Α. ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ - Ο ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑΣ
ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ
ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ
Ο ποινικός νόμος (ελληνικός ποινικός κώδικας που τέθηκε σε ισχύ το έτος 1950 μετά την κύρωσή του με το άρθρο μόνο του ν. 1492/17/17/Αυγούστου 1950) ορίζει ότι: ΕΓΚΛΗΜΑ είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το νόμο. (άρθρο 14 Π.Κ.)
Παράλληλα, ως ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑΣ, σε μια ευρεία έννοια, νοείται τόσο το άτομο το οποίο διέπραξε ένα μόνο έγκλημα κατά τη διάρκεια της ζωής του, όσο και εκείνο που διέπραξε μια πληθώρα εγκλημάτων.
Η ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Καθώς η παρούσα προσπάθεια θα επιδιώξει να προσεγγίσει από την πλευρά της μαρξιστικής ανάλυσης το φαινόμενο της εγκληματικότητας και των κοινωνικο-οικονομικών όρων δημιουργίας της, είναι αναγκαίο να τονίσουμε τρία κύρια στοιχεία του φαινομένου: α) την πράξη (άδικη), β) το υποκείμενο της πράξης, δηλαδή τον εγκληματία (με καταλογισμό) και γ) το νόμο (το δίκαιο), ο οποίος περιγράφει την πράξη, ως άδικη και την τιμωρεί.
Τα τρία παραπάνω στοιχεία: πράξη - εγκληματίας - νόμος, ερευνώνται με βάση τη μεταξύ τους διαλεκτική σχέση και αλληλοσύνδεση και την αλληλεπίδρασή τους με τον κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό, δηλαδή σε ένα ιστορικά διαμορφωμένο επίπεδο παραγωγικών δυνάμεων, στο οποίο αντιστοιχούν συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής, συγκεκριμένα ήθη, ηθική, φιλοσοφία, συγκεκριμένο νομικο-πολιτικό εποικοδόμημα.
Στην αλληλοσύνδεση των στοιχείων «πράξη-εγκληματίας-νόμος» και κατά τη διαδικασία της νομοθετικής ρύθμισης προηγείται χρονολογικά η περιγραφή της πράξης, η οποία στην κατ' επανάληψη εκδήλωσή της «ενοχλεί» τους θεσπισμένους, ισχύοντες κανόνες δικαίου και για τούτο ο νόμος περιγράφει τη συγκεκριμένη πράξη ως έγκλημα. Εν συνεχεία θεσπίζεται η τιμωρία της πράξης μέσα από την τιμωρία του υποκειμένου της, που χαρακτηρίζεται ως εγκληματίας.
Ως πράξη, στην αστική ποινική σκέψη και πρακτική, νοείται η ΕΚΟΥΣΙΑ συμπεριφορά (η συμπεριφορά η οποία ρυθμίζεται σε ανώτερο επίπεδο, στην κοινωνική πρακτική αποτελεί εκδήλωση του ψυχισμού, της ψυχικής ανάπτυξης του ατόμου, η οποία καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις αντικειμενικές κοινωνικές συνθήκες ύπαρξης, είναι δηλαδή μια φυσικο-ιστορική διαδικασία) του δράστη, που επιφέρει ή παρακωλύει μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο και είναι αντίθετη προς την επιταγή ή την απαγόρευση του νόμου.
Στην ιστορική διαδρομή των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών αυτό που ορίζεται σαν άδικη πράξη κατά τη συγκεκριμένη περίοδο ενός κοινωνικού συστήματος οργάνωσης της παραγωγής, δεν ισχύει απαραίτητα σε ένα άλλο διαφορετικό σύστημα. Στα διάφορα κοινωνικοοικονομικά συστήματα (πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα, δουλοκτητική κοινωνία, φεουδαρχικό σύστημα, καπιταλισμός) ο ποινικός νόμος είτε εμπλουτιζόταν με νέες άδικες πράξεις είτε τα προβλεπόμενα αδικήματα υφίσταντο τροποποιήσεις προς το αυστηρότερο ή το επιεικέστερο είτε ακόμα καταργούνταν, αφήνοντας θέση για θέσπιση νέων αδικημάτων. Για παράδειγμα στην πρωτόγονη κοινωνία, με το δεδομένο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και την αντίστοιχη απουσία κάθε δυνατότητας ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, ήταν αδύνατο να καταγραφούν, να περιγραφούν από το νόμο και να τιμωρηθούν πράξεις κλοπής, ληστείας, φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, μοιχείας κλπ.
Στη δουλοκτητική κοινωνία η δουλεία ή η θανάτωση του δούλου και της μοιχαλίδας δε συνιστούσαν άδικη πράξη. Αργότερα η κλοπή, η μοιχεία, η ανθρωποκτονία για οικονομικές διαφορές ή από ερωτικό πάθος, η ακούσια απαγωγή γυναικών εμπλουτίζουν τον κατάλογο των προβλεπόμενων και τιμωρούμενων πράξεων.
