Οι στρατηγικές επιδιώξεις πίσω από μια φαινομενικά αδιέξοδη πολιτική.
Οι περισσότεροι πολίτες, βλέποντας τη μια μετά την άλλη τις χώρες της Ευρώπης να απειλούνται από το ντόμινο της κρίσης, εύλογα αναρωτιούνται αν, έστω οι κυρίαρχες δυνάμεις, έχουν κάποιο σχέδιο για την αντιμετώπιση της κρίσης. Εντάξει, λένε, χώρες όπως η Ελλάδα, έχουν περιορισμένες δυνατότητες, όμως οι μεγάλες δυνάμεις δεν βλέπουν ότι ήδη η κρίση χτυπά την πόρτα τους; Η Γερμανία, για παράδειγμα, δεν βλέπει ότι με τις πολιτικές που η ίδια επιβάλλει στην Ευρώπη, αύριο δεν θα μπορεί να πουλά τα προϊόντα της γιατί οι Ευρωπαίοι δεν θα έχουν λεφτά να τα αγοράσουν; Γιατί, λοιπόν, η ηγέτιδα δύναμη της Ε.Ε. επιμένει στην ασφυκτική περιοριστική μνημονιακή πολιτική; Γιατί δεν ακολουθεί -έστω- το παράδειγμα των ΗΠΑ, που επιχειρούν μια πολιτική τόνωσης των επενδύσεων; Γιατί δεν ακούει τόσους νομπελίστες οικονομολόγους που την καλούν να υιοθετήσει μια αναπτυξιακή κατεύθυνση;
Οι περισσότεροι πολίτες, βλέποντας τη μια μετά την άλλη τις χώρες της Ευρώπης να απειλούνται από το ντόμινο της κρίσης, εύλογα αναρωτιούνται αν, έστω οι κυρίαρχες δυνάμεις, έχουν κάποιο σχέδιο για την αντιμετώπιση της κρίσης. Εντάξει, λένε, χώρες όπως η Ελλάδα, έχουν περιορισμένες δυνατότητες, όμως οι μεγάλες δυνάμεις δεν βλέπουν ότι ήδη η κρίση χτυπά την πόρτα τους; Η Γερμανία, για παράδειγμα, δεν βλέπει ότι με τις πολιτικές που η ίδια επιβάλλει στην Ευρώπη, αύριο δεν θα μπορεί να πουλά τα προϊόντα της γιατί οι Ευρωπαίοι δεν θα έχουν λεφτά να τα αγοράσουν; Γιατί, λοιπόν, η ηγέτιδα δύναμη της Ε.Ε. επιμένει στην ασφυκτική περιοριστική μνημονιακή πολιτική; Γιατί δεν ακολουθεί -έστω- το παράδειγμα των ΗΠΑ, που επιχειρούν μια πολιτική τόνωσης των επενδύσεων; Γιατί δεν ακούει τόσους νομπελίστες οικονομολόγους που την καλούν να υιοθετήσει μια αναπτυξιακή κατεύθυνση;
Η διερεύνηση αυτού του προβληματισμού είναι σύνθετη, ενδεχομένως και οδυνηρή. Σύνθετη, γιατί μιλάμε για την πολιτική μιας παγκόσμιας οικονομικής δύναμης, όπως η Γερμανία, στο σημερινό πολυπολικό κόσμο. Όπου θα πρέπει να συνυπολογιστούν οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, οι σχέσεις ΗΠΑ-Γερμανία και οι κατά βάση ανταγωνιστικοί προσανατολισμοί τους για την Ευρώπη, η (εκκινούμενη από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης) συνεργασία Γερμανίας-Ρωσίας, η εντεινόμενη συνεργασία Γερμανίας-Κίνας, όπως πιστοποιεί το δεύτερο μέσα σ’ ένα χρόνο ταξίδι της Μέρκελ στο Πεκίνο. Οδυνηρή, γιατί είναι πολύ πιθανό να αποδειχθεί αναποτελεσματική η εναπόθεση ελπίδων στο σχήμα ότι αυτό που θα συνέφερε τη γερμανική ιμπεριαλιστική πολιτική είναι ταυτόχρονα λυτρωτικό για τις χώρες του Νότου της Ε.Ε.
Θα λέγαμε ότι παρά τους πολλαπλούς παράγοντες που επιδρούν στη διαμόρφωση της γερμανικής πολιτικής, στον πυρήνα της βρίσκεται η αξιοποίηση της κρίσης για την «κατάκτηση της Ευρώπης», για την αποφασιστική, ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση της οικονομικής και πολιτικής δύναμης και επιρροής της Γερμανίας στις ευρωπαϊκές χώρες. Η δε αντιμετώπιση των συνεπειών της εξάπλωσης της κρίσης στην ίδια τη Γερμανία, θεωρείται από τη γερμανική ελίτ, σαν ένα διαχειρίσιμο πρόβλημα, τουλάχιστον στην παρούσα φάση. Επιπρόσθετα, η γερμανική ελίτ -παρά τα αντιτιθέμενα συμφέροντα στο εσωτερικό της- είναι προφανές ότι ποντάρει στην επέκταση της δύναμης της στην Ευρώπη και στα ωφελήματα που αυτή φέρνει, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της κρίσης. Εκφραστής και σύμβολο αυτού του προσανατολισμού είναι η Α. Μέρκελ.
