Ατσαλάκωτος μπήκε στην πολιτική, ατσαλάκωτος μπαίνει και στη φυλακή. Ο ισοβίτης Παπαγεωργόπουλος είναι το πρόσωπο της ημέρας.
Ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος βαδίζει στο 66ο έτος της ηλικίας του. Εμφανισιακά δεν μοιάζει με τους περισσότερους συνομίληκούς του. Το αψεγάδιαστο μαλλί του δένει αρμονικά με τα κομψότατα outfit που επιλέγει για τις δημόσιες εμφανίσεις του. Ψηλός, αγέρωχος και καλοστεκούμενος προσπαθεί να αντικαταστήσει με το παρουσιαστικό του όσα του στέρησε ο θεός που τόσο πολύ πιστεύει. Μια ενοχλητική φωνή, μια κάκιστη άρθρωση, τέτοια που νομίζεις ότι όταν μιλάει προσπαθεί ταυτόχρονα να καταπιεί, και ένα χαμόγελο ψεύτικο, σαν κουσούρι από ψύξη, συμπληρώνουν μια γενικότερη κρυάδα που εκπέμπει η προσωπικότητα του.
Ο ισοβίτης μας, γέννημα θρέμμα καρντάσι, ήταν γρήγορος. Τόσο στα πόδια όσο και στην εξέλιξη. Άνθρωπος έξυπνος, αν και δεν του φαίνεται, κατάφερνε πάντα να πετυχαίνει, αφήνοντας μας με την απορία «μα πώς;».
Σπούδασε οδοντιατρική, έγινε χειρούργος οδοντίατρος, ιδιότητα που κουβαλούσε σε όλη του τη ζωή. Με χειρουργικές κινήσεις οργάνωνε και εκτελούσε το σχέδιο της πολιτικής του καριέρας, αφού η αθλητική του κάποια στιγμή θα ολοκληρωνόταν.
Δρομέας ταχύτητας, με πανελλήνιες και πανευρωπαϊκές διακρίσεις, πήρε μέρος και σε δύο Ολυμπιάδες, έχοντας μάλιστα την τιμή να παρελάσει με την αγαπημένη του ελληνική σημαία στο Μόντρεαλ. Ο Βασίλης γινόταν ο νεαρός που όλες οι μαμάδες θα ήθελαν για γαμπρό: μορφωμένος, αθλητής, πατριώτης, ηθικός και θρήσκος. Στοιχεία αρκετά για μια εντυπωσιακή είσοδο στην πολιτική.
Αυτή δεν άργησε να γίνει. Στα 31 του χρόνια ο Βασίλης κέρδιζε δια περιπάτου τον αγώνα για την πρώτη θέση ανάμεσα στους δημοτικούς συμβούλους ενός δήμου διαχρονικά συντηρητικού. Η εξέλιξη ήταν προδιαγεγραμμένη και γρήγορη για τον «φτερωτό γιατρό». Το 1981 θα εκλεγόταν βουλευτής, αξίωμα που κατείχε για 17 χρόνια, ώσπου μετακομίσει και πάλι στην συμπρωτεύουσα για να γίνει δήμαρχος. Ενδιάμεσα, πρόλαβε να ορκιστεί στο αγαπημένο του Ευαγγέλιο όταν αναλάμβανε τα καθήκοντα του Υφυπουργού Αθλητισμού στην κυβέρνηση του Μητσοτάκη.
Όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με την Τοπική Αυτοδιοίκηση έτρεξε τις πιο εύκολες κούρσες της ζωής του. Αν σκεφτεί κανείς τους αντιπάλους που είχε απέναντί του θα διαπιστώσει ότι ο μεγάλος τότε αντίπαλος της ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ πετούσε λευκή πετσέτα: Θρασύβουλος Λαζαρίδης, Σπύρος Βούγιας, Χρύσα Αράπογλου. Δηλαδή δύο υποψήφιοι που δεν ήταν καν δημότες Θεσσαλονίκης και ένας που τότε δεν ήταν ακόμα ΠΑΣΟΚ. Ο «φτερωτός γιατρός» έτρεχε μόνος του και δεν γινόταν να χάσει. Ολοκλήρωνε τις εκλογικές διαδικασίες χωρίς να ιδρώσει, επιβεβαιώνοντας το παρατσούκλι «ατσαλάκωτος».
