Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Η έξοδος από το ευρώ και η έξοδος από την κατάθλιψη


του Γιώργου Καραμπελιά από τη Ρήξη (φ. 87) που κυκλοφορεί

Η συζήτηση για το ζήτημα της παραμονής ή της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ διεξάγεται με την εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η απόφαση αποτελεί συνάρτηση δήθεν ορθολογικών οικονομικών συμφερόντων. Η μέχρι πριν από λίγο κυρίαρχη άποψη υποστήριζε πως δεν υπάρχει κίνδυνος εξόδου, διότι αυτή δεν συμφέρει οικονομικά ούτε τους τραπεζίτες, ούτε εν τέλει τις κυβερνήσεις και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, που σ’ αυτή την περίπτωση θα έχαναν πολύ περισσότερα απ’ όσα θα κέρδιζαν με την έξοδο της Ελλάδας. Μια αντίθετη άποψη στην Ευρώπη επέμενε, πάλι επί τη βάσει οικονομικών υπολογισμών, ότι εν τέλει συμφέρει στους Γερμανούς και τους βόρειους συμμάχους τους η έξοδος της Ελλάδας, διότι έτσι θα «έπαυαν να πληρώνουν τους Έλληνες» και θα επέβαλλαν τη λογική τους στην Ευρώπη και την ευρωζώνη. Τέλος, στην ίδια την Ελλάδα υπήρχε μια μειοψηφική, αλλά με σχετική απήχηση άποψη, που υποστήριζε, πάλι επί τη βάσει «οικονομικών δεδομένων», ότι μας συμφέρει η άμεση έξοδος από το ευρώ και το πέρασμα στη δραχμή. Για δύο ή τρία χρόνια οι Έλληνες έγιναν μπαλάκι, με όσα οικονομικά γνωρίζουν, ανάμεσα σε «φωστήρες» της οικονομίας που υποστήριζαν πότε το μεν και πότε το δε.

Εμείς επιμέναμε από την αρχή πως το ζήτημα των συμφερόντων δεν είναι απλά ένας οικονομικός ισολογισμός κερδών και ζημιών, αλλά εμπλέκει (ή κινητοποιεί) περισσότερους παράγοντες, γεωπολιτικά και πολιτισμικά στοιχεία – εν τέλει συσχετισμούς δυνάμεων. Επιμέναμε πως είναι διαφορετική η αντιμετώπιση της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας από τους «εταίρους», όχι εξαιτίας και μόνον των διαφορετικών οικονομικών προβλημάτων, αλλά διότι η Ελλάδα ανήκει σε μια διαφορετική –ορθόδοξη και βαλκανική– πολιτισμική σφαίρα από τους υπόλοιπους δυτικοευρωπαίους. Επιμέναμε πως η συστηματική καταδίωξη της Ελλάδας από τους Γερμανούς δεν συναρτάται μόνον με την πραγματική θέληση της Γερμανίας για μια Ευρώπη δύο ή περισσότερων ταχυτήτων, αλλά και από την εθνική ψυχοσύνθεση, το «εθνικό DNA» των Γερμανών, που δεν μπορεί να δεχθεί εύκολα τη διαφορετικότητα των Βαλκανίων «υπανθρώπων». Εξάλλου, τι το ορθολογικό είχε στη διάρκεια του Βου Παγκόσμιου Πολέμου η ταυτόχρονη επίθεση των Γερμανών και προς τα ανατολικά και προς τα δυτικά; Τονίζαμε τέλος, πως το ζήτημα της εξόδου από τη ζώνη του ευρώ θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σε συνάρτηση με τη γεωπολιτική θέση της χώρας και τον κίνδυνο να βρεθούμε σε ένα θανάσιμο τετ -α-τετ με τη νεοθωμανική Τουρκία.


