ιόντορ Λουκιάνοφ, Ogoniok
Το εμβόλιο κατά του ναζισμού δεν διαρκεί επ’ άπειρον, προειδοποιεί ο Φιόντορ Λουκιάνοφ, με αφορμή τα 80 χρόνια από το μοιραίο γεγονός της ιστορίας: την ανάδειξη στην καγκελαρία της Γερμανίας του Αδόλφου Χίτλερ, στις 30 Ιανουαρίου 1933.
Εικόνα της Νατάλια Μιχαϊλένκο |
Το πώς ένα από τα πιο ανεπτυγμένα και πολιτισμένα έθνη της Ευρώπης κατάπιε το δόλωμα της μισανθρωπίας, υπέκυψε σε δημαγωγικές αυταπάτες, κι έφτασε στο σημείο να πάρει τόσο δύσκολες αποφάσεις, απασχολεί μέχρι σήμερα τους ερευνητές. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η Ευρώπη διδάχθηκε από τα όσα συνέβησαν κατά τη δεκαετία του 1930, παραμένει αμφίβολο αν το εμβόλιο κατά του ναζισμού θα διαρκέσει επ’ άπειρον.
Στον πυρήνα της ναζιστικής ιδεολογίας βρισκόταν η απολυτοποίηση του εθνικισμού στην πιο πρωτόγονη ρατσιστική μορφή του. Παρά τις αλλαγές που συντελέστηκαν, ο εθνικισμός ως μορφή αυτοπροσδιορισμού και διάρθρωσης του πολιτικού χώρου, δεν έχει εξαφανιστεί.
Αντιθέτως, στην πορεία της εξάλειψης των κάθε είδους συνόρων, ως συνέπεια της παγκοσμιοποίησης, η επιδίωξη των ανθρώπων να γαντζωθούν από κάτι οικείο και παραδοσιακό, αυξάνεται. Και η εθνική ταυτότητα, η οποία περικλείει μια συγκεκριμένη ερμηνεία της ιστορίας, του πολιτισμού και της θρησκείας, είναι το πιο φυσικό στήριγμα.
Η πτώση της μεσαίας τάξης
Την κατάσταση επιδεινώνει η κοινωνική διαίρεση. Το πρόβλημα στις σημερινές δυτικές κοινωνίες είναι η διάβρωση, η αποδυνάμωση της μεσαίας τάξης, η οποία θεωρούνταν πάντοτε η εγγύηση το δημοκρατικού πολιτεύματος. Ένα τμήμα της μετατρέπεται σε λεπτό κοσμοπολίτικο επικάλυμμα, το οποίο είναι ικανό να αποκομίζει οφέλη από τις δυνατότητες που προσφέρει η ανοιχτή παγκόσμια οικονομία.
Υπάρχει όμως και ένα άλλο τμήμα, μεγαλύτερο σε όγκο, του οποίου οι δυνατότητες περιορίζονται εξαιτίας του γεγονότος ότι υποχρεώνεται πλέον να βρίσκεται σε ανταγωνισμό με ολόκληρο τον κόσμο, με το φτηνό εργατικό δυναμικό της Νοτιοανατολικής Ασίας ή με τους προγραμματιστές στην Ινδία και τη Λευκορωσία, οι οποίοι με τη μέθοδο της εξωτερικής ανάθεσης εκτελούν την εργασία που γνωρίζουν. Αυτή η κοινότητα που χάνει το στήριγμά της και η οποία φοβάται για τη θέση και το μέλλον της, αποτελεί τον πυρήνα της δυσαρέσκειας.
Τα μέλη της, γίνονται υπέρμαχοι του προστατευτισμού με την ευρύτατη έννοια του όρου, θεωρώντας ότι αυτός θα υπερασπιστεί τις συνθήκες ύπαρξης στις οποίες έχουν συνηθίσει, και που έχουν τις ρίζες τους στην εθνική καταγωγή. Η οργή τους μπορεί να κατευθυνθεί σε διάφορους στόχους, όπως η γραφειοκρατία των Βρυξελλών, οι πολυεθνικές εταιρίες, οι πλούσιοι ξένοι που αγοράζουν βίλες στις παραλίες, οι μουσουλμάνοι μετανάστες, των οποίων ο αριθμός αυξάνεται διαρκώς.
Καταλύτης η οικονομία
Ο θρίαμβος του ναζισμού συνδέεται ασφαλώς με τη Μεγάλη ύφεση που έπληξε τον κόσμο στα τέλη της δεκαετίας του 1920, αλλά η οικονομία λειτούργησε μάλλον σαν καταλύτης. Ο Χίτλερ χρησιμοποίησε επιδέξια το αίσθημα της εθνικής ταπείνωσης, το οποίο δοκίμασε η γερμανική κοινωνία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Αυτό σήμερα δεν υπάρχει, και ένας μεγάλος πόλεμος στο ανεπτυγμένο τμήμα του κόσμου είναι πρακτικά αδύνατος. Ωστόσο, η δηλητηριασμένη συνείδηση λόγω της δυσαρέσκειας για την έλλειψη δικαιοσύνης στον κόσμο, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί, αποτελεί επίσης έναν ισχυρότατο παράγοντα.
