Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Τα σαθρά ποδάρια της ανταγωνιστικότητας και η ανάπτυξη που δεν θα έρθει


  
Tην περασμένη Παρασκευή ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης έστειλε επιστολή προς τις ενώσεις εργαζομένων και εργοδοτών ζητώντας τους να συνεχίσουν το διάλογο για τις εργασιακές σχέσεις και τους μισθούς. Οι πληροφορίες μας αναφέρουν ότι παρά τη δραματική μείωση του κατώτατου μισθού, τις αλλαγές στις κλαδικές συμβάσεις με την κατάργηση της μετενέργειας και την επέκταση των ευέλικτων μορφών εργασίας, η τρόικα δεν είναι ικανοποιημένη επειδή το μοναδιαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα δεν έχει μειωθεί ακόμη αρκετά ή πάντως όχι τόσο όσο θα ήθελε. Έτσι θα ζητήσει από την κυβέρνηση νέες αλλαγές στην εργατική νομοθεσία, και πιθανότατα ο ορισμός του κατώτατου μισθού να φύγει οριστικά από το πεδίο των συλλογικών διαπραγματεύσεων και να περάσει στις αρμοδιότητες της κυβέρνησης.

Η συνταγή της τρόικας για τους μισθούς και τα εργατικά


Η συνταγή μείωσης των μισθών δια μέσου μιας εκ θεμελίων αλλαγής της εργατικής νομοθεσίας δεν αφορά μόνο την Ελλάδα αλλά αποτελεί τη συνταγή για όλες τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Ο στόχος της παρέμβασης είναι να σπάσει το παραδοσιακό σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε κεντρικό επίπεδο, δηλαδή μεταξύ εργοδοτικών ενώσεων και συνδικάτων και ο κατώτατος μισθός να ορίζεται νομοθετικά από το κράτος – δηλαδή από τις κυβερνήσεις που ως χρηματοδοτούμενες από την ευρωπαϊκή τρόικα είναι ευεπίφορες σε εκβιασμούς – ενώ αντίθετα οι συλλογικές διαπραγματεύσεις να κατατεμαχιστούν σε πολλά μικρά κομμάτια: οι μισθοί του ιδιωτικού τομέα να ρυθμίζονται στο επίπεδο της κάθε εταιρείας χωριστά και όχι σε κλαδικό επίπεδο προκειμένου οι επιχειρηματίες να μην έχουν να αντιμετωπίσουν ισχυρά συνδικάτα. Υποτίθεται ότι με όλα αυτά θα λυθεί η κρίση μέσα από την εξής διαδικασία: αρχικά θα μειωθεί το κόστος εργασίας στο Νότο, έτσι τα προϊόντα του θα γίνουν πιο ανταγωνιστικά, θα αυξηθούν οι εξαγωγές του, θα μειωθούν τα ελλείμματά του και θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των αγορών.

Το βασικό πρόβλημα της συγκεκριμένης συνταγής που αποκλήθηκε πολιτική ‘εσωτερικής υποτίμησης’ είναι βεβαίως ότι φτωχοποιεί τους λαούς της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Κι αυτό γίνεται επειδή – κατά παραβίαση των αρχών της ελεύθερης αγοράς που η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ως επίσημη ιδεολογία της – η συνταγή καταργεί μονομερώς την ελευθερία των κοινωνικών εταίρων στο πεδίο των αγορών απασχόλησης προάγοντας την παρέμβαση του κράτους, αφήνει όμως στο απυρόβλητο την ελευθερία στο επίπεδο των αγορών προϊόντων. Το αποτέλεσμα είναι να μειώνονται μόνο οι μισθοί των εργαζομένων στο Νότο, αλλά οι τιμές αντίστροφα να αυξάνονται – λόγω της αύξησης των φορολογικών βαρών, της αύξησης του κόστους δανεισμού, των εισαγωγών προϊόντων από άλλες χώρες που δεν έχουν πιεσμένη ζήτηση κλπ. Γι’ αυτό ο κόσμος αντιδρά. Ο κόσμος αντιδρά γιατί βλέπει ότι η ευρωπαϊκή στρατηγική – η συνταγή ‘ανάπτυξη μέσω λιτότητας δια μέσου της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας’ – δεν έχει αποτελέσματα ή μάλλον έχει αποτελέσματα αλλά αυτά είναι αρνητικά.