Όμως, ο στενός οικονομισμός και η λογική του μπεζαχτά που κυριάρχησε στη δημόσια συζήτηση για δυόμισι χρόνια, απαγόρευε να ληφθούν υπόψη τόσο οι πολιτισμικοί όσο και οι ακόμα σοβαρότεροι γεωπολιτικοί παράγοντες. Ακόμα και στο εσωτερικό των δυτικών κυβερνήσεων συγκρούονται διαφορετικές γεωπολιτικές στρατηγικές: Άραγε η Ελλάδα θα πρέπει να μείνει στο σκληρό πυρήνα της δυτικής Ευρώπης, ή θα πρέπει να αφεθεί στα χέρια της ανερχόμενης νεοθωμανικής Τουρκίας; Ή μήπως, από την αντίθετη πλευρά, σε μια στιγμή που κινδυνεύει με ανάφλεξη όλη η Μ. Ανατολή με τη Συρία και το Ιράν, θα έπρεπε αντίθετα η Ελλάδα να παραμείνει ως προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης, άσχετα ή παρά το οικονομικό κόστος;

Επιπλέον, επειδή γύρω από αυτά τα ζητήματα δεν υπάρχει μία και μόνη στρατηγική των δυτικών κυβερνήσεων, αλλά πολλά σενάρια και πολλά αντιμαχόμενα συμφέροντα, είναι δυνατό τη μία στιγμή να κερδίζει η μία στρατηγική και την άλλη η αντίθετή της. Όλα αυτά σημαίνουν πολύ απλά πως το ζήτημα της οικονομικής πορείας της Ελλάδας στο άμεσο μέλλον και κατεξοχήν εκείνο της παραμονής ή όχι στην ευρωζώνη, δεν είναι σε καμία περίπτωση στενά οικονομικό. Κι όμως, η συζήτηση είτε από τους νεοφιλελεύθερους, που δεν βλέπουν πέρα από τον ορίζοντα του πορτοφολιού τους, είτε από «μαρξιστές» που ανάγουν τα πάντα σε στενά οικονομικά συμφέροντα, επέμενε να την εγκλωβίζει σ’ ένα αποκλειστικά οικονομίστικο πεδίο.

Γι’ αυτό ακριβώς, όλη αυτή την περίοδο, δεν έγιναν καθόλου απόπειρες για μια πολιτική διέξοδο από την κρίση και τα πάντα περιορίστηκαν στην οικονομική της πλευρά. Έτσι, η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν ανοίχτηκε καθόλου όπως θα έπρεπε, προς τη Ρωσία, την Κίνα και σημαντικές χώρες του αναδυόμενου Τρίτου Κόσμου, όπως η Βραζιλία ή η Ινδία, ή προς τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη, γεγονός που θα αναβάθμιζε τη γεωπολιτική σημασία της Ελλάδας και επομένως θα δυσκόλευε και την οικονομική συντριβή της. Δεν έγιναν καθόλου, οι αναγκαίες συστηματικές προσπάθειες προς την κατεύθυνση των χωρών της Ν. Ευρώπης, ώστε να οικοδομηθεί ένα εσωτερικό ευρωπαϊκό μέτωπο, ευνοϊκό για μας. Δεν αναλήφθηκαν πρωτοβουλίες στο χώρο του πολιτισμού και της προβολής του πολιτισμικού βάρους της χώρας.


Μια εναλλακτική κοινωνική πρακτική

Σε αυτή τη στρεβλή οικονομίστικη κατεύθυνση επένδυσε κατεξοχήν και το αντιμνημονιακό μέτωπο, με κύριο εκπρόσωπο το ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί αυτή η στρατηγική να απέδωσε σε ένα εκλογικό επίπεδο, αλλά είναι εντελώς κοντόφθαλμη και ο  ΣΥΡΙΖΑ διεσώθη προς ώρας μόνο και μόνο γιατί δεν κέρδισε την πλειοψηφία και δεν βρέθηκε στην κυβέρνηση! Ωστόσο, αμέσως μετά τις εκλογές φάνηκε το κενό.

