Το απόρρητο παρασκήνιο της δημιουργίας του ευρώ (I)
Από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι το 1970 οι ΗΠΑ κυριάρχησαν στην παγκόσμια οικονομία έχοντας ως όπλο τους το δολάριο που με τη σύνδεση του στο χρυσό δημιουργούσε μία πλασματική διεθνή νομισματική σταθερότητα εξασφαλίζοντας εξαιρετικά σημαντικά πλεονεκτήματα στην αμερικανική οικονομία αλλά προκαλώντας μεγάλα προβλήματα στον υπόλοιπο κόσμο. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 μία ενορχηστρωμένη προσπάθεια με πρωταγωνιστή τη Γερμανία και συνεργούς τη Βρετανία και τη Γαλλία πέτυχε την κατάρρευση του επί σχεδόν μιας τριακονταετίας διεθνούς νομισματικού συστήματος με επίκεντρο του το δολάριο και την αντικατάσταση του με το σύστημα των ελεύθερα κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Η απάντηση της Γερμανίας ήταν η προσπάθεια, με τη βοήθεια της Γαλλίας, για τη δημιουργία μίας Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης με ένα νόμισμα το οποίο θα μπορούσε να εξελιχθεί σε αντίπαλο δέος του δολαρίου. Το ξέσπασμα της παγκόσμιας πετρελαϊκής κρίσης, όμως, έβαλε τέλος στο πρώτο ευρωπαϊκό πείραμα νομισματικής ολοκλήρωσης με τις δύο πρωταγωνίστριες σε αυτό χώρες να επαναφέρουν στο προσκήνιο το θέμα της Νομισματικής Ενοποίησης στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ιδρύοντας αυτή τη φορά τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΕΜΣΙ), στη βάση του οποίου δημιουργήθηκε μία νομισματική μονάδα, το ECU, όπου συνδέθηκαν τα νομίσματα των κρατών του μηχανισμού σε μία καθορισμένη ισοτιμία.
Ελλείψει, ωστόσο, ενός πραγματικά ενιαίου νομίσματος και εξαιτίας της οικονομικής υπεροχής της Γερμανίας έναντι των υπολοίπων μελών του ΕΜΣΙ, το ECU κατέληξε να γίνει σκιά του γερμανικού νομίσματος, με τη Νομισματική Ένωση να παίρνει την προσωνυμία ‘D-zone’, δηλαδή ‘ζώνη του Μάρκου’. Η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας, η Budensbank, μετατράπηκε, ανεπίσημα, σε Κεντρική Τράπεζα της Ευρώπης με αποτέλεσμα η νομισματική πολιτική της να επηρεάζει άμεσα όλες τις χώρες του ΕΜΣΙ, οι οποίες και έπρεπε να προσαρμόζουν τα επιτόκια τους ανάλογα με τα δικά της προκειμένου να παραμένουν εντός του μηχανισμού.
Έτσι, όταν η Budensbank προχωρούσε σε ανατίμηση του επιτοκίου του μάρκου προκειμένου να αντιμετωπίσει πληθωριστικές πιέσεις στην αναπτυσσόμενη Γερμανία, το ECU ακολουθούσε αναγκάζοντας και τις υπόλοιπες χώρες του ΕΜΣΙ να αυξήσουν τα επιτόκια τους προκαλώντας ανατίμηση στο κόστος των επιχειρηματικών και στεγαστικών δανείων και τελικά στο κόστος χρηματοδότησης της ανάπτυξης. Στην πράξη, η Γερμανία χρέωνε ως αντάλλαγμα για την παροχή μίας συναλλαγματικής σταθερότητας την εξαγωγή του πληθωρισμού από την ίδια προς τα υπόλοιπα κράτη του ΕΜΣΙ.