Η βασική υπόθεση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων…

Για να καταλάβουμε γιατί συμβαίνει αυτό, πρέπει καταρχήν να δούμε ποιο είναι το πρόβλημα το οποίο στοχεύει να αντιμετωπίσει αυτή η πολιτική. Σύμφωνα με την κυρίαρχη ευρωπαϊκή αφήγηση, ο πιο σημαντικός παράγοντας που προκάλεσε την ευρωπαϊκή κρίση ήταν η επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας των κρατών του ευρωπαϊκού Νότου σε σχέση με τα κράτη του ευρωπαϊκού Βορρά: κατά την δεκαετία του ευρώ, μας λέει η επίσημη άποψη, οι μισθοί των εργαζομένων στα κράτη του ευρωπαϊκού Νότου αυξήθηκαν πολύ ταχύτερα από την παραγωγικότητα, αυτό μείωσε την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής περιφέρειας κι έτσι οι εξαγωγές των χωρών αυτών έγιναν μη ανταγωνιστικές. Για όποιον δέχεται αυτή την άποψη, η σωστή πολιτική συνταγή είναι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των κρατών της ευρωπαϊκής περιφέρειας προκειμένου να ξανακερδίσουν τα χαμένα μερίδια αγοράς τους, πράγμα που με τη σειρά του μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των τιμών. Αυτό παραδοσιακά γινόταν μέσω της υποτίμησης του νομίσματος, από τη στιγμή όμως που τα κράτη της Ευρωζώνης δεν μπορούν να υποτιμήσουν το νόμισμά τους, προκύπτει ότι η ‘σωστή’ πολιτική είναι η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας μέσω της εσωτερικής υποτίμησης, και πρωτίστως μέσω της μείωσης των μισθών των εργαζομένων. Κι επειδή, σύμφωνα με την ίδια άποψη, η αύξηση των μισθών της ευρωπαϊκής περιφέρειας οφείλονταν στα ισχυρά συνδικάτα, έπεται ότι η λύση για τους Ευρωπαίους τεχνοκράτες είναι να σπάσουν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και να βάλουν τι κυβερνήσεις να νομοθετήσουν ό,τι ρυθμίσεις χρειάζονται προκειμένου να πέσει το κόστος εργασίας.

… δεν ευσταθεί

Μόνο που όσο περνάει ο καιρός, τόσο πληθαίνουν οι οικονομικές μελέτες που δείχνουν ότι η άποψη αυτή είναι εν τέλει αθεμελίωτη και ότι η ίδια η βασική υπόθεση της ευρωπαϊκής πολιτικής των παρεμβάσεων στις αγορές απασχόλησης του ευρωπαϊκού Νότου, δηλαδή η εξήγηση της κρίσης ως οφειλόμενης στην μείωση της ανταγωνιστικότητας των κρατών του Νότου έναντι του Βορρά δεν ευσταθεί και πολύ περισσότερο δεν οφείλεται στη δράση των ισχυρών συνδικάτων.

