Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Οι αμόλυντοι ευπατρίδες μιας μολυσμένης πατρίδας

http://dubiumn.blogspot.gr

....του Ρίζου Καϊάφα

… Νέοι με την ορμή, άντρες με την ψυχή, ευπατρίδες αμόλυντοι μιας μολυσμένης πατρίδας, πού πάτε να χαθείτε άδικα των αδίκων; Πώς φεύγετε, αφήνοντας πίσω σας, κυρίαρχους, τους φαύλους και τους κακούς, τους πενταρολόγους και τους κοσμοπολίτες; Γιατί πάτε να δώσετε τα δώρα σας εκεί; Διψά η αυλή σας για νερό, γυρίστε πίσω. Γυρίστε πίσω…» 

Από το «Σάλπισμα» του Ανδρέα Καρκαβίτσα, εφημερίδα ο Χρόνος, 16 Οκτωβρίου 1909 



Ήθελα εδώ και καιρό να γράψω αυτό το κείμενο. Ένα ιστορικό άρθρο για τη στήλη των Αφηγήσεων, στην καινούρια ιστοσελίδα της πολιτιστικής εταιρίας Επισκοπόν, στάθηκε τελικά το έναυσμα. Όπως και η συγκλονιστικά επίκαιρη κραυγή του Ανδρέα Καρκαβίτσα προς τους νέους, που ξεδιπλώνει με γλαφυρότητα το διαχρονικό δράμα αυτής της πατρίδας. Τότε αναφερόταν στις πολεμικές περιπέτειες των Ελλήνων εθελοντών στις οθωμανικές ακόμα Μακεδονία και Κρήτη. Σήμερα θα απευθυνόταν σίγουρα στη νεολαία μας, ιδιαίτερα σ’ αυτούς που σκέπτονται να μεταναστεύσουν. 


Πόσο δύσκολο άραγε είναι να απαντήσουμε σ’ αυτά τα ερωτήματα. Πού πάτε, πώς φεύγετε, γιατί πάτε εκεί; «Φεύγουμε για κάποια σύγχρονη χώρα, κάπου όπου υπάρχουν ακόμα δουλείες και ευκαιρίες. Κάπου όπου σέβονται – ή τουλάχιστον έτσι ελπίζουμε – τη διαφορετικότητα, την εφευρετικότητα, το δικαίωμα στη ζωή και την εργασία. Θέλουμε να ξεφύγουμε από τους φαύλους και τους κακούς, από τους διεφθαρμένους κυρίαρχους που δεν μπορέσαμε ή δεν θελήσαμε να πολεμήσουμε. Φεύγουμε με βαριά καρδιά, αφήνοντας πίσω φίλους και οικογένειες, αναμνήσεις και διαψευσμένα όνειρα. Αφήνουμε πίσω τη μισή μας ζωή γιατί, σε αντίθεση με τους “κοσμοπολίτες”, δεν είμαστε απάτριδες και ξέρουμε πόσο πόνο κρύβει η κατ’ ευφημισμόν κινητικότητα των εργαζομένων εντός και εκτός Ε.Ε.» Συγχωρέστε με, δεν προσπαθώ να σας προκαταλάβω. Όμως η δική μου απάντηση, τουλάχιστον, θα ήταν κάπως έτσι. 


Το χειρότερο είναι πως ακόμα και σ’ αυτή τη δύσκολη ώρα εξακολουθούμε να εθελοτυφλούμε. Ας πάρουμε για παράδειγμα το μέγα θέμα της παιδείας. Πρόσφατα, στις δηλώσεις του στη ΔΕΘ, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δικαιολόγησε την εμπλοκή των εκπαιδευτικών στα γρανάζια της παραπαιδείας, λέγοντα πως αφού η κυβέρνηση τους εξαθλιώνει πρέπει κι αυτοί να βρουν κάποιον τρόπο για να ζήσουν. Φθηνές δικαιολογίες. Η παραπαιδεία δημιουργήθηκε σε πολύ προγενέστερες εποχές και γιγαντώθηκε στα χρόνια της ευημερίας, τότε που το ζήτημα δεν ήταν η επιβίωση αλλά ένα καινούριο αυτοκίνητο, ένα εξοχικό, ένα ακόμα περιττό δάνειο. Στην πραγματικότητα η κρίση απλώς επέτεινε ένα ήδη διογκωμένο πρόβλημα. Και τέτοιου είδους ατάκες απλώς χαϊδεύουν τα αυτιά των επίδοξων ψηφοφόρων. Όσο για την άλλη πλευρά, την κυβερνητική, η πολιτική της συνίσταται σε μία και μόνη λέξη: περικοπές, περικοπές, περικοπές. 


Τα άνθη της παραπαιδείας αναπτύσσονται πάνω στις τρομαχτικές ανεπάρκειες των σχολείων και των πανεπιστημίων μας καθώς και στον τεράστιο αριθμό των ανέργων καθηγητών. Κι αν δεν επουλωθούν αυτές οι δύο πληγές, τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα θα κατατρώνε τις σάρκες μας στον αιώνα τον άπαντα. Αλλά για να γίνει αυτό χρειάζονται λεφτά και σχεδιασμός. Κι εμείς διαθέταμε κάποτε λεφτά, όχι όμως για την εκπαίδευση. Όσο για σχεδιασμό, μάλλον δεν διαθέταμε ποτέ. 


Πώς να πείσουμε λοιπόν τους νέους να μην εγκαταλείψουν τη χώρα, αφού εκτός από την ανεργία αντιμετωπίζουν και τους εμπαιγμούς των περισσοτέρων πολιτικών δυνάμεων; Αφού είναι οι αμόλυντοι ευπατρίδες μιας μολυσμένης πατρίδας, που προσπαθεί από νωρίς να εκμαυλίσει ό,τι καλύτερο διαθέτει; Που τους στοιβάζει αρχικά σε ανεπαρκείς τάξεις με ανύπαρκτο εξοπλισμό και λιγοστούς εκπαιδευτικούς, για να τους χορηγήσει τελικά σωρηδόν απολυτήρια και πτυχία χωρίς επαγγελματικό αντίκρισμα; 


Κάποια στιγμή τα παιδιά ενηλικιώνονται. Έρχεται τότε η ώρα των ευθυνών και της αλήθειας. Όμως εμείς αποφεύγουμε συστηματικά τις αλήθειες και τις ευθύνες μας. Σε μια τέτοια χώρα, λοιπόν, οι νέοι έχουν δύο επιλογές. Ή να φύγουν για να γλιτώσουν ή να μείνουν για να παλέψουν, με σοβαρό κίνδυνο είτε να περιθωριοποιηθούν είτε να αφομοιωθούν ηττημένοι από το σύστημα. Η καρδιά μου προτιμά αυτούς που μένουν αλλά το μυαλό μου πετά μαζί μ’ αυτούς που φεύγουν. Νιώθω διχασμένος, πιο πολύ κι από τη χώρα μου. Και ειλικρινά δεν ξέρω τι να διαλέξω…