Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Naomi Klein Κάποιες ζωές μετρούν πιο πολύ από κάποιες άλλες!

http://gf1957.wordpress.com
Naomi Klein



Της Naomi Klein. Από τους “φράχτες και παράθυρα” [εκδοτικό Α.Α. ΛΙΒΑΝΗΣ, έκδοση 2011, μετάφραση Άγγελου Φιλιππάτου, σελίδες 226-235]. Γράφτηκε τον Οκτώβριο του 2001. KATAΠΛΗΚΤΙΚΗ ανάλυση για το ρόλο των δημοσιογράφων!

Η ακόλουθη ομιλία εκφωνήθηκε στη διάσκεψη Mediemötel 2001 που πραγματοποιήθηκε στη Στοκχόλμη. Η «Σύσκεψη για τα ΜΜΕ» ήταν μια τριήμερη συνεδρίαση δημοσιογράφων για να εορτασθεί η εκατοστή επέτειος από την ίδρυση της Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων της Σουηδίας.
Σε αυτή την κρίσιμη καμπή για το επάγγελμα μας, είναι τιμή μου να μιλήσω σε ένα ακροατήριο στο οποίο βρίσκονται τόσο πολλοί από τους κορυφαίους Σουηδούς δημοσιογράφους. Όταν με προσκάλεσαν σ’ αυτή τη διάσκεψη πριν από έξι μήνες, μου ζητήθηκε να μιλήσω για την παγκοσμιοποίηση και τη συγκέντρωση των μέσων μαζικής ενημέρωσης στα χέρια μιας δράκας επιχειρηματικών ομίλων,
αλλά και για δυο ζητήματα που βρίσκονται στο στόχαστρο των κινημάτων διαμαρτυρίας σε όλο τον κόσμο: τη διεύρυνση των ανισοτήτων και τη χρησιμοποίηση δυο μέτρων και δυο σταθμών στη διεθνή πολιτική. Θα αναφερθώ σε αυτά τα θέματα, θα εξετάσω όμως και το πώς σχετίζονται με τα πρόσφατα γεγονότα που απασχολούν τη σκέψη, όλων μας: τις επιθέσεις του προηγούμενου μήνα στις Η ΠΑ και τη συνεχιζόμενη αμερικανική εκστρατεία βομβαρδισμών στο Αφγανιστάν.
Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με μια προσωπική ιστορία. ‘Οταν ήμουν είκοσι τριών ετών, άρχισα να εργάζομαι στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ως διορθώτρια κειμένων σε μια εφημερίδα. Η εφημερίδα έκλεινε στις 11 μ.μ., αλλά δυο άνθρωποι έμεναν μέχρι τη 1 π.μ. για το ενδεχόμενο κάποιας έκτακτης είδησης που θα ήταν τόσο σημαντική, ώστε να πρέπει να αλλάξει η πρώτη σελίδα. Στην πρώτη βραδινή μου βάρδια, τρεις άνθρωποι σκοτώθηκαν από έναν τυφώνα σε μια νότια Πολιτεία των ΗΠΑ και ο συντάκτης που ήταν υπεύθυνος εκείνη την ημέρα αποφάσισε να αλλάξει την πρώτη σελίδα.
Όταν ξανάλθε η σειρά μου για τη βραδινή βάρδια, διάβασα στα τηλεγραφήματα των ειδησεογραφικών πρακτορείων ότι 114 άνθρωποι είχαν σκοτωθεί στο Αφγανιστάν και ενημέρωσα το συντάκτη βάρδιας. Μην ξεχνάτε ότι ήμουν νέα και θεώρησα λογικό ότι αν έπρεπε να αλλάξει η πρώτη σελίδα για το θάνατο τριών ανθρώπων, τότε ο θάνατος 114 ανθρώπων έπρεπε ασφαλώς να είναι μια πολύ σημαντική είδηση. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την απάντηση του συντάκτη: «Μην ανησυχείς, αυτοί οι άνθρωποι αλληλοσκοτώνονται συνέχεια».
