Σήμερα είμαστε εν μέσω μιας μεγάλης κρίσης με τρεις φάσεις: Η πρώτη φάση, είναι η προϊστορία της. Δηλαδή, η φάση στη διάρκεια της οποίας οι δυνάμεις και το Σύστημα Παρακμής μας έφεραν σε μια καταστροφική και αδιέξοδη κατάσταση. Και αυτό διότι κύριο στόχο είχαν να σωθούν οι ίδιες και ας καεί η χώρα.
Στη δεύτερη φάση, μας οδήγησαν στα μνημόνια και στις δανειακές συμβάσεις. Ταυτόχρονα, και αυτό θα αποτελεί την τρίτη φάση, που ήδη έχει ξεκινήσει,
καταστρέφουν τον δρόμο μιας δημιουργικής εξόδου από την κρίση.
Καταστρέφουν την προοπτική, έστω και μέσα από πολλαπλές δυσκολίες και ηράκλειες προσπάθειες, να αναβαθμιστεί η χώρα. Καταστρέφουν μαζί με το παρόν του τόπου και το αύριο του.
Η Ελλάδα σήμερα, πρώτον, δεν ειδικεύεται σε τομείς υψηλής τεχνολογίας και ειδικευμένης εργατικής δύναμης. Μια προοπτική που θα της έδινε στο μέλλον μεγάλα εισοδήματα ως χώρα.
Αντίθετα, με τα μνημόνια κτυπιούνται οι δαπάνες και η ποιότητα σπουδών, καταργείται ουσιαστικά η δημόσια έρευνα. Η έρευνα, δηλαδή, που αφορά τα δημόσια αγαθά και το δημόσιο συμφέρον.
Κατά συνέπεια, ο τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης, οδηγεί σε υποβάθμιση της Ελλάδας για τις επόμενες δεκαετίες ως προς τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.
Δεύτερον, η κυβέρνηση έχει μπερδέψει σκοπίμως, επενδύσεις ανάπτυξης με τις αποκρατικοποιήσεις (που συχνά είναι απλά μεταβίβαση τμημάτων του ελληνικού κράτους σε τρίτο, ξένο, κράτος).
Όταν μιλά κανείς για επενδύσεις πρέπει να εννοεί και να στοχεύει στη δημιουργία νέας παραγωγικής βάσης, στην ποιοτική αναβάθμιση των ήδη υπαρχόντων υποδομών, την εισαγωγή νέων μεθόδων οργάνωσης και πιο σύγχρονης τεχνολογίας. Αντίθετα τρόικα και κυβέρνηση εννοούν με επενδύσεις την μεταβίβαση υπάρχοντος πλούτου σε τρίτους. Όμως, τέτοιες μεταβιβάσεις δεν προσθέτουν ουσία, ούτε μας πάνε στο μέλλον.
Τρίτον, η κυβέρνηση ομιλεί για αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας ενώ μαζί με την τρόικα την έχει διαλύσει. Το θεμελιακό και μακρόχρονο πρόβλημα είναι ότι υποβάθμισε την κύρια παραγωγική δύναμη τον άνθρωπο. Οικονομικά τον έχει ισοπεδώσει. Οι συνεχείς και μάλιστα οριζόντιες περικοπές απαξιώνει την εργασία του. Αφαιρεί κίνητρα εργατικότητας. Η ποιοτική και σύνθετη εργασία δεν διακρίνεται ποια μισθολογικά.
Με άλλα λόγια η κυρίαρχη πολιτική, ρίχνει την παραγωγικότητα της εργασίας. Μπορεί οι μισθοί και οι συντάξεις να υποχωρούν καθώς και να απαξιώνεται η μικρομεσαία ιδιοκτησία, αλλά οι παράγοντες μακρόχρονης αύξησης της παραγωγικότητας εργασίας είναι σε πορεία ελεύθερης πτώσης.
Τέταρτο, η πτώση της παραγωγικότητας εργασίας, η έλλειψη επενδύσεων χωρίς νέες επενδύσεις σε τομείς υψηλής τεχνολογίας και κατά προέκταση υψηλά αμειβόμενης εργασίας δημιουργεί θεμελιακά προβλήματα στην ανταγωνιστικότητα της χώρας. Οι χαμηλοί μισθοί δεν την κάνουν ανταγωνιστική, ούτε, επίσης, η μετακίνηση ιδιοκτησίας από το ελληνικό δημόσιο σε ξένους αγοραστές. Με άλλα λόγια η χώρα έχει πάρει καταστροφικό δρόμο και στραβά αρμενίζει.
Πέμπτο, η ανεργία και οι χαμηλές αποδοχές, σπρώχνουν τους εργαζόμενους με την πλέον υψηλή ειδίκευση να μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Η μετανάστευση διαφέρει ουσιαστικά από εκείνη των αρχών του 20ου αιώνα ή της δεκαετίας του 50’ και του 60’ του ίδιου αιώνα. Είναι μετανάστευση εργατικού δυναμικού για την ειδίκευση του οποίου υπήρξαν ψηλές δαπάνες. Μόνο οι 12.000 γιατροί που έφυγαν την περίοδο κρίσης σε άλλες χώρες της ΕΕ κόστισαν στην ελληνική κοινωνία τουλάχιστον δύο δισεκατομμύρια δαπάνες. Δαπάνες που τις καρπώνονται οι δανειστές.