Η σημερινή γενιά των Ευρωπαίων συνειδητοποιεί ότι θα ζήσουν χειρότερα από ότι οι γονείς τους, και τα παιδιά τους, πιθανότατα χειρότερα από τους ίδιους. Ηεξασθένηση του κρατικού μοντέλου γενικής πρόνοιας, το οποίο εξασφάλιζε την ειρήνη και την ανάπτυξη της Ευρώπης τη δεκαετία του 1950, επισύρει ακριβώς αυτό το αίσθημα της κατάπτωσης, τη δυσάρεστη σύγκριση ότι έτσι ήταν, έτσι είναι, και έτσι θα είναι.
Από εδώ προκύπτει το φαινόμενο της εξέγερσης των νέων με το συντηρητικό πάθος, οι οποίοι καλούν τίποτα να μην αλλάξει και να μην πειραχθεί, παρά να μείνουν όλα ως έχουν. Πρόκειται για κάτι το εκ διαμέτρου αντίθετο με ό,τι συνέβη το 1968, όταν απαιτούσαν με πάθος αλλαγές.
Η Ελλάδα στα χνάρια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης
Οι διαθέσεις αυτές, οι οποίες δεν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί ότι θα εξαφανιστούν στο ορατό μέλλον, ευνοούν δύο κατηγορίες πολιτικών δυνάμεων, τους ακροαριστερούς και τους ακροδεξιούς. Οι πρώτοι στηλιτεύουν τους «χορτασμένους γάτους», και οι δεύτεροι το «πλήθος των ακάλεστων».
Ένα μοντέλο αυτής της θλιβερής εξέλιξης αποτελεί ίσως η Ελλάδα, μια χώρα που έχει πτωχεύσει, και διατηρείται σε ανεκτή κατάσταση με τεχνητές μεθόδους. Στις τελευταίες εκλογές του 2012, οι αριστερίζοντες και οι ξενόφοβοι εθνικιστές ήταν εκείνοι που είδαν τις ψήφους τους να αυξάνονται περισσότερο.
Την ενίσχυση των ακραίων πολιτικών παρατάξεων σε συνθήκες απουσίας μιας αληθινά εναλλακτικής λύσης στην ασκηθείσα πολιτική, προσωποποιεί η Δημοκρατία της Βαϊμάρης τα τελευταία χρόνια της ύπαρξής της. Η Ελλάδα είναι ένα ακραίο παράδειγμα, εφόσον στις υπόλοιπες χώρες της νότιας Ευρώπης η κατάσταση δεν έχει οδηγηθεί σε απελπιστικό σημείο, αλλά οι παράμετροι είναι οι ίδιες. Κυβερνήσεις τεχνοκρατών, οι οποίες με σφιγμένα τα δόντια εφαρμόζουν δρακόντεια μέτρα περιμένοντας με τρόμο τις εκλογές, στις οποίες οι ψηφοφόροι μπορούν να τις τιμωρήσουν. Το ερώτημα είναι αν θα φτάσει η στιγμή που τα παραδοσιακά κόμματα θα αποφασίσουν να συνάψουν συμμαχία με τις ακραίες δυνάμεις, προκειμένου να τις χρησιμοποιήσουν για τα προσωπικά τους συμφέροντα. Είναι γνωστό πού οδήγησε αυτό στη Γερμανία.
Η δυσφήμιση της Δημοκρατίας
Ο Χίτλερ κατέλαβε την εξουσία με δημοκρατικές διαδικασίες. Πρόκειται για ένα κλασικό παράδειγμα ότι η δημοκρατία είναι ένα εργαλείο, μια διαδικασία, και όχι το μέσο για την επίλυση των προβλημάτων, δεν είναι πανάκεια για να αποφευχθούν τα δεινά της κοινωνίας. Η κοινωνία που δεν διαθέτει ισχυρή παράδοση, ή αυτή που διακατέχεται από ισχυρά συναισθήματα και πάθη, συνήθως δεν είναι σε θέση να γεμίσει το εσωτερικό κέλυφος της δημοκρατίας με το αναγκαίο περιεχόμενο.
Φαίνεται ότι αυτό το ξεκάθαρο μάθημα ξεχάστηκε στα τέλη του 20ου αιώνα, όταν ο εκδημοκρατισμός που εξάπλωσαν με τόση ελαφρότητα οι νικητές στον Ψυχρό πόλεμο, μετατράπηκε σε ένα είδος κοσμικής θρησκείας με τα ακλόνητα δόγματά της. Η Μέση Ανατολή είναι σήμερα η σκηνή στην οποία παίζεται η επόμενη πράξη του ιστορικού έργου, απειλώντας να δυσφημίσει για μια ακόμη φορά την έννοια της δημοκρατίας.
Ο Φιόντορ Λουκιάνοφ είναι πρόεδρος του προεδρείου του Συμβουλίου Εξωτερικής και Αμυντικής πολιτικής.