Μετά από την 11η Σεπτεμβρίου, το περιστατικό αυτό στάθηκε η αφορμή για να αναλογιστώ ξανά ότι όλοι όσοι εργαζόμαστε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης συμμετέχουμε σε μια διαδικασία που επιβεβαιώνει διαρκώς την ιδέα ότι ο θάνατος και οι δολοφονίες είναι τραγικά, ασυνήθιστα και αφόρητα γεγονότα σε μερικά μέρη του πλανήτη μας, αλλά τετριμμένα, συνηθισμένα, αναπόφευκτα, ακόμα και αναμενόμενα συμβάντα σε κάποια άλλα μέρη.
Μέσα μου, εξακολουθεί να υπάρχει ένα μέρος της αφέλειας που με χαρακτήριζε όταν ήμουν είκοσι τριών ετών. Και εξακολουθώ να θεωρώ ότι η ιδέα πως το αίμα κάποιων είναι πολύτιμο ενώ το αίμα κάποιων άλλων είναι φθηνό δεν είναι μόνο ηθικά απαράδεκτη, αλλά και συνέβαλε στο να φτάσουμε σε αυτή την αιματοβαμμένη στιγμή της ιστορίας μας.
Αυτό ο ψυχρός, ωμός και σχεδόν υποσυνείδητος υπολογισμός της αξίας του αίματος έχει διεισδύσει στον κοινό συλλογικό ψυχισμό μας, με συνέπεια να διαστρεβλώνει και να ακρωτηριάζει την ανθρώπινη φύση μας. Και γεννάει την απόγνωση σε όλους εκείνους που είναι αόρατοι, που δεν συγκαταλέγονται σε όσους το αίμα τους μετράει. Άραγε, εμείς που εργαζόμαστε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης είμαστε αμερόληπτοι παρατηρητές αυτών των θανάσιμων μαθηματικών;
Δυστυχώς, όχι. Εμείς κάνουμε τους υπολογισμούς. Εμείς έχουμε την εξουσία να επιλέγουμε τις ζωές ποιων θα παρουσιάσουμε Technicolor και τις ζωές ποιων σε αποχρώσεις του γκρίζου. Εμείς αποφασίζουμε πότε πρέπει να φωνάξουμε «τραγωδία» και πότε να πούμε με αδιάφορο ύφος «κοινοτοπία»· πότε να εξυμνούμε’ κάποιους ως ήρωες και πότε να παραθέτουμε απλώς τα ψυχρά στατιστικά δεδομένα- πότε κάποιος είναι ένα ανώνυμο θύμα (όπως οι Αφρικανοί που σκοτώθηκαν στις βομβιστικές επιθέσεις εναντίον των πρεσβειών των ΗΠΑ, το 1998) και πότε κάποιος έχει οικογένεια, φίλους, προσωπική ζωή (όπως οι πυροσβέστες της Νέας Υόρκης).
Παρακολουθώντας στην τηλεόραση τα επαναλαμβανόμενα στιγμιότυπα με τους Δίδυμους Πύργους και το κτίριο του Πενταγώνου να ανατινάζονται, αναλογιζόμουν όλες εκείνες τις περιπτώσεις που τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μας προστάτευσαν από τις εικόνες της φρίκης σε άλλα σημεία του πλανήτη. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου, δεν βλέπαμε κτίρια να ανατινάζονται ή ανθρώπους να τρέπονται σε φυγή, αλλά ένα αποστειρωμένο πεδίο μάχης που θύμιζε τον Πόλεμο των Άστρων: Βλέπαμε από την οπτική γωνία των βομβών τους στόχους να πλησιάζουν και, στη συνέχεια, να εξαφανίζονται. Και ποτέ δε μάθαμε ποιοι βρίσκονταν σε αυτούς τους στόχους που ήταν εγκλωβισμένοι μέσα στα πολυγωνικά σχήματα των σκοπεύτρων.