Μια τέτοια μελέτη που είδαμε πρόσφατα στο VoxEU.org ήταν η μελέτη των οικονομολόγων της Τράπεζας της Γαλλίας Guillaume Gaulier, Vincent Vicard και της οικονομολόγου της Παγκόσμιας Τράπεζας Daria Taglioni, που επισημαίνει ότι κατά τη δεκαετία του ευρώ με μοναδική εξαίρεση τη Γαλλία, καμία χώρα της Ευρωζώνης δεν έχασε εξαγωγές, αντιθέτως όλες είχαν περίπου την ίδια αύξηση εξαγωγών, τόσο εκείνες με υψηλό μοναδιαίο κόστος εργασίας όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Ισπανία και η Πορτογαλία όσο με χαμηλό όπως η Γερμανία, η Αυστρία και η Φιλανδία. Οι τρεις οικονομολόγοι τονίζουν ότι όντως στα χρόνια του ευρώ υπήρξε για τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας σημαντική σχέση ανάμεσα στην αύξηση του κόστους εργασίας, την αύξηση των εισαγωγών και την εμφάνιση ή αύξηση των εμπορικών ελλειμμάτων, αντίθετα όμως από ό,τι λέει η άποψη της τρόικας δεν υπήρξε σχέση ανάμεσα στην αύξηση του κόστους εργασίας και τις εξαγωγές τους – που όπως είπαμε δεν μειώθηκαν – γιατί η μεγάλη άνοδος του κόστους εργασίας συνέβη στους κλάδους των μη εμπορεύσιμων αγαθών – δηλαδή σε ό,τι δεν εξάγονταν.

Ο ρόλος των ευρωπαϊκών διευρύνσεων

Άλλη μια ενδιαφέρουσα μελέτη που καταρρίπτει τον ίδιο μύθο είναι η δουλειά των Thomas Grennes και Andris Stradzs με τον ωραίο τίτλο ‘Ο Ελέφαντας στο Δωμάτιο της Ευρωπαϊκής Συζήτησης για την Ανταγωνιστικότητα’ που βρήκαμε στο Economonitor. Μελετώντας τις μεταβολές του μεριδίου εξαγωγών των ευρωπαϊκών κρατών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά τη δεκαετία του 2000, οι δύο ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η απώλεια της ανταγωνιστικότητας των οικονομιών του ευρωπαϊκού Νότου προς όφελος της υπερανταγωνιστικής Γερμανίας είναι όντως μύθος και ότι αυτό που στην πραγματικότητα συνέβη την περασμένη 10ετία στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ότι άλλαξαν τα μερίδια αγοράς εξαγωγών των κρατών λόγω των δύο διαδοχικών διευρύνσεων της Ένωσης με νέα μέλη από την Ανατολική Ευρώπη το 2004 και το 2007. Τα νέα κράτη μέλη που είχαν χαμηλότερους μισθούς και κόστη παραγωγής – ορισμένα εκ των οποίων ούτε καν είχαν συνδέσει το νόμισμά τους με το ευρώ – επωφελήθηκαν από τη σταδιακή φιλελευθεροποίηση του εμπορίου και πήραν μερίδια αγοράς από τα έως τότε μέλη.

Ένα τρίτο επιχείρημα που έχει γίνει πια κοινός τόπος σε σημείο που να αναπαράγεται πλέον από τον οικονομικό Τύπο (ο λόγος για το άρθρο του Μάθιου Ντάλτον, στη Wall Street Journal της 13ης Αυγούστου με τίτλο ‘Βοηθά η μεταρρύθμιση των μισθών’) είναι ότι κατά τη δεκαετία του ευρώ οι μισθοί δεν ανέβηκαν μόνο στην ευρωπαϊκή περιφέρεια όπου υπήρχαν ισχυρά συνδικάτα αλλά και σε κάποια κράτη της Βαλτικής και της Ανατολικής Ευρώπης με αδύναμα συνδικάτα και χωρίς καν σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι σε ορισμένες από αυτές τις χώρες οι μισθοί ανέβηκαν πολύ περισσότερο από ό,τι στα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας υποδεικνύοντας την ύπαρξη ενός πολύ ευρύτερου φαινομένου, ενός πραγματικού ‘σοκ ζήτησης’.