Είναι φανερό από τα στοιχεία και τις περιπτώσεις που ανέφερα, όλα ενδεικτικά, ότι η Ελλάδα δεν χάνει μόνο την οικονομική της βάση σήμερα, αλλά και τις δυνατότητες μελλοντικής ανασυγκρότησης. Και αυτό δεν είναι απλά εγκληματικό.
Στη δεύτερη φάση, μας οδήγησαν στα μνημόνια και στις δανειακές συμβάσεις. Ταυτόχρονα, και αυτό θα αποτελεί την τρίτη φάση, που ήδη έχει ξεκινήσει,
καταστρέφουν τον δρόμο μιας δημιουργικής εξόδου από την κρίση.
Καταστρέφουν την προοπτική, έστω και μέσα από πολλαπλές δυσκολίες και ηράκλειες προσπάθειες, να αναβαθμιστεί η χώρα. Καταστρέφουν μαζί με το παρόν του τόπου και το αύριο του.
Η Ελλάδα σήμερα, πρώτον, δεν ειδικεύεται σε τομείς υψηλής τεχνολογίας και ειδικευμένης εργατικής δύναμης. Μια προοπτική που θα της έδινε στο μέλλον μεγάλα εισοδήματα ως χώρα.
Αντίθετα, με τα μνημόνια κτυπιούνται οι δαπάνες και η ποιότητα σπουδών, καταργείται ουσιαστικά η δημόσια έρευνα. Η έρευνα, δηλαδή, που αφορά τα δημόσια αγαθά και το δημόσιο συμφέρον.
Κατά συνέπεια, ο τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης, οδηγεί σε υποβάθμιση της Ελλάδας για τις επόμενες δεκαετίες ως προς τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.
Δεύτερον, η κυβέρνηση έχει μπερδέψει σκοπίμως, επενδύσεις ανάπτυξης με τις αποκρατικοποιήσεις (που συχνά είναι απλά μεταβίβαση τμημάτων του ελληνικού κράτους σε τρίτο, ξένο, κράτος).
Όταν μιλά κανείς για επενδύσεις πρέπει να εννοεί και να στοχεύει στη δημιουργία νέας παραγωγικής βάσης, στην ποιοτική αναβάθμιση των ήδη υπαρχόντων υποδομών, την εισαγωγή νέων μεθόδων οργάνωσης και πιο σύγχρονης τεχνολογίας. Αντίθετα τρόικα και κυβέρνηση εννοούν με επενδύσεις την μεταβίβαση υπάρχοντος πλούτου σε τρίτους. Όμως, τέτοιες μεταβιβάσεις δεν προσθέτουν ουσία, ούτε μας πάνε στο μέλλον.
Τρίτον, η κυβέρνηση ομιλεί για αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας ενώ μαζί με την τρόικα την έχει διαλύσει. Το θεμελιακό και μακρόχρονο πρόβλημα είναι ότι υποβάθμισε την κύρια παραγωγική δύναμη τον άνθρωπο. Οικονομικά τον έχει ισοπεδώσει. Οι συνεχείς και μάλιστα οριζόντιες περικοπές απαξιώνει την εργασία του. Αφαιρεί κίνητρα εργατικότητας. Η ποιοτική και σύνθετη εργασία δεν διακρίνεται ποια μισθολογικά.
Με άλλα λόγια η κυρίαρχη πολιτική, ρίχνει την παραγωγικότητα της εργασίας. Μπορεί οι μισθοί και οι συντάξεις να υποχωρούν καθώς και να απαξιώνεται η μικρομεσαία ιδιοκτησία, αλλά οι παράγοντες μακρόχρονης αύξησης της παραγωγικότητας εργασίας είναι σε πορεία ελεύθερης πτώσης.
Τέταρτο, η πτώση της παραγωγικότητας εργασίας, η έλλειψη επενδύσεων χωρίς νέες επενδύσεις σε τομείς υψηλής τεχνολογίας και κατά προέκταση υψηλά αμειβόμενης εργασίας δημιουργεί θεμελιακά προβλήματα στην ανταγωνιστικότητα της χώρας. Οι χαμηλοί μισθοί δεν την κάνουν ανταγωνιστική, ούτε, επίσης, η μετακίνηση ιδιοκτησίας από το ελληνικό δημόσιο σε ξένους αγοραστές. Με άλλα λόγια η χώρα έχει πάρει καταστροφικό δρόμο και στραβά αρμενίζει.
Πέμπτο, η ανεργία και οι χαμηλές αποδοχές, σπρώχνουν τους εργαζόμενους με την πλέον υψηλή ειδίκευση να μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Η μετανάστευση διαφέρει ουσιαστικά από εκείνη των αρχών του 20ου αιώνα ή της δεκαετίας του 50’ και του 60’ του ίδιου αιώνα. Είναι μετανάστευση εργατικού δυναμικού για την ειδίκευση του οποίου υπήρξαν ψηλές δαπάνες. Μόνο οι 12.000 γιατροί που έφυγαν την περίοδο κρίσης σε άλλες χώρες της ΕΕ κόστισαν στην ελληνική κοινωνία τουλάχιστον δύο δισεκατομμύρια δαπάνες. Δαπάνες που τις καρπώνονται οι δανειστές.
Είναι φανερό από τα στοιχεία και τις περιπτώσεις που ανέφερα, όλα ενδεικτικά, ότι η Ελλάδα δεν χάνει μόνο την οικονομική της βάση σήμερα, αλλά και τις δυνατότητες μελλοντικής ανασυγκρότησης. Και αυτό δεν είναι απλά εγκληματικό.