ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΑΓΓΟΥΡΙΔΗ |
Η απόφαση που έλαβαν οι Φαρμακοποιοί στη συνεδρίαση του
Σαββάτου ήταν από τις δυσκολότερες που έχουν κληθεί να λάβουν μέχρι σήμερα.
Φάνηκε άλλωστε από τις έξι και πλέον ώρες συζήτησης, διαφωνιών, εντάσεων και
προβληματισμών που χρειάστηκαν για να καταλήξουν στην ημερομηνία της 1ης
Σεπτεμβρίου για άρση της πίστωσης στον ΕΟΠΥΥ.Από τη μια πλευρά η πραγματικότητα
των καθυστερημένων πληρωμών από τον φορέα, από την άλλη η πραγματικότητα της
οικονομικής κρίσης, το οικονομικό τέλμα στο οποίο έχουν φθάσει οι φαρμακοποιοί,
τα κατασχετήρια, το φάσμα του «λουκέτου» και μεταξύ όλων αυτών, οι 9,5
εκατομμύρια ασφαλισμένοι του ΕΟΠΥΥ, οι περισσότεροι από τους οποίους δέχονται
στις πλάτες τους τις επιπτώσεις των μέτρων που έχουν συνοδέψει το μνημόνιο.Αυτά
ήταν μερικά από τα δεδομένα που έπρεπε να συνυπολογίσουν τα μέλη του
Πανελληνίου Συλλόγου, να τα εξισορροπήσουν και να φθάσουν σε μια απόφαση,
λαμβάνοντας πάντα υπόψη τους συναδέλφους τους σε όλη την Ελλάδα, πολλοί από
τους οποίους θεωρούν πως οι κινητοποιήσεις είναι ο μόνος δρόμος.
Οι ευθύνες
βρίσκονται σε όλους τους εμπλεκόμενους. Στο Υπουργείο, στον ΕΟΠΥΥ, αλλά και
στους ίδιους τους Φαρμακοποιούς, τουλάχιστον στο επίπεδο που επέτρεπαν
συγκεκριμένες συμπεριφορές τόσα χρόνια. Και αυτό δεν είναι προσωπική άποψη ενός
ανθρώπου εκτός του χώρου αλλά ανθρώπων που κινούνται και ζουν στο χώρο του
Φαρμακείου.Ένας φαρμακοποιός σε μια ανάρτηση
του στο διαδίκτυο δεν διστάζει να μιλήσει και για εκείνους τους
«συναδέλφους» του που «κατακλέβουν ασθενείς και ασφαλιστικά ταμεία».
Επισημαίνει, όμως, και το προφανές, αυτό που ισχύει σε κάθε κλίμακα και επίπεδο
της ελληνικής κοινωνίας, πως την κρίση τελικά την πληρώνουν εκείνοι που τόσα
χρόνια είναι τυπικοί απέναντι στο κράτος. Έτσι, τα φαρμακεία που «σηκώνουν το βάρος της απεργίας είναι αυτά
που αιμορραγούν οικονομικά προσπαθώντας να πορευτούν νόμιμα και με το σταυρό
στο χέρι. Τα φαρμακεία που σήμερα κάνουν τον «καλό» είναι αυτά που μετά από
χρόνια απάτης έχουν φτιάξει ένα γερό κομπόδεμα ικανό να βγάλει από την κρίση
νικητές». Αυτά λέει ένας απλός φαρμακοποιός καταδικάζοντας όσους τον
χαρακτηρίζουν «εκβιαστή» επειδή έχει «το θράσος», όπως λέει, να θέλει να
πληρωθεί για την εργασία του. Αυτό το «θράσος» που έχουμε (ή θα έπρεπε να
έχουμε) όλοι μας.Η τιμωρία, σύμφωνα με πληροφορίες, που επιφυλάσσει το
Υπουργείο για τους απείθαρχους Φαρμακοποιούς που θέλουν να πληρωθούν για τη
δουλειά τους, είναι να μην τους δώσει τα λεφτά τους. Δεν ξέρω κατά πόσο κάτι
τέτοιο είναι νόμιμο, πόσο μάλλον ηθικό.Ο φαρμακοποιός της ανάρτησης
αναρωτιέται, χωρίς να μπορεί να δώσει απάντηση, αν τελικά αξίζει να πολεμάς για
ένα καλύτερο αύριο και για να ισιώσεις τα στραβά. Αν πρόκειται για πόλεμο,
κάποιοι θα μιλήσουν για παράπλευρες απώλειες, που συνήθως είναι οι «άμαχοι», οι
«αθώοι», δηλαδή οι ασφαλισμένοι. Αυτό σίγουρα δεν μου φαίνεται ηθικό. Όπως δεν
είναι ηθικό να εργάζεσαι και να μην πληρώνεσαι, δεν υπάρχει αμφιβολία. Θα
έπρεπε, βέβαια, να είναι αυτονόητο, αφού ζούμε σε ένα κράτος δικαίου, η
πολιτεία να φροντίζει τους πολίτες, εκείνους που καλούνται να «βγάλουν τα
κάστανα από τη φωτιά», να ανοίξουν τα πορτοφόλια τους για ακόμη μια φορά και να
«βοηθήσουν» τη χώρα να βγει από την κρίση, πληρώνοντας το «μερίδιο» τους, όπως
άλλωστε έκαναν τόσα χρόνια πληρώνοντας τις υποχρεώσεις τους, όταν κάποιοι άλλοι
δήλωναν ψίχουλα και έβγαζαν εκατομμύρια. Η απόφαση για τη στάση που θα πρέπει
να τηρήσουν οι πολίτες είναι εξίσου περίπλοκη με αυτή των φαρμακοποιών αλλά
συνάμα είναι και προσωπική.Πάντως, ο συντάκτης της ανάρτησης καταλήγει σε ένα
συμπέρασμα που οφείλει να είναι προφανές, όσο και αν τελικά – στην Ελλάδα του
μνημονίου- δεν είναι : «η μάχη τελειώνει όταν παραδίδεις τα όπλα».