Τα παραμύθια Κασιδιάρη–Μιχαλολιάκου για την «οικονομική προκοπή» της χούντας…
«Με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο η Ελλάδα γνώρισε προκοπή», είπε ο Νίκος Μιχαλολιάκος στον Ασπρόπυργο. «Τότε δεν υπήρχε καθόλου ανεργία, ούτε πληθωρισμός», διατείνονται άλλα στελέχη της «Χρυσής Αυγής». Είναι όμως έτσι; Ασφαλώς όχι.
Η άγνοια, σε συνδυασμό με τη δικαιολογημένη οργή για το σημερινό οικονομικό – κοινωνικό status της ανέχειας και της ανεργίας, ευνοεί την προσφυγή σε τέτοια κλισέ.
«Νοσταλγικά» κλισέ, τα οποία καταντούν απλουστευτικά σε αφόρητο βαθμό, συν τοις άλλοις επειδή η υιοθέτησή τους προϋποθέτει την αποδοχή μιας αλλόκοτης ιδέας: Ότι η ιστορική εξέλιξη επιφύλαξε στη χούντα των συνταγματαρχών, γενικώς και αορίστως, το ρόλο του «αντίπαλου δέους» στα προδικτατορικά και μεταδικτατορικά καθεστώτα. Λες και ήταν ίδιες, με πανομοιότυπα χαρακτηριστικά όλες οι εποχές πχ από το 1950 μέχρι το 1967 κι από το … κατηγορούμενο για όλα 1974, έως σήμερα!
Από το 1974 η ανεργία έπεσε περισσότερο
«Στη χούντα δεν υπήρχε ανεργία και πληθωρισμός»… Η αλήθεια είναι ότι κατά τα έτη 1967- 1973 η επισήμως καταγεγραμμένη ανεργία κυμαινόταν από το 2% μέχρι το 5,4%, με πτωτική τάση κατά τα τελευταία έτη της περιόδου. Αναλυτικά: το 1967 ήταν στο 5,4%, το 1968 στο 5,6%, το 1969 στο 5,2%, το 1970 στο 4,2% , το 1971 στο 3,1%, το 1972 στο 2,1%, το 1973 στο 2%.
Πολύ χαμηλά ποσοστά, βεβαίως, εάν τα συγκρίνει κανείς με τα αντίστοιχα, τα τραγικά των τελευταίων δεκαετιών. Μόνο που θα είναι αφελής ή υποκριτής όποιος επιχειρήσει τέτοια άλματα στο χρόνο! Διότι στα μεταπολιτευτικά χρόνια και μέχρι να εκδηλωθεί η δεύτερη «ζόρικη» διεθνής κρίση, εκείνη του 1979, η ανεργία στην Ελλάδα ήταν ακόμη μικρότερη εκείνης που καταγραφόταν επί χούντας.
Το 1976, έτος κατά το οποίο οι βιομήχανοι κατηγορούσαν για «σοσιαλμανία» (!) τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, η ανεργία έπεσε για πρώτη φορά κάτω από 2% και παρέμεινε έτσι, καθηλωμένη, έως το 1980. Αναλυτικά: Το 1977 βρισκόταν στο 1,7%, το 1978 στο 1,9%, το 1979 στο 1,9%. Το 1980 ανήλθε στο 2,7%. Είχαν πλέον αρχίσει να γίνονται αισθητές και εδώ οι συνέπειες της διεθνούς κρίσης του 1979.
Ας ληφθούν υπόψη τρεις ακόμη παράμετροι…
Πρώτη παράμετρος: Η μεγάλη, διεθνής κρίση του 1973 προκάλεσε τον πρώτο σοβαρό οικονομικό κλονισμό στον μεταπολεμικό (τον Δεύτερο Παγκόσμιο, εννοούμε) κόσμο. Μέχρι τότε εκδηλώνονταν μόνο μικρές, «περιοδικές» κρίσεις. Βιαιότερη αποδεικνύεται, βεβαίως,η σημερινή, την οποία βιώνει ο πλανήτης από το 2008, αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία.