Με άλλα λόγια. Η Γερμανική πολιτική δεν αισθάνεται να απειλείται από το ενδεχόμενο να βρεθεί η Ελλάδα σε αδιέξοδο ή να ενταχθεί η Ισπανία και τυπικά στο μηχανισμό διάσωσης ή ακόμη να χρειασθεί η ενεργοποίηση του μηχανισμού στην περίπτωση της Ιταλίας. Αντίθετα, όλα αυτά τα ενδεχόμενα αποτελούν ευκαιρίες για το γερμανικό ιμπεριαλισμό. Ευκαιρίες παραπέρα διείσδυσης, ελέγχου κρίσιμων τομέων των χωρών αυτών, διαμόρφωσης συνθηκών γερμανικής κυριαρχίας, που ενδεχομένως στο προβλεπτό μέλλον να φθάσει να αφορά ακόμη και χώρες που συμμετέχουν στο G8. Τα οφέλη μιας τέτοιας επέκτασης είναι προφανή στο οικονομικό επίπεδο και κάνουν να μοιάζουν με ψίχουλα τα δεκάδες δισ. που εξοικονομεί η Γερμανία από τη μείωση των επιτοκίων του δημόσιου χρέους της. Όμως, τα οφέλη αυτής της επέκτασης δεν περιορίζονται μόνο στο οικονομικό επίπεδο αλλά επεκτείνονται στο ακόμη σημαντικότερο πολιτικό επίπεδο. Το ειδικό καθεστώς μεταμοντέρνου προτεκτοράτου που έχει επιβληθεί στην Ελλάδα παρέχει στη Γερμανία τη δυνατότητα τέτοιου πολιτικού ελέγχου της χώρας, που στο γεωπολιτικό συσχετισμό δυνάμεων αυτό έχει πολύ κρισιμότερη σημασία από τα οικονομικά οφέλη. Ποιος δεν μπορεί να δει ότι αυτή ακριβώς η πτυχή, ο πολιτικός έλεγχος, δεν αφορά μόνο την Ελλάδα;
Γερμανοποίηση της Ευρώπης
Στο σημείο αυτό έχει ενδιαφέρον η ιστορική αναδρομή. Καθόλου άσχετο με το ζήτημα που εξετάζουμε ο ρόλος της Γερμανίας στους δύο παγκόσμιους πολέμους, όμως τα συμπεράσματα που αφορούν το σήμερα συνδέονται περισσότερο με την περίοδο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, τα τελευταία περίπου 25 χρόνια. Η Ευρωπαϊκή Ένωση χαρακτηρίζεται από την Αριστερά ως νεοφιλελεύθερη, ιμπεριαλιστική, αντιδημοκρατική, αντεργατική, αντικομμουνιστική, ρατσιστική. Αρκετοί σήμερα προσθέτουν το χαρακτηρισμό «Γερμανική Ευρώπη». Και εμπειρικά να το δει κανείς, έχουν δίκιο.
Πιο αναλυτικά θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τρεις διαδικασίες γερμανοποίησης της Ευρώπης. Η πρώτη συνδέεται με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), την πορεία προς την Οικονομική Νομισματική Ενοποίηση και την εισαγωγή της ΟΝΕ (1999) με το διαβόητο Σύμφωνο Σταθερότητας. Ήταν ακριβώς τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ και του Συμφώνου Σταθερότητας -ειδικά το όριο του 3% για το έλλειμμα των Προϋπολογισμών- καθώς και η εκεί κατοχυρωμένη «ανεξαρτησία» -αυθαιρεσία των Τραπεζών, που οδήγησαν στο σημερινό προφίλ της Ευρώπης. Η πορεία αυτή υπήρξε -και δεν ήταν δύσκολο αυτό να προβλεφτεί- μια πορεία ενδυνάμωσης του ρόλου του πιο ισχυρού ιμπεριαλισμού της Ευρώπης, του γερμανικού. Μια πορεία μετατροπής της Ευρώπης σε «ζωτικό χώρο» της Γερμανίας, που γίνεται επί της ουσίας το πραγματικό αφεντικό μέσα στο ευρωπαϊκό Διευθυντήριο. Καθόλου τυχαίο αυτό, καθώς η κατεύθυνση και οι όροι της Συνθήκης του Μάαστριχτ επιβλήθηκαν από τη Γερμανία μετά από μια θυελλώδη διετία νομισματική κρίσης στην Ευρώπη, με πολλά νομίσματα -ανάμεσα τους η βρετανική στερλίνα, ιταλική λιρέτα και σουηδική κορώνα- να καταρρέουν. Να που δεν είναι σήμερα η πρώτη φορά που η Γερμανία εκμεταλλεύεται την κρίση για να προωθήσει την κυριαρχία της.