Δυστυχώς, η μόνη πολιτική δύναμη που πραγματικά κέρδισε ήταν η… Χ.Α. Επιμένοντας σ’ ένα ζήτημα που συνδέει την οικονομία με την κοινωνική πραγματικότητα, δηλαδή το μεταναστευτικό, κατόρθωσε να εκτιναχθεί και να εκμεταλλευτεί το κενό που άφησαν από τις εκλογές μέχρι σήμερα όλες οι πολιτικές δυνάμεις. Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν διακοπές, αυτή επένδυσε και οργάνωσε τον φόβο και το μίσος των πιο απαίδευτων λαϊκών στρωμάτων. Γιατί έχει κατανοήσει πως, σήμερα, το πεδίο της αντιπαράθεσης δεν είναι απλώς και μόνο το τι πρόκειται να συμβεί με το μνημόνιο, αλλά το πώς αυτό μεταφράζεται στην κοινωνική και πολιτική καθημερινότητα των ανθρώπων.

Αν οι δυνάμεις που επιδιώκουν μια ριζική ανασυγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας δεν κατανοήσουν πως πλέον δεν αρκεί, ούτε έχει κάποιο νόημα μια μονοδιάστατη διαμαρτυρία, αλλά θα πρέπει να οργανώνεται σε όλα τα πεδία μια εναλλακτική κοινωνική πρακτική, που θα αφορά σε όλα τα ζητήματα της καθημερινότητας των ανθρώπων, τότε ως μόνη πρακτική διέξοδος θα εμφανίζεται η στρατηγική του μίσους και του ρατσισμού των ναζιστών, οι οποίοι και θα εκτοξευθούν στο προσκήνιο της πολιτικής σκηνής.

Με βάση λοιπόν όσα προαναφέραμε, το ζήτημα της παραμονής ή όχι στην ευρωζώνη δεν έχει παιχτεί, διότι δεν είναι απλώς οικονομικό, αλλά εμπλέκει τον πολιτισμό, την πολιτική, τη γεωπολιτική και τα βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα συμφέροντα των εμπλεκόμενων δυνάμεων. Και στην  πραγματικότητα κανένας δεν γνωρίζει τι πρόκειται να συμβεί, ούτε η ίδια η Μέρκελ!

Γι’ αυτό και όταν έγινε αντιληπτό στην πλειοψηφία των Ελλήνων πως είναι πιθανή ακόμα και  μια ασύντακτη έξοδος από το ευρώ, και παρά τα δρακόντεια και αντιλαϊκά μέτρα που παίρνει η τρικομματική κυβέρνηση, υπάρχει σιγή και γενικευμένη κατάθλιψη, διότι η συζήτηση σ’ ένα μονοδιάστατο οικονομικό πεδίο έχει εξαντληθεί. Οι Έλληνες μοιάζουν να έχουν παραδοθεί τουλάχιστον προς στιγμή στις βουλήσεις των ισχυρών και οι ίδιοι απλώς προσεύχονται ή φοροδιαφεύγουν, όσοι μπορούν.

Σε μια επόμενη φάση, θα έρθει μια νέα έκρηξη, άγνωστο με ποιά αφορμή. Και αυτό θα συμβεί όταν σε μερικούς μήνες ολοκληρωθεί η παρούσα φάση της απόλυτης αβεβαιότητας. Θα συμβεί ένα από τα δύο, είτε η Ελλάδα θα παραμείνει στο ευρώ και θα πρέπει να ξεκαθαριστεί, στο εσωτερικό κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, ποιες τάξεις θα πληρώσουν εν τέλει την κρίση, είτε στη περίπτωση που θα περάσουμε στη δραχμή, θα τεθεί και πάλι το ζήτημα της ηγεμονίας, σε μια ριζικά νέα οικονομική και πολιτική συγκυρία.

Πάντως, η κατάσταση της αβεβαιότητας και της αλαλίας δεν πρόκειται να κρατήσει για πολύ, και γι’ αυτό πρέπει από τα σήμερα να ετοιμαζόμαστε γι’ αυτή τη νέα ιστορική περίοδο, που με τη μία ή την άλλη μορφή θα ανοίξει.