρίς να τους παραδίνει στην Αστυνομία. Μέθοδες απαράδεκτες για σοβαρούς κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους. Οι φασίστες λοιπόν αποφάσισαν να του κόψουν τον “τσαμπουκά” όπως είπαν.
…Έτσι αποφασίσαμε να εκτελέσουμε παραδειγματικά έναν από τους κυριώτερους αρχιβασανιστές, τον πασίγνωστο Ευάγγελο Μάλλιο. Ο αστυνόμος Μάλλιος δεν ήταν κανένα τσιράκι που εκτελούσε διαταγές ανωτέρων. Μαζί με τους ομοίους του Λάμπρου, Μπάμπαλη, Καραπαναγιώτη, ήσαν τα αφεντικά στα μπουντρούμια της Μπουμπουλίνας και της Μεσογείων. Αυτοί αποφάσιζαν για τα βασανιστήρια, κι έπαιρναν μέρος σ’ αυτά. Χιλιάδες αγωνιστές υπέφεραν στα χέρια τους. Σήμερα τα καθάρματα αυτά κυκλοφορούν ελεύθερα και κοροϊδεύουν τα θύματά τους και τον Ελλ. Λαό. Κανένας θεσμός δεν μπόρεσε να τους τιμωρήση. Ούτε η Βουλή, ούτε η Κυβέρνηση, ούτε η Δικαιοσύνη. Ο Ελλ. Λαός θα τους αναλάβη πια μόνος του. Το προηγούμενο της ατιμωρησίας του δοσιλογισμού δεν θα επαναληφθεί.
Σήμερα τα πράγματα ξεκαθάρισαν. Οι ψευδαισθήσεις ορισμένων γκρεμίστηκαν. Ο Καραμανλής με βήματα αργά αλλά σταθερά εκπλήρωσε την αποστολή που του είχαν αναθέσει αυτοί που τον έφεραν: Ο Κίσσιγκερ κι η χούντα κι όχι ο Ελλ. Λαός. Το συστηματικό κτίσιμο ενός καθεστώτος καλυμμένου φασισμού με κοινοβουλευτική βιτρίνα. Απαγορεύονται οι διαδηλώσεις, απαγορεύονται οι απεργίες, διώκονται οι συνδικαλιστές, απαγορεύεται η αφισσοκόληση, η διανομή τρακτ, προστατεύονται με το “ιδιώνυμο” οι φασίστες της ασφάλειας ενώ διώκονται οι πολίτες κ.τ.λ.…