Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

Διαβάστε ένα άρθρο για το πώς με το πρόσχημα της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας, παραβιάζονται ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ αναπαράγονται το αίσθημα κινδύνου και ο φόβος απέναντι στους άλλους

Χαράλαμπος Πουλόπουλος
Το τελευταίο διάστημα έχουν πληθύνει οι αναφορές για την αύξηση της εγκληματικότητας, ιδιαίτερα στην περιοχή της Αθήνας της Θεσσαλονίκης, με αφορμή την επιδείνωση της οικονομικής κρίσης. Ωστόσο, αν κάποιος κοιτάξει προσεκτικά τα στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας, θα διαπιστώσει μόνο μια σχετική αύξηση της μικροπαραβατικότητας, ενώ θα δει ότι τα μεγάλα εγκλήματα μειώνονται.  Είναι πιθανό ορισμένοι άνθρωποι, μπροστά στο αδιέξοδο της ανεργίας και της ανέχειας, να καταφεύγουν στην εύκολη λύση της μικροπαραβατικότητας.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα κάποιοι άλλοι να ζητούν περισσότερα και αυστηρότερα μέτρα φύλαξης και αστυνόμευσης από το κράτος (που συνήθως δεν εμπιστεύονται για την αποτελεσματικότητά του), από ιδιωτικές εταιρείες security ή από αυτόκλητους ακροδεξιούς προστάτες. Ο τρόπος προβολής του θέματος από ορισμένα μέσα ενημέρωσης ενισχύει το φόβο και την ανασφάλεια, δημιουργώντας το κατάλληλο κοινωνικό κλίμα, για να προωθούνται πολιτικές και πρακτικές ανελευθερίας, αυθαιρεσίας και βίας. Με το πρόσχημα της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας, παραβιάζονται ανθρώπινα δικαιώματα, περιορίζεται η ελευθερία και αναπαράγονται το αίσθημα κινδύνου και ο φόβος απέναντι στους άλλους.
Έτσι οι πολίτες βιώνουν αισθήματα φόβου και ανασφάλειας που δεν ανταποκρίνονται τόσο στην πραγματικότητα του άμεσου περιβάλλοντός τους όσο στην πληροφόρηση που δέχονται από τα μέσα ενημέρωσης και το ευρύτερο περιβάλλον. Πολύ συχνά δημιουργείται κλίμα φοβίας που προσφέρεται για πολιτική εκμετάλλευση. Ορισμένοι πολιτικοί, για παράδειγμα, επιχειρούν να αποσπάσουν ψήφους, υποσχόμενοι σeκληρή στάση απέναντι σ’ αυτούς που υποδεικνύουν  ως πιθανούς εγκληματίες -συνήθως μετανάστες, εξαρτημένους, εκδιδόμενες γυναίκες. Με αυτή την τακτική το έγκλημα αποκτά πρόσωπο, και μια θεαματική ενέργεια, νόμιμη ή παράνομη, ενάντια σ’ αυτές τις στοχοποιημένες ομάδες δείχνει πυγμή και αποτελεσματικότητα. Σταδιακά η κοινωνική πολιτική για τους πιο ευάλωτους υποχωρεί, η καταστολή ενισχύεται και οι «σκληροί» κερδίζουν ψήφους.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες γίνεται όλο και πιο δύσκολο  να φανταστούμε μια διαφορετική απάντηση στο ερώτημα τι μπορεί να γίνει στη γειτονιά ή την κοινότητά μας, ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες της καθημερινότητας και να περιοριστεί η παραβατικότητα. Η απάντηση όμως υπάρχει, είναι δοκιμασμένη και βρίσκεται στην ιστορία της κάθε γειτονιάς και κοινότητας, στην πόλη και το χωριό. Εκεί που οι άνθρωποι είχαν στενότερη επαφή και επικοινωνία μεταξύ τους, γνώριζαν ο ένας τον άλλο με τα μικρά τους ονόματα, αλληλοϋποστηρίζονταν και αλληλοβοηθούνταν.
Στα αστικά κέντρα βαθμιαία οι κοινωνικοί δεσμοί χαλάρωσαν, επικράτησε αποξένωση, οι άνθρωποι αισθάνθηκαν απομονωμένοι και ευάλωτοι. Οι διαδικασίες κοινωνικής υποστήριξης αλλά και άτυπου κοινωνικού ελέγχου υποχώρησαν μαζί με την κοινωνική συνοχή, και η φοβία βρήκε πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί.  Χάσαμε την επαφή με τη γειτονία μας και αρχίσαμε να διαμορφώνουμε στρεβλή αντίληψη για την πραγματικότητα μέσα από την τηλεόραση. Αυτό μας οδηγεί σε μεγαλύτερο αυτοπεριορισμό και υποβάθμιση της ποιότητας ζωής.
Η στοχοποίηση συγκεκριμένων ομάδων, ο ρατσισμός, η ξενοφοβία και  οι τιμωρητικές πολιτικές δεν  λύνουν τα προβλήματα της κοινωνίας και δεν βελτιώνουν την ποιότητα ζωής.  Αυτό που μπορεί να βοηθήσει είναι η επανασύνδεση με την κοινότητα, η συλλογική δράση, οι πρωτοβουλίες στο επίπεδο της γειτονιάς και της μικρής κοινότητας, η κοινωνική αλληλεγγύη. Προϋπόθεση ότι, όταν σου χτυπήσει ο φόβος την πόρτα, θα την ανοίξεις, για να αναζητήσεις διέξοδο στην επικοινωνία, στη συμμετοχή και την ενεργή δράση.