 Οι Αμερικανοί ενημερώνονται σπάνια από το €ΝΝ για τους συνεχιζόμενους βομβαρδισμούς στο Ιράκ, ενώ δεν πληροφορούνται  ποτέ τις αποτρόπαιες επιπτώσεις που έχουν οι οικονομικές κυρώσεις για τα παιδιά της χώρας. Μετά από το βομβαρδισμό ενός εργοστασίου φαρμάκων στο Σουδάν το 1998 (το οποίο είχε εκληφθεί εσφαλμένα ως χώρος κατασκευής χημικών όπλων), υπήρξαν ελάχιστα ρεπορτάζ για τις συνέπειες που είχε η στέρηση της δυνατότητας παρασκευής εμβολίων στην πρόληψη των ασθενειών στην περιοχή.
Και όταν το ΝΑΤΟ βομβάρδισε στο Κοσσυφοπέδιο πολιτικού στόχους -συμπεριλαμβανομένων υπαίθριων αγορών, νοσοκομείων, αυτοκινητοπομπών με πρόσφυγες, επιβατικών τρένων-, το ΝΒC δεν πήρε συνεντεύξεις από τους επιζήσαντες, ρωτώντας τους πόσο πολύ είχαν συγκλονιστεί από τον όλεθρο που έσπειραν αδιακρίτως οι βόμβες.
Αυτό που αποκαλούμε «δημοσιογραφική κάλυψη των πολέμων σαν να ήταν βιντεοπαιχνίδια» δεν είναι παρά μια αντανάκλαση της ιδέας που καθοδηγεί την αμερικανική εξωτερική πολική από την εποχή του Πολέμου του Κόλπου: Οι ΗΠΑ μπορούν να επεμβαίνουν σε συρράξεις σε όλο τον κόσμο, -στο Ιράκ, στο Κοσσυφοπέδιο, στο Αφγανιστάν- με ελάχιστες απώλειες Αμερικανών στρατιωτών. Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών έχει καταλήξει στο απόλυτο οξύμωρο: έναν ασφαλή πόλεμο.
Η λογική αυτή, που αντικατοπτρίζεται στη μεροληπτική δημοσιογραφική κάλυψη των πολεμικών συρράξεων, τροφοδοτεί μια τυφλή οργή σε πολλά μέρη του πλανήτη – μια οργή που απορρέει από την ασυμμετρία της οδύνης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η επιθυμία της εκδίκησης δεν έχει τη μορφή ενός συνόλου συγκεκριμένων αιτημάτων, αλλά εμφανίζεται σαν μια εσωτερική ανάγκη να βιώσουν την ίδια οδύνη και οι πολίτες των ΗΠΑ.
Όλοι εμείς που εργαζόμαστε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης λέμε στον εαυτό μας ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να συμμετέχουμε σε αυτό τον ωμό υπολογισμό της αξίας του αίματος. Φυσικά, ενδιαφερόμαστε περισσότερο για την απώλεια μερικών ανθρώπων, επειδή η αιματοχυσία στον πλανήτη μας είναι τόσο μεγάλη, ώστε δεν είναι δυνατόν να θλιβόμαστε για κάθε θάνατο ή ακόμα και για κάθε μαζική σφαγή. Κάνουμε, λοιπόν, αυθαίρετες διακρίσεις: Ενδιαφερόμαστε περισσότερο για τα παιδιά από ό,τι για τους ενήλικους· ενδιαφερόμαστε περισσότερο για τους ανθρώπους που μας μοιάζουν από ό,τι για εκείνους που δεν μας μοιάζουν.