Κατά το μεσαίωνα, στο φεουδαρχικό σύστημα παραγωγής, όπου η φιλοσοφική βάση των επιστημών ήταν το γαιοκεντρικό σύστημα, οποιαδήποτε επιστημονική ή άλλη άποψη διατάρασσε την πίστη περί ακινησίας της γης, άρα και της «αιωνιότητας» των επί της γης θεοκρατικών πολιτικών εξουσιών, ήταν τιμωρητέα από το νομοθετικό σύστημα ως πράξη μαγείας, έργο του σατανά και τιμωρούνταν με φρικτές ποινές (θάνατο στην πυρά, θανατηφόρα βασανιστήρια, απαγχονισμό, διαμελισμό σώματος κλπ.).
Στο αστικό καπιταλιστικό σύστημα, η δουλεία (πλήρης ιδιοκτησία και εξουσία ενός ανθρώπου πάνω σε άλλον) θεωρείται άδικη πράξη (ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στην πραγματικότητα υφίσταται αλλά με διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά, π.χ. δουλεμπόριο λαθρομεταναστών, μαζική σωματεμπορία, παιδική πορνεία και αποτελεί την 3η σε μέγεθος και τη 2η σε ταχύτητα αναπτυσσόμενη επικερδή δραστηριότητα), ενώ η συγκεκριμένη άδικη πράξη αποτελούσε την κυρίαρχη σχέση ιδιοκτησίας, σχέση παραγωγής στην αρχαία δουλοκτητική κοινωνία.
Στο δίκαιο των καπιταλιστικών κρατών για πολλά χρόνια η μοιχεία ως τιμωρούμενη πράξη αφορούσε μόνο τη γυναίκα και όχι τον άντρα. Ακόμη υπάρχουν κράτη που το δίκαιό τους δεν προστατεύει και δεν τιμωρεί πράξεις σωματικού ακρωτηριασμού, π.χ. κλειτοριδεκτομής. Σήμερα η μοιχεία έχει απαλειφθεί από την ποινική νομοθεσία πολλών κρατών.
Η τοξικοεξάρτηση σε εργατικές δυνάμεις εμφανίζεται με την αυγή της βιομηχανικής κοινωνίας, το 19ο αιώνα, όταν το αγγλικό προλεταριάτο εργάζεται κάτω από απάνθρωπες συνθήκες και με εξοντωτικό ωράριο στα εργοστάσια των καπιταλιστών, οπότε για να κατασιγάσει τον ψυχικό και σωματικό πόνο και τη διέγερση από την εξοντωτική εργασία, παραδίνεται στη χρήση οπίου. Το όπιο η Αγγλία το εισήγαγε από τις αποικίες της (Ινδία) και στη συνέχεια το εξήγαγε στην Κίνα, προκειμένου να κάνει από την Κίνα εισαγωγή τσαγιού, χωρίς να σπαταλήσει γι' αυτή την εισαγωγή συνάλλαγμα. Με τον τρόπο αυτό, διεξάγοντας τον «πόλεμο του οπίου», κατακυρίευσε μια ολόκληρη χώρα, χαρίζοντάς της εκατομμύρια οπιομανών. Πριν από τη βιομηχανική εποχή της καπιταλιστικής κοινωνικής παραγωγής, η τοξικοεξάρτηση σαν κοινωνικό φαινόμενο και το σύστημα των διατάξεων περί απαγόρευσης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών (ναρκωτικά) δεν μπορούσε να υφίσταται στον ποινικό νόμο των φεουδαρχικών ή προγενέστερων κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών.
Ομοια, οι διατάξεις περί ηλεκτρονικού εγκλήματος αντανακλούν εγκληματικότητα συνδεδεμένη με το σημερινό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που δεν υπήρχε σε προηγούμενη περίοδο ή προγενέστερα κοινωνικοοικονομικά συστήματα.
Επιπλέον η σωφρονιστική πρακτική του Μεσαίωνα που επέβαλλε την άσκηση σωματικών βασάνων ως τιμωρητικό και ποινικό σωφρονισμό έχει καταργηθεί και σήμερα με ρητές διατάξεις απαγορεύεται η χρήση βασάνων, όμως στην πράξη σε αρκετές περιπτώσεις βάσανοι χρησιμοποιούνται για να αποσπασθούν ομολογίες από υπόδικους.
«Στις εκμεταλλευτικές κοινωνίες κάποιοι από τους στοιχειώδεις κανόνες συμβίωσης αποκτούν τη μορφή νόμου, όπως για παράδειγμα οι διατάξεις για την ανθρωποκτονία, τις σωματικές βλάβες κ.ά. Αυτές οι νομικές διατάξεις έχουν μεν ως στόχο τους την ασφάλεια της άρχουσας τάξης, αλλά είναι αναγκαίες και για τη σχετικά ομαλή κοινωνική συμβίωση, η οποία βεβαίως γίνεται με τους όρους του υπάρχοντος κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού (καπιταλισμός) και με την προϋπόθεση ότι θα συμβάλουν στη διατήρησή του και αναπαραγωγή του.
