Της Ζέζας Ζήκου
Το παρελθόν διδάσκει ότι σεμνές μετριότητες, σε κρίσιμες στιγμές, θεωρούν ιερό καθήκον τους να ξαναγράψουν τις τύχες των λαών. Αν οι μικροί ηγέτες–
λογιστές της Γηραιάς Hπείρου αφομοίωναν την εκκωφαντική σιωπή ως κραυγή διαμαρτυρίας για το κοινωνικό και δημοκρατικό έλλειμμα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, το αποτέλεσμα θα ήταν καλύτερο. Τώρα, οι ισορροπίες χάθηκαν και φάνηκε η «γύμνια», όταν τα τελικά αποτελέσματα των εκλογών στην Ιταλία έκαναν τον γύρο του κόσμου.
Σε αυτήν την απρόβλεπτη ευρωπαϊκή κούρσα επιβίωσης δεν λείπουν μόνο οι ηγετικές προσωπικότητες, λείπουν και οι πολιτικοί. Ολοι αντιλαμβάνονται ως αναγκαίο κακό τη στυγερή λιτότητα μόνο για τους άλλους, από το οποίο οι ίδιοι εξαιρούνται, παραγνωρίζοντας πως πρόκειται για συνταγή που πλήττει βάναυσα την κοινωνία. Τα «πακέτα λιτότητας», με περικοπές, αύξηση φορολογίας, συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις, ώθησαν τους πολίτες στη φιλόξενη αγκαλιά του κωμικού Μπέπε Γκρίλο.
Η αντίδραση της ιταλικής κοινωνίας έδειξε να περιφρονεί εκείνους που την εξαπάτησαν. Οταν ο λόγος εξαπατά, δεν είναι δυνατόν να παραγνωρισθεί. Θα έλθει η στιγμή που η κοινωνία θα σε τιμωρήσει. Η κυβέρνηση τεχνοκρατών του Μόντι κληροδοτεί βαθιές ρωγμές στην κοινωνία, ύφεση μεγέθους 3,6% ύστερα από έξι συνεχή τρίμηνα συρρίκνωσης και δημόσιο χρέος δύσκολα βιώσιμο.
Αν χάσει η Ιταλία την πρόσβασή της στις αγορές –όπως η Ελλάδα– τότε θα πρέπει να διασωθεί από τα ταμεία βοήθειας της Ευρωζώνης. Αλλά ούτε αυτά έχουν επαρκή χρήματα για να τη διασώσουν. Είναι, λοιπόν, ζωτικής σημασίας να μη χαθεί χρόνος. Η Ιταλία, μια πλούσια χώρα, λογικά θα μπορέσει να αποφύγει τη διάσωση μέσω Μνημονίων. Για να το επιτύχει όμως θα πρέπει να μειώσει το ύψος του δημόσιου χρέους της μέσω ενός αυστηρού προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και φορολόγησης του πλούτου.
Η Ιταλία εισέρχεται σε σοβαρή κρίση ρευστότητας στην προσπάθειά της να αναχρηματοδοτήσει το τεράστιο δημόσιο χρέος της. Με εξαίρεση τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, η Ιταλία έχει εκδώσει και έχει πουλήσει στις αγορές τα περισσότερα κρατικά ομόλογα από όλες τις άλλες χώρες, αξίας περίπου 1,6 τρισ. ευρώ. Η εκτίμηση πως η Ευρώπη δεν θα αντέξει μια ιταλική κρίση χρέους είναι κοινός τόπος. Ο επερχόμενος δανεισμός της Ιταλίας με επιτόκια που καθιστούν το χρέος σχεδόν μη βιώσιμο, ενδεχομένως να την εξαναγκάσει σε αυτού του είδους τη slow-motion χρεοκοπία που συνέβη στη χώρα μας. Πλέον, η Ιταλία μόνον αληθοφανώς μπορεί να ισχυριστεί ότι τα χρέη της είναι βιώσιμα.