Θα μπορούσε ενδεχομένως να χαρακτηριστεί φυσιολογικό, αν είχε κανείς το θράσος να χρησιμοποιήσει αυτή λέξη. Ωστόσο, το πρόβλημα του υπολογισμού της αξίας του αίματος αποκτάει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις στο πλαίσιο της ταχύτατης παγίωσης παγκόσμιων αυτοκρατοριών στον τομέα των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Παρόλο που το CΝΝ, το ΒΒC και η News Corp προσπαθούν να παρουσιάζονται ως διεθνή ειδησεογραφικά δίκτυα, η ενημέρωση που προσφέρουν γίνεται από μια καθαρά αμερικανική και ευρωπαϊκή οπτική γωνία. Όταν λένε «εμείς», αυτό το “εμείς» είναι φιλτραρισμένο μέσω της Ατλάντα, του Λονδίνου ή της Νέας Υόρκης. Τίθεται, επομένως, το ερώτημα: Τι συμβαίνει όταν αυτές οι στενά προσδιορισμένες πολιτισμικές αντιλήψεις για το «εμείς» προβάλλονται στις πιο μακρινές γωνιές του βαθιά διαιρεμένου πλανήτη μας ως ένα κακομεταμφιεσμένο παγκόσμιο «εμείς»;
Αυτή η διαδικασία οικουμενοποίησης σπάνια αμφισβητείται, ιδίως από όσους εργάζονται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Θεωρείται δεδομένο ότι μοιραζόμαστε την ίδια κουλτούρα. Καθώς όλοι βλέπουμε τις ίδιες κακές κινηματογραφικές ταινίες, λατρεύουμε την τραγουδίστρια Τζένιφερ Λόπες, φοράμε Nike και τρώμε MacDonalds, είναι φυσιολογικό να πρέπει να πενθούμε για τους ίδιους νεκρούς: την πριγκίπισσα Νταϊάνα ή τους πυροσβέστες της Νέας Υόρκης. Όμως, η σχέση δεν είναι αμφίδρομη. Το παγκόσμιο «εμείς» -όπως ορίζεται στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη- φτάνει πλέον σε μέρη που δεν περιλαμβάνονται μέσα στα όρια των στενών περιμέτρων μας, σε χώρες που οι τοπικές απώλειες δεν αντιμετωπίζονται από εμάς ως παγκόσμιες απώλειες, σε χώρες που οι τοπικές τους απώλειες έχουν μικρότερη σημασία σε σύγκριση με το μεγαλείο και την παγκοσμιότητα της προβαλλόμενης οδύνης μας.
 Θα προτιμούσαμε, ίσως, να μην έλθουμε αντιμέτωποι με τις συνέπειες των πράξεων μας ως δημοσιογράφοι. Όμως, δεν μπορούμε πλέον να τις αποφεύγουμε. Χάρη στους δορυφόρους, όλοι μπορούν να δουν τις παρωχημένες προκαταλήψεις μας και, παγκοσμιοποιώντας την οδύνη μας, «αυτοί» παίρνουν το μήνυμα ότι δεν είναι σαν «εμάς», ότι δεν ανήκουν στο παγκόσμιο «εμείς». Με συνέπεια, να εξοργίζονται, να εξοργίζονται πάρα πολύ.
Ύστερα από την 11η Σεπτεμβρίου, μίλησα με φίλους μου από τη Νότια Αφρική και το Ιράν. Ήταν έξαλλοι με την απαίτηση μας να εξωτερικεύσουν τη θλίψη τους για τις επιθέσεις. Μου είπαν είναι ρατσισμός να ζητείται από όλο τον πλανήτη να πενθήσει και να εκδικηθεί τους Αμερικανούς που πέθαναν, όταν κανείς δε θρηνεί, ούτε εκδικείται τους πάμπολλους ανθρώπους που πεθαίνουν στις πατρίδες τους. Τους αντέτεινα ότι η στάση τους είναι ηθικά αδιέξοδη και ότι το πένθος για τους θανάτους των άλλων είναι αυτό που μας κάνει ανθρώπους. Ωστόσο, κατέληξα να αποδεχτώ με πολύ μεγάλους δισταγμούς ότι ίσως να ζητάω πάρα πολλά. Για όσους έχουν δει τόσο μεγάλη αδιαφορία για την απώλεια των δικών τους αγαπημένων ανθρώπων, τόσο μεγάλη ασυμμετρία στη συμπόνια, ίσως όλοι εμείς που ζούμε στη Δύση να έχουμε χάσει -τουλάχιστον προσωρινά-το δικαίωμα στη συμπόνια τους, ως ανταπόδοση.