Προτού φθάσει το «ωστικό κύμα» του 1973 στην Ελλάδα, η χούντα έπνεε τα λοίσθια ή είχε καταρρεύσει. Αντιθέτως, η Ελλάδα της πρώιμης μεταπολιτευτικής περιόδου, όποιες απόψεις κι αν έχει κανείς για την τότε διακυβέρνηση, υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει … για τα καλά αυτό το «ωστικό κύμα».
Η «γενική ευμάρεια» την εποχή της …μετανάστευσης;
Δεύτερη παράμετρος: Στην Ελλάδα της λεγόμενης «χρυσής οικονομικής περιόδου», δηλαδή των ετών 1960- 1973, η ανεργία κυμαινόταν σε χαμηλά επίπεδα, συν τοις άλλοις επειδή τεράστιο τμήμα του οικονομικώς ενεργού πληθυσμού εργαζόταν – για να θυμηθούμε τον Καζαντζίδη- «στις «φάμπρικες της η Γερμανίας και του Βελγίου τις στοές». Κι ακόμη, στη Γαλλία, την Αυστραλία, την Αμερική και τον Καναδά.
Κάποια στιγμή, μάλιστα, στη δεκαετία του ΄60, ο οι μισοί σχεδόν άντρες ηλικίας 20-40 ετών δούλευαν ως μετανάστες στο εξωτερικό!
Η μετανάστευση διατηρήθηκε σε δυσθεώρητα ύψη μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ΄70. Υποχώρησε με γρήγορους ρυθμούς στην μεταπολιτευτική Ελλάδα διότι, είτε αρέσει είτε όχι στους πάσης φύσεως υμνητές της χούντας, τότε άρχισε να γίνεται περισσότερο ανεκτή -εδώ- η ζωή των εργαζομένων, των μικρομεσαίων – εν πάση περιπτώσει, του φάσματος της κοινωνίας που κάποτε ο Ανδρέας Παπανδρέου προσδιόρισε ως «μη προνομιούχους».
Τρίτη παράμετρος: Εξυπακούεται πως δεν ευημερούν πάντοτε οι άνθρωποι, όταν ευημερούν οι αριθμοί. Υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και χαμηλό πληθωρισμό εμφάνιζε η Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του ΄60. Ενίοτε μάλιστα τα ποσοστά πληθωρισμού ήταν πολύ μικρότερα από το αντίστοιχα μεγάλων, ανεπτυγμένων χωρών, στις οποίες οι θείοι, γονείς ή παππούδες μας εργάζονταν ως μετανάστες. Ε, και;
Οι μισθοί ανέβηκαν ουσιαστικά στα χρόνια της … «αναρχίας»
Κατά τη διάρκεια της «χρυσής» περιόδου 1960 -1973, οι μισθοί παρουσίασαν άνοδο αντίστοιχη των αναπτυξιακών ρυθμών και των παραγωγικών δεδομένων μόνο στα έτη 1964- 1967. «Σύμπτωση»: Ήταν εποχή των δυναμικών κοινωνικών διεκδικήσεων. Της …«αναρχίας», σύμφωνα με τους χουντικούς.
Στη «χρυσή» περίοδο το μέσο εισόδημα των εργαζομένων κάλυπτε μόλις το 64% των αναγκαίων δαπανών συντήρησης μιας οικογένειας. Η κοινωνική μέριμνα ήταν πολύ ισχνή. Παράδειγμα: Κατά το 1961 το 17,7% του πληθυσμού ήταν αναλφάβητο, ενώ υπήρχαν τραγικές αναλογίες δασκάλων – μαθητών.
Κι όμως, κατά τα ίδια έτη η Ελλάδα γνώριζε την ανάπτυξη και του βιομηχανικού τομέα, ιδίως από το 1964. Ιδού η αλλαγή: Το 1950 το μερίδιο της Γεωργίας στο ΑΕΠ ήταν 34%, της Βιομηχανίας 25% και των Υπηρεσιών 41%. Το 1967 τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν πλέον 23,6%, 25,1% και 50,3%.
