Σπανίως κατεβαίνω στα καλέσματα διαμαρτυρίας για την καταστροφική πολιτική που ακολουθούν οι κουίσλινγκ της Τρόικας Εσωτερικού.
Αλλά αυτή τη φορά επρόκειτο για κάτι σημαντικό! Είχα αποφασίσει από νωρίς ότι θα πήγαινα να συμπαρασταθώ στους δασκάλους των παιδιών σας.
Σε κάποιους το χρωστούσα ως πολίτης!
Στην Άννα που –θυμάμαι εκείνο τα απόγευμα- πολλά απογεύματα στη σειρά, έψαχνε μετά τη δουλειά τους γονείς της
Μαρίας, να στείλουν την κόρη τους πίσω στο σχολείο, να πάρει το προαπαιτουμενο απολυτήριο της τάξης για να μπορεί κάποτε να ανοίξει εκείνο το κομμωτήριο που ονειρεύεται από παιδί.
Στον Άγη, που όποτε τηλεφωνιόμαστε να πάμε για μπύρες και κουβεντούλα, πάντα έρχεται αργοπορημένος και πάντα φεύγει πρώτος γιατί όλο και κάποια διαφάνεια θα έχει να ετοιμάσει για την τάξη της επόμενης, όλο και κάποιο διαγώνισμα θα έχει να διορθώσει.
Στη Φαίδρα. που χάνει τον ύπνο της όποτε σκέφτεται τα δίδυμα, πρώτο θρανίο, οι καλύτερές της μαθήτριες, θέλουν να γίνουν κι οι δυο γιατρίνες, να βοηθήσουν τον αλκοολικό πατέρα, που δέρνει κόρες και μάνα μαζί όποτε τον πιάνουν τα σεκλέτια. Η Φαίδρα κάνει κρυφά ενισχυτική διδασκαλία στα δίδυμα και όλοι τρέμουν, μαζί κι η ίδια, μην μυριστεί τίποτα ο πατέρας Αφέντης. Για πληρωμή ούτε λόγος.
Στον Ανέστη που αφήνει την παρέα μας τα απογεύματα του Σαββάτου και τρέχει με λαχτάρα στις πρόβες της σχολικής θεατρικής ομάδας κι ας ζει συννεφιασμένες τις Κυριακές του, επειδή εκείνες οι γεροντοκόρες από τη σχολική επιτροπή βρίσκουν ακατάλληλη την επιλογή του έργου που ανεβάζουνε, δεν συνεργάζονται κι όλο δημιουργούν προσκόμματα.
Για την Άννα, τον Άγη, τη Φαίδρα, τον Ανέστη και τους άλλους που δεν ξέρω ή που δε θυμάμαι, κατέβηκα σήμερα στο κάλεσμα των δασκάλων των παιδιών σας. Και για τα παιδιά σας κατέβηκα, γιατί από την Άννα, τον Άγη, τη Φαίδρα, τον Ανέστη και τους άλλους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό τι θα γίνουν τα παιδιά σας κι ολάκερη η κοινωνία, αύριο-μεθαύριο... Καλά δεν το λέω?
Ήμουν από τις έξι έτοιμος, αυτή ήταν η ώρα του καλέσματος, πόσταρα τα τελευταία τσιτάτα στο μουτσουνοτέφτερο, τιτίβισα την τελευταία εξυπνάδα της στιγμής και κατέβασα τον διακόπτη, παίρνοντας τους δρόμους με το αγωνιστικό φρόνημα υψηλό, με τη βεβαιότητα ότι τούτη τη φορά, δεν μπορεί, όλοι οι καθηγητές, όλοι οι γονείς, μαζί και τα πιο μεγάλα παιδιά που στις επόμενες εκλογές ίσως θα έχουν πια δικαίωμα και να ψηφίζουν, όλοι θα ήταν εκεί να δώσουμε το παρόν και να βροντοφωνάξουμε όλοι μαζί το ποθητό «Φτάνει πιά!»
Όχι... Ούτε η Άννα, ούτε ο Άγης, ούτε η Φαίδρα, ούτε ο Ανέστης, ούτε κανείς από τους άλλους, που θα τους θυμόμουν αν τους έβλεπα, ήταν εκεί.
Καμιά διακοσαριά άνθρωποι, άντε τριακόσιοι –με το ζόρι, μαζί να υπολογίζεις και τους γνωστούς κονφερανσιέ της επανάστασης, μαζευτήκαμε, σαν μια θλιβερή βούλα όταν συμπτυχθήκαμε για την καθιερωμένη πορεία, ένας λεκές πάνω στην άδεια πλατεία, αν θες, δηλαδή, να το δεις αφ’ υψηλού...
Κόντευε η ώρα οχτώ, ξεκίνησε η πορεία, όπου να’ ναι θα ξεκινούσαν και τα δελτία ειδήσεων της Ελληνικής Τηλεδημοκρατίας. "Κλείστε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όχι τα σχολεία μας", ακούστηκε μια στεντόρεια φωνή μέσα στην ισχνή αγέλη που ξεκινούσε. Άνοιξα ντροπιασμένος το βήμα μου προς την αντίθετη κατεύθυνση της πορείας.
Λίγα μέτρα παρακάτω, άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες της βροχής, ζεστές, σαν χοντρά δάκρυα... Σήκωσα τον γιακά του σακακιού. Έξω οι δρόμοι αναπνέουν διψασμένοι, ανοιχτοί, δε λέει το τραγούδι?
http://my-pillow-book.blogspot.gr