Στον Καναδά, έχει προκληθεί μεγάλος σάλος αυτές τις ήμερες επειδή μια από τις πιο γνωστές φεμινίστριες της χώρας δήλωσε για την αμερικανική εξωτερική πολιτική ότι είναι «βουτηγμένη στο αίμα» Πολλοί χαρακτήρισαν απαράδεκτη τη δήλωση της, καθώς έγινε μερικές ημέρες μετά από τις επιθέσεις στις ΗΠΑ. Μερικοί ήθελαν να ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον της με την κατηγορία ότι υποκινεί το μίσος. Υπερασπιζόμενη τον εαυτό της, η Σουνέρα Θομπάνι, που ήλθε ως μετανάστρια στον Καναδά, απάντησε ότι επέλεξε προσεκτικά τις λέξεις που χρησιμοποίησε, προκειμένου να επισημάνει ότι και τα θύματα της επιθετικότητας των ΗΠΑ αιμορραγούν παρά την ασώματη γλώσσα περί έξυπνων βομβών όπλων ακριβείας και παράπλευρων απωλειών.
 «Είναι μια προσπάθεια εξανθρωπισμού αυτών των ανθρώπων με τη χρησιμοποίηση βαθιά απεικονιστικών όρων», έγραψε η Θομπάνι. «Μας υποχρεώνει να αναγνωρίσουμε τη σωματική υλικότητα αυτών πάνω στους οποίους πέφτουν βόμβες και επί των οποίων ασκείται μαζική τρομοκρατία. Η γλώσσα αυτή “μας” καλεί να αναγνωρίσουμε ότι και “αυτοί” αιμορραγούν όπως “εμείς”, οτι και “αυτοί” πονούν και υποφέρουν όπως “εμείς”».
 Αυτός, λοιπόν, είναι ο «πολιτισμός» για τον οποίο αγωνιζόμαστε: Διεξάγουμε μάχες για το ποιος έχει το δικαίωμα να αιμορραγεί. «Η συμπόνια δεν είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Ωστόσο, υπάρχει κάτι αφόρητο στην ιεραρχία του θανάτου (1 Αμερικανός ισούται με 2 Δυτικοευρωπαίους που ισούνται με 10 Γιουγκοσλάβους που ισούνται με 50 Άραβες που ισούνται με 500 Αφρικανούς), η οποία βασίζεται εν μέρει στην ισχύ, εν μέρει στον πλούτο και εν μέρει στο ρατσισμό», μου έγραψε ένας φίλος την προηγούμενη εβδομάδα.
Όλοι όσοι εργαζόμαστε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης πρέπει να εξετάσουμε με κριτικό βλέμμα τη δουλειά μας και να αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό τροφοδοτούμε την υποτίμηση της ανθρώπινης ζωής, αλλά και την οργή και την απόγνωση που απορρέουν από αυτή. Έχουμε συνηθίσει να χαϊδεύουμε τα αφτιά μας, πεπεισμένοι ότι με τη δουλειά μας κάνουμε τους ανθρώπους πιο συμπονετικούς, ότι τους φέρνουμε πιο κοντά. Υποτίθεται ότι η δορυφορική τηλεόραση θα έφερνε τη δημοκρατία στον κόσμο – ή, τουλάχιστον, αυτό μας έλεγαν το 1989. Ο πρόεδρος της Viacom International, Σάμερ Ρέντστοουν, είχε δηλώσει ότι «φέραμε το ΜΤV στην Ανατολική Γερμανία και την επόμενη ημέρα έπεσε το τείχος του Βερολίνου», ενώ ο Ρούπερτ Μέρντοχ είχε πει ότι «οι δορυφορικές μεταδόσεις επιτρέπουν σε πολλές διψασμένες για πληροφόρηση κλειστές κοινωνίες να παρακάμπτουν την κρατικά ελεγχόμενη τηλεόραση».