Η ανάπτυξη ήταν υψηλή – και καταλυτικός ο ρόλος του κράτους σε αυτήν. Από το 1959, άλλωστε, το 34% των παγίων κεφαλαίων των βιομηχανικών μονάδων ανήκε στο Δημόσιο. Είπαμε: Ανάπτυξη υψηλή, αλλά πολύ μικρή η «διάχυση» των οφελημάτων στην κοινωνία…
Μα έτσι ήταν σε αδρές γραμμές και τα προηγούμενα «χρυσά» έτη…
Θα αναρωτηθεί, ίσως κανείς: «Μα καλά, γιατί να θεωρούμε τα χρόνια της χούντας τμήμα μιας ευρύτερης περιόδου, εκείνης των ετών 1960- 73;». Διότι, απλούστατα, τα οικονομικά χαρακτηριστικά της όλης περιόδου ήταν σε αδρές γραμμές ενιαία, όσο κι αυτό δεν αρέσει στους οπαδούς της ιδέας πως το … φωτεινό 1967 -74 αποτελούσε μια όαση, ανάμεσα τε προηγούμενους και επόμενους αμμόλοφους φαυλοκρατίας!
Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική οικονομία της «χρυσής περιόδου» 1960- 73 ακολουθούσε το παγκόσμιο «κύμα» της εποχής: Ανάπτυξη κεϊνσιανικού τύπου, με πολλές δημόσιες επενδύσεις, με μπόλικα κρατικά … χατίρια προς υψηλά «διαζώματα» του ιδιωτικού επιχειρηματικού κόσμου, με τη λογική της «μικτής οικονομίας» και με ανεργία που σπανίως υπερέβαινε το 2%, σε όλη την Ευρώπη.
Η δυναμική ανάπτυξη, με τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν, στην Ελλάδα χαρακτήρισε ολόκληρο το χρονικό διάστημα 1960-73, όχι μόνο την περίοδο της χούντας.
Το 1961- 1966 οι ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης κυμάνθηκαν από το 6,5% έως το 13,2%, ο πληθωρισμός από 0% μέχρι 4,8% και η ανεργία από 5% έως 5,9%. Το 1967 -73 οι ρυθμοί ανάπτυξης «έτρεχαν» με ετήσιους ρυθμούς από 5,7% μέχρι 11,6%. Ο πληθωρισμός με 0,3% έως 15,55% (το 1973) και η ανεργία με 2% έως 5,4%.
Ευνοϊκό παρέμενε το διεθνές οικονομικό τοπίο
Αν θελήσει κανείς να «διυλίσει τον κώνωπα», θα διαπιστώσει ότι στην περίοδο της χούντας, σε σχέση με τα έτη 1961- 1966, η ανεργία ήταν ελαφρώς μικρότερη, η ανάπτυξη ελαφρώς μικρότερη, ο πληθωρισμός ελαφρώς μεγαλύτερος. Όλα προς το «ελαφρώς» κλίνουν. Μεγάλες διαφορές, δεν θα ανιχνεύσει κανείς.
Στην περίοδο της χούντας, όπως ήδη τονίσαμε, το διεθνές οικονομικό περιβάλλον παρέμενε ευνοϊκό. «Μοχλοί» της ανάπτυξης ήταν η οικοδομή και ο τουρισμός. Την εισροή τουριστών φυσικά ευνοούσε το καλό -εν γένει- οικονομικό επίπεδο που χαρακτήριζε την Ευρώπη.
Με εξαίρεση το 1968, κατά την περίοδο της δικτατορίας η αύξηση των μισθών υστερούσε κατά πολύ της αύξησης που εμφάνιζε η παραγωγικότητα της εργασίας.
«Λησμονώντας» την κρίση του 1973
Τι είναι λοιπόν εκείνο που ωθεί προς το κλισέ «επί Παπαδόπουλου ήμασταν καλά» πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι – αναλόγως της ηλικίας τους- στηρίζονται σε όσα θυμούνται ή σε όσα έχουν ακούσει;
Είναι κάτι σημαντικό: Στα 60ς, όπως και στα πρώιμα 70ς, δεν συντελέστηκαν ξαφνικές, απότομες καταβαραθρώσεις του επιπέδου ζωής τεράστιων τμημάτων του πληθυσμού, όπως συμβαίνει σήμερα. Ο κόσμος, ακόμη κι όταν ζούσε υπό συνθήκες δύσκολες ή και συνθήκες ανέχειας, ήλπιζε πως το μέλλον θα ήταν καλύτερο. Η προσδοκία «τα παιδιά μας θα ζήσουν καλύτερα από εμάς» ήταν βασίμως ακλόνητη.