Από τη γερμανική λιτότητα του 1990 στο ευρωπαϊκό σοκ ζήτησης του 2000

Με δυο λόγια: όλο και περισσότεροι οικονομολόγοι μας λένε σιγά - σιγά ότι όλες οι βασικές υποθέσεις της τρόικας των δανειστών και των ευρωπαϊκών προγραμμάτων δεν ισχύουν κι ότι τα φαινόμενα της αύξησης των αμοιβών και της λεγόμενης ‘απώλειας της ανταγωνιστικότητας’ του ευρωπαϊκού Νότου οφείλονται σε μια ευρύτερη δυναμική. Η οποία είναι η εξής: στη δεκαετία του 1990, στη Γερμανία οι εργοδοτικές ενώσεις και τα συνδικάτα είχαν συμφωνήσει σε μια πολιτική συγκράτησης των μισθών προκειμένου να απορροφηθεί το δημοσιονομικό σοκ της ένωσης των δύο Γερμανιών και να μειωθεί το υψηλό ποσοστό ανεργίας. Στα επόμενα 10 χρόνια η συγκράτηση των μισθών στη Γερμανία συμπίεζε διαρκώς την εγχώρια κατανάλωση. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000, προστέθηκε η επιπλέον ανάγκη να απορροφηθεί το σοκ από τη φούσκα ακινήτων που είχε προκύψει στην ανατολική Γερμανία και το 2003 η γερμανική οικονομία πέρασε σε στασιμότητα. Έτσι για πολλά χρόνια η Γερμανία ενίσχυε διαρκώς την ανταγωνιστικότητά της, αύξανε το εμπορικό της πλεόνασμα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης κι αυτό το πλεόνασμα αναζητούσε επενδυτικές ευκαιρίες.

Επειδή όμως λόγω της πολιτικής συμπίεσης της εγχώριας ζήτησης οι επενδυτικές ευκαιρίες στη γερμανική αγορά ήταν ελάχιστες ενώ η δημιουργία του ευρώ και η ευφορία που τη συνόδευσε καλλιεργούσε την εντύπωση ότι όλα τα κράτη της Ευρωζώνης ή ακόμα και κράτη που είχαν προχωρήσει σε σύνδεση του νομίσματός τους με το ευρώ, ήταν ασφαλή, οι γερμανικές τράπεζες άρχισαν να επενδύουν κεφάλαια σε όλη την Ευρώπη αναζητώντας υψηλότερες αποδόσεις. Τα κεφάλαια αυτά που ήταν όχι μόνο γερμανικά, αλλά και ολλανδικά, αυστριακά, βελγικά – ή και προέρχονταν από χώρες εκτός του ευρώ, για παράδειγμα τη Σουηδία – τροφοδότησαν πληθωριστική ανάπτυξη στα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας και της ανατολικής Ευρώπης, τουλάχιστον στις χώρες εκείνες που είχαν συνδέσει το νόμισμά τους με το ευρώ. Το χρήμα αυτό ως επί το πλείστον κατευθύνθηκε στους κλάδους των μη εμπορεύσιμων αγαθών και πρωτίστως στην κατασκευή κατοικιών, δημιουργώντας ένα σοκ ζήτησης που φούσκωσε τις τιμές και τις αμοιβές. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι μεγαλύτερες ή μικρότερες φούσκες ακινήτων αναπτύχθηκαν σε όλες τις χώρες όπου κατευθύνθηκαν τα πλεονάσματα του Βορρά, από τα παράλια της Ισπανίας και τις ιρλανδικές πόλεις, ως την Αττική και τη Ρίγα της Βαλτικής.

Η αδράνεια της ΕΚΤ

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα μπορούσε να είχε βάλει φρένο σε όλα αυτά αλλά δεν το έκανε γιατί η απουσία ανάπτυξης στη γερμανική οικονομία – που και μόνο λόγω του μεγέθους της βαραίνει πολύ στα συνολικά νούμερα της Ευρωζώνης – κρατούσε τον συνολικό πληθωρισμό κοντά στο στόχο του 2%. Αν η ΕΚΤ είχε αυξήσει τα επιτόκια εκείνο τον καιρό όπως χρειάζονταν για τα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας, θα κινδύνευε να βουλιάξει τη Γερμανία στην ύφεση και αυτό θα θεωρούνταν τρομερή αποτυχία. Κάτι άλλο που θα μπορούσε να έχει βοηθήσει στον έλεγχο των πληθωριστικών πιέσεων στην ευρωπαϊκή περιφέρεια και την ανατολική Ευρώπη ήταν οι κεφαλαιακοί έλεγχοι, αλλά ως γνωστόν η ιδεολογία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η ελεύθερη οικονομία, οπότε οι κεφαλαιακοί έλεγχοι απαγορεύονται από τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Κι έτσι φτάσαμε στην κρίση…