Μετά από μία δεκαετία, είναι πλέον ολοφάνερο ότι, αντί να φέρουν τη δημοκρατία, τα τηλεοπτικά δίκτυα που εκπέμπουν σε παγκόσμια κλίμακα πρόβαλλαν επιδεικτικά ανισότητες και ασυμμετρίες, πυροδοτώντας κύματα μίσους. Το 1989, οι Δυτικοί δημοσιογράφοι θεωρούνταν σύμμαχοι των αγώνων για την ελευθερία. «Όλος ο κόσμος βλέπει», φώναζαν τα πλήθη κατά τη διάρκεια της Βελούδινης Επανάστασης, αλλά και στην Πλατεία Τιενανμέν. Σήμερα, οι δημοσιογράφοι αποδοκιμάζονται από τους διαδηλωτές καθώς τους θεωρούν μέρος ενός συστήματος το οποίο εξωραΐζει τίς ανισότητες και περιθωριοποιεί όσους διαφωνούν. Και αυτή την εβδομάδα, τραγικά, κάποιοι δημοσιογράφοι στις ΗΠΑ άνοιξαν επιστολές γεμάτες με λευκή σκόνη: Έτσι, ξαφνικά, όπως διαπίστωσαν ζαλισμένοι, έγιναν οι πρωταγωνιστές της είδησης που είχαν αναλάβει να καλύψουν.
Η σύγκρουση που έχει ξεκινήσει σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με το τι βλέπουμε και ποιον ακούμε, ποιες ζωές μετρούν περισσότερο. Ο επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον δεν σχεδιάστηκαν μόνο ως φονικά πλήγματα, αλλά και ως ένα θέαμα – για το θεατρικό τους φορτίο. Και τις κατέγραψαν κάμερες από κάθε γωνία λήψης, μεταδόθηκαν και αναμεταδόθηκαν από τους τηλεοπτικούς σταθμούς, βιώθηκαν και ξαναβιώθηκαν από τους τηλεθεατές. Τι διαδραματίζεται αυτή τη στιγμή στο Αφγανιστάν; Το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ ζήτησε από τα τηλεοπτικά δίκτυα και τις εφημερίδες να μη δημοσιοποιούν τα ανακοινωθέντα του Μπιν Λάντεν, επειδή ενδέχεται να επιτείνουν τα αντιαμερικανικά αισθήματα. Και με μηνιαίο αντίτιμο 2 εκατομμυρίων δολαρίων, το Πεντάγωνο απέκτησε τα αποκλειστικά δικαιώματα του μοναδικού ιδιωτικού δορυφόρου που περνάει πάνω από το Αφγανιστάν και έχει τη δυνατότητα να καταγράφει εικόνες με τόσο μεγάλη ανάλυση ώστε να διακρίνονται άνθρωποι.
Αν μπορούσαμε να δούμε αυτές τις εικόνες στις τηλεοπτικές οθόνες μας -ανθρώπινες απώλειες, πρόσφυγες που προσπαθούν να διαφύγουν-, ίσως ο θάνατος και η καταστροφή στο Αφγανιστάν να άρχιζαν σε κάποιο βαθμό να αποκτούν την ίδια ρεαλιστικότητα και ανθρώπινη διάσταση με τους θανάτους στη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον, θα βλέπαμε πραγματικούς ανθρώπους αντί για ένα αποστειρωμένο βιντεοπαιχνίδι. Όμως, οι εικόνες αυτές δεν θα δημοσιοποιηθούν ποτέ χωρίς τη έγκριση του υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ.
 Ο σιωπηλός πόλεμος για το ποιες ζωές μετρούν περισσότερο, για το ποιοι θάνατοι αξίζουν συλλογικό πένθος, είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν από την 11η Σεπτεμβρίου. Πράγματι, ένα μεγάλο μέρος από το σοκ της 11ης Σεπτεμβρίου σχετίζεται με το πόσο πολύ η οδύνη σε άπειρα μέρη του πλανήτη ήταν αόρατη γι τα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης των ΗΠΑ, καθώς την παραμέριζε η ευφορία της ευημερίας.