Η δεύτερη πτυχή γερμανοποίησης της Ευρώπης αφορά τη διαδικασία διεύρυνσή της. Ορόσημο η ένταξη το 2003 δέκα χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης -του πρώην ανατολικού μπλοκ- καθώς και της Κύπρου και της Μάλτας. Μια διαδικασία που προμήθευσε στη γερμανική βιομηχανία άφθονο εξαιρετικά ειδικευμένο και πάρα πολύ φθηνό εργατικό δυναμικό, την ίδια στιγμή που το Βερολίνο επέκτεινε τον πολιτικό του ρόλο σε κρίσιμες από γεωπολιτική άποψη περιοχές.
Το τελευταίο μεγάλο επεισόδιο της παγκόσμιας κρίσης από το 2008 και μετά, μας εισάγει σε μια νέα περίοδο γερμανοποίησης της Ευρώπης. Παρ’ ότι σε μια στιγμή που η «ιστορία γίνεται» δεν μπορούν να εντοπιστούν όλες οι κρίσιμες καμπές, χρειάζεται όμως να επισημανθεί η κεντρικότητα των αποφάσεων της Συνόδου Κορυφής στις 28-29 Ιούνη 2012. Εκεί δρομολογήθηκε το γερμανικής έμπνευσης σχέδιο με τον σαφώς ενδεικτικό τίτλο «Προς μια ουσιαστική Οικονομική και Νομισματική Ένωση». Το σχέδιο αυτό αποτελείται από τέσσερα συστατικά στοιχεία: α. ενοποιημένο χρηματοοικονομικό πλαίσιο, β. ενοποιημένο δημοσιονομικό πλαίσιο, γ. ενοποιημένο πλαίσιο οικονομικής πολιτικής, και δ. ενισχυμένη δημοκρατική νομιμοποίηση και λογοδοσία. Παρά τα φληναφήματα για «δημοκρατική νομιμοποίηση» -σε μια Ευρώπη που το δημοκρατικό της έλλειμμα είναι πολύ μεγαλύτερο ακόμη κι απ’ αυτά τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα-, η ουσία της «ουσιαστικής ΟΝΕ», όπως την λένε οι ευρωκράτες, δεν είναι άλλη από το αποφασιστικό, πρωτόγνωρο, ποιοτικό βάθεμα της γερμανικής επικυριαρχίας στην Ε.Ε. Που ελέγχοντας πλέον το τραπεζικό σύστημα, τις χρηματοροές και τις επενδυτικές ροές, δορυφοροποιεί τις οικονομίες της Ευρώπης. Το αν αυτό το σχέδιο προχωρήσει και ο ρυθμός με τον οποίο θα προχωρήσει, θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες και πρώτ’ απ’ όλα από τη λαϊκή αντίσταση που αντικειμενικά πυροδοτεί σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Οι επιπτώσεις στην Ελλάδα
Το γερμανικό σχέδιο δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται κοντοπρόθεσμα, καθώς είναι σε εξέλιξη μια ευρύτερη ιμπεριαλιστική στρατηγική. Στη μεταμοντέρνα αποικία Ελλάδα δοκιμάζεται το αν σε μία χώρα με μέσο επίπεδο ανάπτυξης, όπως η Ελλάδα, μπορεί να συντριβεί το επίπεδο διαβίωσης και να επιβληθούν συνθήκες κινεζοποίησης, πράγμα κρίσιμο για το γερμανικό ιμπεριαλισμό στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Δοκιμάζεται, επίσης, ο χειρισμός των αντιδράσεων ενός λαού. Το ότι ο ελληνικός λαός επέδειξε ένα αγωνιστικό και αντιστασιακό φρόνημα στην επιβολή του ειδικού καθεστώτος των μνημονίων και της τρόικας αντιμετωπίζεται σήμερα με μια πρωτοφανή επίδειξη σκληρότητας υπό γερμανική καθοδήγηση. Το κυριότερο, δοκιμάζεται η με ειρηνικούς όρους (χωρίς βέβαια να αποκλείονται και γενικότερες περιπλοκές) προτεκτορατοποίηση μιας πρώην κυρίαρχης χώρας με μέσο επίπεδο ανάπτυξης, ακόμη και ο εδαφικός της έλεγχος. Όλα αυτά τα πειράματα αποτελούν εκδοχές του γερμανικού σχεδίου, προς εξαγωγή, σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Κλείνοντας, ας επισημάνουμε ότι η συζητούμενη στα επιτελεία της ευρωκρατίας έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ, σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα θα αφεθεί από τους ισχυρούς στην τύχη της. Κάθε άλλο: η αποβολή από το ευρώ θα συνδεθεί με πιο ασφυκτική, ολοκληρωτική, τροϊκανή και γερμανική κατοχή της χώρας μας.
Καραμάνος Χρήστος
Πηγή: Πού αποσκοπεί η γερμανική πολιτική στην Ευρώπη; - RAMNOUSIA