Όσο η νομισματική πολιτική της Γερμανίας προβλημάτιζε μόνο τις αδύναμες χώρες του ΕΜΣΙ, ο γαλλογερμανικός άξονας λειτουργούσε συντονισμένα ασκώντας πιέσεις στις χώρες αυτές για την υιοθέτηση συγκεκριμένων οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών με στόχο την προστασία του και την παραμονή τους εντός αυτού. Όταν, όμως, το 1983 έγινε ο Γάλλος Πρόεδρος Μιτεράν αυτός που αναγκάστηκε να αλλάξει το οικονομικό πρόγραμμα της κυβέρνησης του αναλαμβάνοντας υψηλό πολιτικό κόστος προκειμένου η Γαλλία να παραμείνει εντός του ΕΜΣΙ, η ευρωπαϊκή νομισματική ιστορία άλλαξε ριζικά. Από τότε και στο εξής. βασικός στόχος της γαλλικής πολιτικής και κύριο κίνητρο πίσω από τις προσπάθειες και πρωτοβουλίες της Γαλλίας για νομισματική ενοποίηση έγινε η δημιουργία και η θέσπιση ενός πανευρωπαϊκού νομισματικού ιδρύματος που θα ασκούσε τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής περιορίζοντας την κυριαρχία της Γερμανίας σε αυτόν τον τομέα.
Τα νέα σχέδια της Γαλλίας βρήκαν αντίθετη τη Γερμανία η οποία απέκρουε κάθε προσπάθεια υλοποίησης τους, αποδεχόμενη, ωστόσο, ως πολιτικό συμβιβασμό μία σειρά μέτρων προς την κατεύθυνση της οικονομικής ενοποίησης. Τον Ιανουάριο του 1988, βλέποντας η Γαλλία πως η νομισματική ενοποίηση παρέμενε ένα απραγματοποίητο όνειρο, κατέθεσε για πρώτη φορά πρόταση για την ίδρυση μίας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, βήμα το οποίο προέβαλλε ως καθοριστικό για τη δημιουργία ενός κοινού νομίσματος.Η αντίδραση της Bundesbank ήταν σφοδρή, διαμηνύοντας προς όλες τις πλευρές με κάθε τρόπο πως δεν ήταν σε καμία περίπτωση διατεθειμένη να παραδώσει τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής σε ένα ευρωπαϊκό ίδρυμα.
Ωστόσο το πολιτικό σκηνικό του 1988 ήταν πολύ διαφορετικό απ’ ότι σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η αναγνώριση από τη Γερμανία της ιστορικής ευκαιρίας να διεκδικήσει χαμένα πάτρια εδάφη αναζωπυρώνοντας το όνειρο της επανένωσης της με το Ανατολικό της τμήμα, την έκανε να αλλάξει θεαματικά τη στάση για τη δημιουργία ενός κοινού νομίσματος επηρεάζοντας καθοριστικά το μέλλον της Ευρώπης.
Προκειμένου να υλοποιηθεί ένα τέτοιο, αδιανόητο μέχρι εκείνη την στιγμή, σχέδιο η Γερμανία χρειαζόταν οπωσδήποτε τη στήριξη της Γαλλίας και της Βρετανίας, την έγκριση της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ και τη σύμφωνη γνώμη της Bundesbank.
Έτσι, με το βλέμμα στην επανένωση η Γερμανία προώθησε μία νέα ‘φιλοευρωπαϊκή’ πολιτική συμφωνώντας να ξεκινήσουν συζητήσεις για τη δημιουργία μίας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ταυτόχρονα, όμως, άφησε να διαρρεύσει η πρόθεση της για την επανένωση Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας.
Η προοπτική αυτή έπεσε σαν ατομική βόμβα στην Ευρώπη και ανέγειρε για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες το ‘Γερμανικό Ερώτημα’.. Αυτό, μετουσιώνονταν στο φόβο της δημιουργίας μίας Μεγάλης Γερμανίας στην καρδιά της Ευρώπης, η οποία θα είχε εθνικοσοσιαλιστική ταυτότητα που σε συνδυασμό με το μέγεθος, την εμπορική, οικονομική και νομισματική της δύναμη θα της επέτρεπε να μετατραπεί σε ευρωπαϊκή υπερδύναμη.