Με το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η Ιταλία κέρδισε απλώς λίγο χρόνο προκειμένου να σταθεροποιήσει τα δημόσια οικονομικά της. Παράλληλα, το είδος παρέμβασης της ΕΚΤ έχει τρεις σημαντικούς περιορισμούς. Πρώτον, η ΕΚΤ θα αγοράσει τα ομόλογα μιας χώρας μόνον εφόσον η κυβέρνησή της συμφωνήσει σε πρόγραμμα μνημονιακής λιτότητας με την Ευρωζώνη και εφαρμόσει «αυστηρά και αποτελεσματικά» τους όρους που αυτό θα περιλαμβάνει. Δεύτερον, η ΕΚΤ θα αγοράσει κυρίως ομόλογα μικρής διάρκειας, ενός έως τριών ετών. Τρίτον, ο Ντράγκι δεν έχει προσδιορίσει τι ζητάει σε αντάλλαγμα προκειμένου να μειώσει το κόστος δανεισμού της Ρώμης. Οι στενάζοντες από την ύφεση και την ανεργία Ελληνες, Πορτογάλοι, Ιρλανδοί, Ισπανοί, και σύντομα οι Ιταλοί, δεν είναι απλώς μόνο το «λάθος» των πολλαπλασιαστών του ΔΝΤ· είναι κάτι πολύ σοβαρότερο. Ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ενωση βρίσκεται σε μια ιστορική καμπή, κατά την οποία οι παλιές διευθετήσεις, από το Μάαστριχτ έως την ΟΝΕ και τη Λισσαβώνα, όχι μόνο καταρρέουν αλλά προβάλλουν ως αναχρονιστικά εμπόδια στην παρούσα διάταξη οικονομικών δυνάμεων, που ανατρέπεται ραγδαία.
Είναι επομένως καιρός –προτού να είναι πολύ αργά– να συνειδητοποιήσει το Βερολίνο ότι οφείλει να συμβάλει καθοριστικά στη λύση της κρίσης χρέους, διότι αποτελεί και το ίδιο συστατικό στοιχείο του προβλήματος. Βέβαια, δεν μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα μεταφέρει η Γερμανία μεγάλο μέρος του πλούτου της στις δοκιμαζόμενες χώρες της Ευρωζώνης. Στο τέλος, η Γερμανία θα πρέπει να συμφωνήσει σε έναν ενιαίο μηχανισμό, μέσω του οποίου η Ευρώπη θα πληρώσει για να ξεπεράσει την κρίση. Η αποτυχία του Βερολίνου να παρέμβει στον βαθμό που του επιτρέπει η ισχύς του δεν βάζει σε κίνδυνο μόνο την ίδια τη χώρα, αλλά και το ευρωπαϊκό οικοδόμημα που επί δεκαετίες προσπαθεί να χτίσει η Γερμανία.
Το παρελθόν διδάσκει ότι σεμνές μετριότητες, σε κρίσιμες στιγμές, θεωρούν ιερό καθήκον τους να ξαναγράψουν τις τύχες των λαών. Αν οι μικροί ηγέτες–
λογιστές της Γηραιάς Hπείρου αφομοίωναν την εκκωφαντική σιωπή ως κραυγή διαμαρτυρίας για το κοινωνικό και δημοκρατικό έλλειμμα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, το αποτέλεσμα θα ήταν καλύτερο. Τώρα, οι ισορροπίες χάθηκαν και φάνηκε η «γύμνια», όταν τα τελικά αποτελέσματα των εκλογών στην Ιταλία έκαναν τον γύρο του κόσμου.
Σε αυτήν την απρόβλεπτη ευρωπαϊκή κούρσα επιβίωσης δεν λείπουν μόνο οι ηγετικές προσωπικότητες, λείπουν και οι πολιτικοί. Ολοι αντιλαμβάνονται ως αναγκαίο κακό τη στυγερή λιτότητα μόνο για τους άλλους, από το οποίο οι ίδιοι εξαιρούνται, παραγνωρίζοντας πως πρόκειται για συνταγή που πλήττει βάναυσα την κοινωνία. Τα «πακέτα λιτότητας», με περικοπές, αύξηση φορολογίας, συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις, ώθησαν τους πολίτες στη φιλόξενη αγκαλιά του κωμικού Μπέπε Γκρίλο.
Η αντίδραση της ιταλικής κοινωνίας έδειξε να περιφρονεί εκείνους που την εξαπάτησαν. Οταν ο λόγος εξαπατά, δεν είναι δυνατόν να παραγνωρισθεί. Θα έλθει η στιγμή που η κοινωνία θα σε τιμωρήσει. Η κυβέρνηση τεχνοκρατών του Μόντι κληροδοτεί βαθιές ρωγμές στην κοινωνία, ύφεση μεγέθους 3,6% ύστερα από έξι συνεχή τρίμηνα συρρίκνωσης και δημόσιο χρέος δύσκολα βιώσιμο.