Στις 11 Σεπτεμβρίου, οι Αμερικανοί ξύπνησαν εν μέσω ενός πολέμου, διαπιστώνοντας ότι αυτός ο πόλεμος διεξαγόταν ήδη πολλά χρόνια – αλλά δεν τους το είχε πει κανείς. Ενημερώνονταν για τη δίκη του Ο. Τζ. Σίμσον [αστέρας του ποδοσφαίρου που δικάστηκε για το φόνο της συζύγου του και του φίλου της. Η δίκη του έλαβε τη μεγαλύτερη δημοσιότητα στα ποινικά χρονικά των ΗΠΑ. ΣτΜ] αντί για τις ολέθριες συνέπειες που είχαν οι οικονομικές κυρώσεις για τα παιδιά του Ιράκ. Άκουγα για τη Μόνικα Λεβίνσκι αντί για τις συνέπειες του βομβαρδισμό του εργοστασίου φαρμάκων στο Σουδάν. Μάθαιναν τα πάντα για το τηλεοπτικό ριάλιτι Survivor και τίποτα για το ρόλο που διαδραμάτισε η CΙΑ στη χρηματοδότηση των μουτζαχεντίν. «Το πρόβλημα είναι», έχει γράψει η Ινδή συγγραφέας Αρουντάτι Ρόι, «ότι η Αμερική πολεμάει εναντίον ανθρώπων τους οποίους δεν γνωρίζει επειδή εμφανίζονται σπάνια στην τηλεόραση».
Ο Κρίστοφερ Άισεργουντ έγραψε κάποτε για τους Αμερικανούς ότι «οι Ευρωπαίοι μας μισούν επειδή έχουμε αποσυρθεί από την πραγματική ζωή και ζούμε μέσα στις διαφημίσεις μας, όπως οι ερημίτες που κλείνονται σε σπηλιές για να διαλογίζονται». Αυτή η απόσυρση σε ένα αυτοαναφορικό μιντιακό κουκούλι εξηγεί εν μέρει για ποιο λόγο οι Αμερικανοί έχουν την εντύπωση ότι οι δράστες των επιθέσεων της 11 ης Σεπτεμβρίου δεν προέρχονται από μια άλλη χώρα, αλλά από έναν άλλο πλανήτη, από ένα παράλληλο σύμπαν – τόσος ήταν ο αποπροσανατολισμός και η ταραχή τους.
Αντί, όμως, να προσπαθήσουν να γεμίσουν αυτό το κενό -πληροφόρησης, ανάλυσης, κατανόησης-, ακούμε την ίδια επωδό: Οι επιθέσεις είναι ανεξήγητες, δεν έχει συμβεί τίποτα στο παρελθόν που να τις δικαιολογεί· μας μισούν θέλουν να μας στερήσουν τις δημοκρατικές ελευθερίες μας. Αντί να ρωτούν για ποιο λόγο έγιναν οι επιθέσεις, τα τηλεοπτικά δίκτυα μας τις αναμεταδίδουν ακατάπαυστα.
Τη στιγμή ακριβώς που οι Αμερικανοί χρειάζονται περισσότερο από ποτέ μια εμπεριστατωμένη πληροφόρηση για τον υπόλοιπο κόσμο -αλλά και για την πολύπλοκη και προβληματική θέση τη χώρας τους σ’ αυτόν-, το μόνο που τους προσφέρουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι η αντανάκλαση της εικόνας τους: Αμερικανούς να θρηνούν, Αμερικανούς να ανακτούν το ηθικό τους, Αμερικανούς να επευφημούν, Αμερικανούς να προσεύχονται. Βρίσκονται κλεισμένοι μέσα σε ένα μιντιακό δωμάτιο με παραμορφωτικούς καθρέφτες, ενώ αυτό που χρειαζόμαστε όλοι μας είναι περισσότερα παράθυρα προς τον έξω κόσμο.