Ωστόσο η απόλυτη εφαρμογή τέτοιων νομικών κανόνων είναι αδύνατη, αφού οι κοινωνικές συνθήκες δημιουργούν το έδαφος για την παραβίασή τους».
Οσον αφορά τον ορισμό της πράξης ως «ΕΚΟΥΣΙΑΣ συμπεριφοράς του δράστη», οφείλουμε να προβληματιστούμε για την επίδραση που ασκούν οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στη διαμόρφωση προσωπικότητας, της ταξικής συνείδησης και της εν γένει κοινωνικής συμπεριφοράς ενός ατόμου. Από αυτή την άποψη υπάρχει η ατομική ευθύνη που διαμορφώνεται μέσα σε ιστορικά δοσμένα κοινωνικά πλαίσια.
Στην πραγματικότητα ο χαρακτηρισμός, από την αστική διανόηση, της άδικης πράξης ως ΕΚΟΥΣΙΑΣ, δηλαδή ως ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ, αυτόβουλης και αβίαστης, εγκληματικής συμπεριφοράς του δράστη, δεν ανταποκρίνεται στην αντικειμενική πραγματικότητα.
Στο έδαφος της καπιταλιστικής ταξικής κοινωνίας η ελευθερία του ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής είναι αυτή που προστατεύεται από το πλέγμα των νομικών διατάξεων και είναι ισχυρότερη από την ελευθερία του μισθωτού εργάτη. «Η ελευθερία του ενός σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου»(βλ. Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη της Γαλλικής Επανάστασης), άρα η τυπική ελευθερία του εκμεταλλευόμενου σταματά εκεί όπου αρχίζει η ουσιαστική ελευθερία του εκμεταλλευτή του. Συνεπώς είναι αδιανόητη η παραδοχή ύπαρξης ελευθερίας της βούλησης και εκδήλωσης εκούσιας συμπεριφοράς, υπό την έννοια της ελεύθερης και αβίαστης από κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες, δράσης, πολύ περισσότερο που στις συγκεκριμένες συνθήκες ολόκληρη τάξη ανθρώπων, η εργατική τάξη, καταπιέζεται, χειραγωγείται και υποδουλώνεται από την άρχουσα αστική τάξη, βιώνοντας ένα καθεστώς απόλυτης ουσιαστικά ανελευθερίας.
Πραγματικά, πόσο ελεύθεροι είναι οι εργάτες να διεκδικήσουν από τα χέρια του ιδιοκτήτη-εκμεταλλευτή τους την αφαίρεση των εργαλείων και των μηχανημάτων του εργοστασίου του και εν συνεχεία την κοινωνικοποίησή τους, ώστε αυτά να ανήκουν σε αυτούς που τα χειρίζονται και παράγουν το προϊόν, χωρίς να θεωρηθούν παραβάτες της κάθε φορά ισχύουσας ποινικής νομοθεσίας και χωρίς να τιμωρηθούν είτε ως στασιαστές είτε ως ληστές είτε ως συμμορίτες, υπεξαιρέτες κλπ.;
Είναι αδιανόητο να συζητούμε περί ελευθερίας σε συνθήκες κοινωνικής καπιταλιστικής ανελευθερίας. Η έννοια της ελευθερίας είναι συμβατή μόνο με την έννοια και τις συνθήκες του κομμουνισμού. Στην κομμουνιστική αταξική κοινωνία, τότε μόνο μπορούν να υπάρξουν συνθήκες ελευθερίας, διότι «μόνο στην κομμουνιστική κοινωνία, όταν η αντίσταση των καπιταλιστών θα έχει τσακιστεί οριστικά, όταν θα έχουν εξαφανιστεί οι καπιταλιστές, όταν δεν θα υπάρχουν τάξεις (δηλαδή δεν θα υπάρχουν διακρίσεις ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας ως προς τη σχέση τους με τα κοινωνικά μέσα παραγωγής) μόνον τότε εξαφανίζεται το κράτος και μπορούμε να μιλάμε για ελευθερία... για τον απλούστατο λόγο ότι οι άνθρωποι απολυτρωμένοι από την καπιταλιστική δουλεία από τις αναρίθμητες φρικαλεότητες, αγριότητες, παραλογισμούς και αισχρότητες της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να τηρούν τους στοιχειώδεις κανόνες συμβίωσης που είναι γνωστοί από αιώνες και επαναλαμβάνονται εδώ και χιλιάδες χρόνια σε όλους τους κώδικες, να τους τηρούν δίχως βία, δίχως καταναγκασμό, δίχως υποταγή, δίχως τον ειδικό μηχανισμό καταναγκασμού που λέγεται κράτος».
(συνεχίζεται)
Γράφει η Ελένη Ζαφειρίου
ΚΟΜΕΠ 2007 - Τεύχος 4