Στις τρεις διαδοχικές του θητείες λειτουργούσε σαν να είχε βάλει στοίχημα να κάνει την πόλη μας άσχημη, βασίλειο του κιτς. Μόνο τους χριστουγεννιάτικους στολισμούς να θυμηθεί κανείς θα καταλάβει. Εξαφάνισε το μοναδικό ελεύθερο πάρκινγκ για να χτίσει το Μέγαρό του, από όπου θα ατένιζε τον Θερμαϊκό, ανέπλασε την παραλία χωρίς να κάνει στην πραγματικότητα τίποτα, κυνηγούσε με μανία όσους έκαναν το λάθος να παρκάρουν κάπου στο κέντρο της πόλης, ενώ όταν έβγαιναν οι σκουπιδιάρες ήταν σαν να το έκανε για να σε εκδικηθεί: θέλεις καθαριότητα; τότε κάτσε να περιμένεις στην Βασιλέως Ηρακλείου στις 3:30 το μεσημέρι.
Ταυτόχρονα στην πόλη συντελούνταν δύο μεγάλες αλλαγές: η μία αφορούσε στην οικονομική αποσύνθεση και η άλλη στην ιδεολογική συσκότιση. Στην Θεσσαλονίκη ξεχαρβαλωνόταν κάθε παραγωγική μονάδα με κυρίαρχο παράδειγμα την βιοτεχνία, αφήνοντας τους άνεργους να στοιβάζονται στις ουρές του ΟΑΕΔ πολύ πριν γίνει μόδα η κρίση, γεγονός για το οποίο ο Δήμαρχος δεν πρέπει να πήρε ποτέ χαμπάρι, ήταν άλλωστε ιδιαίτερα απασχολημένος με άλλα πράγματα. Την ίδια ώρα το πέπλο του σκοταδισμού έπαιρνε την μορφή του συνομωσιολογικού αριθμού 3, και εκφραζόταν ως η τριανδρία των αρχόντων: Ψωμιάδης, Άνθιμος και Παπαγεωργόπουλος.
Η πόλη παρέμενε μίζερη, οπισθοδρομική και κομπλεξική. Αυτή η μαγική πόλη της Θεσσαλονίκης, καταδικασμένη να ζει στις αντιφάσεις της, μοιάζει τώρα πολύ διαφορετική από αυτή που γνωρίζει κανείς διαβάζοντας την ιστορία των καπνεργατών ή την αλληλεγγύη στους διωκόμενους Εβραίους. Ναι, η Θεσσαλονίκη είναι βαθιά συντηρητική πόλη. Ιδιαίτερα ο Δήμος Θεσσαλονίκης, όπου διέμεναν οι παλιοί αριστοκράτες, οι στρατιωτικοί και οι ντόπιοι Θεσσαλονικείς. Σε άλλους Δήμους, όπως η Καλαμαριά, η Πολίχνη, ο Άγιος Παύλος ή η Νεάπολη (πριν τους σαρώσει ο Καλλικράτης) εμφανίζονταν που και που κάποιες αχτίδες αισιοδοξίας. Ακόμα και στις Συκιές, όπου δεσπόζει το πασοκικό alter ego του Βασίλη, αν κοιτάξει κανείς τις ονομασίες των δρόμων γύρω από το δημοτικό θέατρο θα νομίζει ότι είναι σε κάποια κόκκινη πολιτεία. Την ίδια ώρα ο Δήμος Θεσσαλονίκης προσέθεσε στην ακαλαίσθητη εικόνα του ένα ολόλευκο, εκτρωματικά άσχημο άγαλμα του «Εθνάρχη».
Ο Βασίλης ο Παπαγεωργόπουλος, λοιπόν, ήταν το καμάρι της Θεσσαλονικιάς γιαγιάς που στο πρόσωπό του έβλεπε αυτό που δεν έγινε ο γιος της και αυτό που δεν ήταν ο γαμπρός της. Εικόνα που δεν έφτιαξε πηγαίνοντας από γάμο σε γάμο όπως κάποιοι άλλοι, αλλά μέσα από την δημοτική τηλεόραση και το δημοτικό ραδιόφωνο. Αν την πρώτη δεν την έβλεπαν ούτε οι συγγενείς των συντελεστών, το δεύτερο γνώριζε μεγάλες δόξες.
Η περίπτωση της υπεξαίρεσης δεν ήταν από αυτές που προκαλούν βροχές ανθρώπων. Κανείς δεν έπεσε από τα σύννεφα όταν άρχισε να ξεσκεπάζεται το σκάνδαλο. Οι φήμες στην πόλη κυκλοφορούσαν από καιρό. Άλλωστε οι φήμες στην Θεσσαλονίκη μεταδίδονται πιο εύκολα από γρίπη. Όσο εύκολα ο αιθέρας της πόλης ανέβασε τον Παπαγεωργόπουλο στο ανώτατο αξίωμα.
Από απόψε ο πάλαι ποτέ Δήμαρχος θα κοιμάται σε ένα στενό κελί. Το ερώτημα είναι: τι πραγματικά θα έχουμε μάθει εμείς από αυτή την ιστορία;