Αν χάσει η Ιταλία την πρόσβασή της στις αγορές –όπως η Ελλάδα– τότε θα πρέπει να διασωθεί από τα ταμεία βοήθειας της Ευρωζώνης. Αλλά ούτε αυτά έχουν επαρκή χρήματα για να τη διασώσουν. Είναι, λοιπόν, ζωτικής σημασίας να μη χαθεί χρόνος. Η Ιταλία, μια πλούσια χώρα, λογικά θα μπορέσει να αποφύγει τη διάσωση μέσω Μνημονίων. Για να το επιτύχει όμως θα πρέπει να μειώσει το ύψος του δημόσιου χρέους της μέσω ενός αυστηρού προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και φορολόγησης του πλούτου.
Η Ιταλία εισέρχεται σε σοβαρή κρίση ρευστότητας στην προσπάθειά της να αναχρηματοδοτήσει το τεράστιο δημόσιο χρέος της. Με εξαίρεση τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, η Ιταλία έχει εκδώσει και έχει πουλήσει στις αγορές τα περισσότερα κρατικά ομόλογα από όλες τις άλλες χώρες, αξίας περίπου 1,6 τρισ. ευρώ. Η εκτίμηση πως η Ευρώπη δεν θα αντέξει μια ιταλική κρίση χρέους είναι κοινός τόπος. Ο επερχόμενος δανεισμός της Ιταλίας με επιτόκια που καθιστούν το χρέος σχεδόν μη βιώσιμο, ενδεχομένως να την εξαναγκάσει σε αυτού του είδους τη slow-motion χρεοκοπία που συνέβη στη χώρα μας. Πλέον, η Ιταλία μόνον αληθοφανώς μπορεί να ισχυριστεί ότι τα χρέη της είναι βιώσιμα.
Με το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η Ιταλία κέρδισε απλώς λίγο χρόνο προκειμένου να σταθεροποιήσει τα δημόσια οικονομικά της. Παράλληλα, το είδος παρέμβασης της ΕΚΤ έχει τρεις σημαντικούς περιορισμούς. Πρώτον, η ΕΚΤ θα αγοράσει τα ομόλογα μιας χώρας μόνον εφόσον η κυβέρνησή της συμφωνήσει σε πρόγραμμα μνημονιακής λιτότητας με την Ευρωζώνη και εφαρμόσει «αυστηρά και αποτελεσματικά» τους όρους που αυτό θα περιλαμβάνει. Δεύτερον, η ΕΚΤ θα αγοράσει κυρίως ομόλογα μικρής διάρκειας, ενός έως τριών ετών. Τρίτον, ο Ντράγκι δεν έχει προσδιορίσει τι ζητάει σε αντάλλαγμα προκειμένου να μειώσει το κόστος δανεισμού της Ρώμης. Οι στενάζοντες από την ύφεση και την ανεργία Ελληνες, Πορτογάλοι, Ιρλανδοί, Ισπανοί, και σύντομα οι Ιταλοί, δεν είναι απλώς μόνο το «λάθος» των πολλαπλασιαστών του ΔΝΤ· είναι κάτι πολύ σοβαρότερο. Ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ενωση βρίσκεται σε μια ιστορική καμπή, κατά την οποία οι παλιές διευθετήσεις, από το Μάαστριχτ έως την ΟΝΕ και τη Λισσαβώνα, όχι μόνο καταρρέουν αλλά προβάλλουν ως αναχρονιστικά εμπόδια στην παρούσα διάταξη οικονομικών δυνάμεων, που ανατρέπεται ραγδαία.
Είναι επομένως καιρός –προτού να είναι πολύ αργά– να συνειδητοποιήσει το Βερολίνο ότι οφείλει να συμβάλει καθοριστικά στη λύση της κρίσης χρέους, διότι αποτελεί και το ίδιο συστατικό στοιχείο του προβλήματος. Βέβαια, δεν μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα μεταφέρει η Γερμανία μεγάλο μέρος του πλούτου της στις δοκιμαζόμενες χώρες της Ευρωζώνης. Στο τέλος, η Γερμανία θα πρέπει να συμφωνήσει σε έναν ενιαίο μηχανισμό, μέσω του οποίου η Ευρώπη θα πληρώσει για να ξεπεράσει την κρίση. Η αποτυχία του Βερολίνου να παρέμβει στον βαθμό που του επιτρέπει η ισχύς του δεν βάζει σε κίνδυνο μόνο την ίδια τη χώρα, αλλά και το ευρωπαϊκό οικοδόμημα που επί δεκαετίες προσπαθεί να χτίσει η Γερμανία.