Αυτό όμως δεν αφορούσε μόνο την Ελλάδα, ούτε περιοριζόταν στα χρόνια της χούντας. Πώς θα είχαν συντελεστεί απότομες «καθιζήσεις» του βιοτικού επιπέδου εκατομμυρίων ανθρώπων, πώς θα έχει πληγεί τόσο η μεσαία τάξη, υπό συνθήκες μικρών, «κυκλικών» διεθνών κρίσεων;
Από πού κι ως πού θα «πιστωθεί» η δικτατορία των συνταγματαρχών τα «στάνταρ σιγουριάς» που χαρακτήριζαν όλη την Ευρώπη, προτού ξεσπάσει η μεγάλη κρίση του 1973; Θα ήταν τόσο ανόητο, σαν να μακαρίζεις κάποιον … πρόγονο ότι δεν έπεσε ποτέ θύμα τροχαίου ατυχήματος και να αγνοείς πως εκείνος δεν πρόλαβε την εποχή του αυτοκινήτου!
Κι από σκάνδαλα; Στο «φουλ»…
Εξυπακούεται ότι η ανάπτυξη της προδικτατορικής Ελλάδας, όπως και της χουντικής περιόδου, ήταν βουτηγμένη στα σκάνδαλα και στις μίζες…
Υπενθυμίσεις επιγραμματικές, για τα προδικτατορικά: Σκάνδαλο «Ζίμενς» που προκάλεσε και τη ρήξη στις σχέσεις του Παπάγου με τον Μαρκεζίνη, το 1954. Άφθονα… κλέη της οκταετίας (1955- 63) Καραμανλή, από τα «βραχώδη οικόπεδα της Φιλοθέης» και τα φουσκωμένα κέρδη εργολάβων, μέχρι την ηλεκτροδότηση της «Πεσινέ» με όρους σκανδαλωδώς ευνοϊκούς.
Απόφαση της Βουλής, τον Φεβρουάριο του 1965, να παραπέμψει σε ειδικό δικαστήριο τους Κ. Καραμανλή, Π. Παπαληγούρα και Ν. Μάρτη για την «Πεσινέ». Επτά εν συνόλω υπουργοί και δυο υφυπουργοί του «εθνάρχη» που αντιμετώπισαν – σε κοινοβουλευτικό επίπεδο- κατηγορίες περί βλάβης του δημοσίου συμφέροντος και περί παράνομης διάθεσης μυστικών κονδυλίων. (Προτείνει κανείς να εκλάβουμε ως απόδειξη αθωότητας το «κουκούλωμα» που – κατά τα ειωθότα- ακολούθησε; ). Εξαγορές βουλευτών στην περίοδο της αποστασίας, το 1965.
Ακόμη κι ο ελληνικός κινηματογράφος των middle 60ς κατοχύρωσε ως σήμα κατατεθέν της εποχής τα αρπακτικά του Μαυρογιαλούρου. Τυχαίο; Δεν νομίζουμε…
Πολλοί αδαείς ή υποκριτές θεωρούν πως όλα αυτά τα «κατέστειλε» η … χρηστή, έντιμη φασιστική δικτατορία. Κούνια που τους κούναγε (περισσότερα στο άρθρο «λαμόγια στο χακί- τα απίστευτα σκάνδαλα της χούντας», από το «iefimerida.gr», 21/04/2012).
Απλοϊκότητα, στα όρια του παραλογισμού
Τι αντιπαραθέτει σε όλα αυτά η φιλο- χουντική απλοϊκότητα; Την άγνοια: (;) των δεδομένων και τα εξωφρενικά άλματα στο χρόνο.
Η απλοϊκότητα αυτή ποντάρει ασφαλώς στην 100% δικαιολογημένη κοινωνική οργή, που στρέφεται εναντίον των σημερινών και χθεσινών καθεστωτικών δυνάμεων και κομμάτων. Η ιδέα όμως πως ως «αντίπαλο δέος» στις κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, στην τρόικα και το ΔΝΤ, προσφέρεται η οικονομική πολιτική του Παπαδόπουλου και του Μακαρέζου προσεγγίζει τα όρια του παραλογισμού.