Και για να καταλήξουμε κάπου: όσο αυξάνουν οι μελέτες για το τι έγινε πραγματικά στην περιφέρεια κατά τη δεκαετία του ευρώ, όλο και πληθαίνουν οι οικονομολόγοι που συνιστούν αλλαγή της ευρωπαϊκής πολιτικής με ανάληψη του βάρους της κρίσης και από τον πλεονασματικό Βορρά. Ας δούμε για παράδειγμα τι προτείνουν οι Guillaume Gaulier, Daria Taglioni, Vincent Vicard: «Η ανάλυσή μας δείχνει ότι οι υπάρχοντες εξαγωγείς από τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας είναι αρκετά ανταγωνιστικοί ώστε να απαντήσουν θετικά σε τυχόν αύξηση της εξωτερικής ζήτησης. Κατά συνέπεια βασική πολιτική μέριμνα πρέπει να είναι η αύξηση της ζήτησης για εμπορεύσιμα αγαθά. Και καθώς οι εξαγωγές της ευρωπαϊκής περιφέρειας κατευθύνονται εντός της Ευρώπης, η βιωσιμότητα της εσωτερικής ζήτησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η αύξηση της ζήτησης στις πλεονασματικές χώρες είναι τόσο σημαντική όσο η μείωση των εισαγωγών στις χώρες της περιφέρειας και η επέκταση της εξαγωγικής τους βάσης. Ενώ η μεταφορά των εργαζομένων από τις μη παραγωγικές περιοχές της οικονομίας προς τις πιο παραγωγικές μπορεί να βοηθήσει την ενίσχυση της συνολικής παραγωγικότητας, η παράλληλη επιβολή σκληρών μειώσεων των μισθών στις διάφορες χώρες μπορεί να έχει το αρνητικό αποτέλεσμα να κάνει την προσαρμογή μέσω της μείωσης της ζήτησης και των τιμών που ήδη συντελείται πιο οδυνηρή και κοινωνικά αβάσταχτη».

Τι θα έπρεπε να γίνει

Με δυο λόγια αυτό που κυρίως προτείνεται να βοηθήσει επιτέλους λίγο την απορρόφηση των κραδασμών στην ευρωπαϊκή περιφέρεια και η Γερμανία και τα άλλα πλεονασματικά κράτη (αφού ως γνωστόν σε μια ένωση τα πλεονάσματα του ενός είναι τα ελλείμματα του άλλου) αντιστρέφοντας την πολιτική της και μειώνοντας τα πλεονάσματα της – πράγμα που αρνείται ακόμη να κάνει το Βερολίνο – αλλά και να μεταφερθούν εργαζόμενοι και δραστηριότητες προς τους κλάδους των εμπορεύσιμων αγαθών – η γνωστή μας ως ‘παραγωγική ανασυγκρότηση’ που βεβαίως δεν προβλέπεται σε κανένα μνημόνιο και για την οποία όλα τα κόμματα μας λένε ότι όντως την χρειάζεται πολύ η χώρα μας αλλά κανένα δεν καταθέτει μια συγκεκριμένη πολιτική πρόταση για το πώς θα γίνει – και δη υπό τις σημερινές μνημονιακές συνθήκες. Τέλος, συνίσταται να πάψει η συντριπτική συμπίεση των μισθών – ιδίως των ήδη χαμηλών μισθών του ιδιωτικού τομέα – αφού δεν βοηθά ουσιαστικά στην επίλυση της κρίσης ενώ παράλληλα δημιουργεί εκρηκτικές κοινωνικές συνθήκες.

Αυτά λένε οι οικονομολόγοι, τους ακούν όμως οι πολιτικοί;

Μαριάννα Τόλια

sofokleous10.gr