Ξαφνικά, η Γαλλία βρέθηκε αντιμέτωπη με τον κίνδυνο αποδυνάμωσης του γεωπολιτικού της ρόλου. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου θα επέφερε την κατάργηση των περιορισμών που είχαν τεθεί στη Γερμανία μετά την ήττα της στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και οι οποίοι συντηρούσαν ένα ευνοϊκό για τη χώρα πολιτικό, εμπορικό και οικονομικό περιβάλλον, ενώ η στροφή από έναν κόσμο όπου οι στρατιωτικές υπερδυνάμεις είχαν τον κυρίαρχο ρόλο σε ένα νέο όπου οι οικονομικές δυνάμεις θα πρωταγωνιστούσαν θα άλλαζε τις ευρωπαϊκές ισορροπίες προς όφελος της Γερμανίας και εις βάρος της Γαλλίας.
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτή η απειλή η Γαλλία άρχισε να σχεδιάζει ένα ‘οικονομικό αφοπλισμό’ της Γερμανίας ώστε να της αφαιρεθεί η ‘ατομική της βόμβα’, το μάρκο και να αναγκαστεί να ενταχθεί σε μία Ευρώπη με βαθιές δομές, οι οποίες, κατά την εκτίμηση της Γαλλίας, θα αποτελούσαν εγγύηση για τον περιορισμό της δύναμης της.
Παράλληλα, όσο η Γαλλία προσπαθούσε να προωθήσει τις διαδικασίες νομισματικής ενοποίησης, επεδίωκε μυστικά τη συνεργασία της με τη Βρετανία προκειμένου να αποτρέψει την επανένωση Ανατολικής, Δυτικής Γερμανίας.
Σε απόρρητο έγγραφο από το αρχείο του Mikhail Gorbachev, με ημερομηνία 23 Σεπτεμβρίου 1989, περιλαμβάνεται συνομιλία της Margaret Thatcher με το Σοβιετικό Πρόεδρο όπου η Βρετανίδα Πρωθυπουργός αναφέρει χαρακτηριστικά: «Δε θέλουμε μία ενωμένη Γερμανία. Αυτό θα οδηγήσει στην αλλαγή των μεταπολεμικών συνόρων και δε μπορούμε να επιτρέψουμε μία τέτοια εξέλιξη καθώς θα υπονομεύσει τη σταθερότητα του διεθνούς status quo και θα θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια μας …. Μπορώ να σας πω ότι ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής συμφωνεί με αυτήν τη θέση. Μου έστειλε ένα τηλεγράφημα από το Τόκιο όπου μου ζητήσε να σας πω πως οι ΗΠΑ δε θα προβούν σε καμία κίνηση που θα μπορούσε να βάλει σε ρίσκο την ασφάλεια της Σοβιετικής Ένωσης ή που θα μπορούσε να εκληφθεί από τη Σοβιετική Ένωσης ως εχθρική.”
Η πίεση από τη Βρετανία και τη Γαλλία για να εξασφαλιστεί η αρνητική στάση της Σοβιετικής Ένωσης απέναντι στην προοπτική επανένωσης της Γερμανίας δεν απέδωσε. «Η Δύση δε θέλει τη Γερμανική επανένωση αλλά θέλει να χρησιμοποιήσει εμάς για να την εμποδίσει, να δημιουργήσει μία σύγκρουση μεταξύ υμών και της Γερμανίας έτσι ώστε να διαγράψει την πιθανότητα μίας μελλοντικής ‘συνωμοσίας’ μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Γερμανίας» αναφέρει σε απόρρητο έγγραφο με ημερομηνία 3 Νοεμβρίου 1989 ο ίδιος ο Gorbachev.
Η ελπίδα της Βρετανίας ότι θα έβρισε έναν πολύτιμο σύμμαχο στις ΗΠΑ για να σταματήσει τη ‘Γερμανική απειλή’, αποδείχθηκε, επίσης, φρούδα, καθώς οι ΗΠΑ είδαν την πτώση του τείχους του Βερολίνου ως το προμήνυμα της πτώσης της Σοβιετικής Ένωσης και της κατάρρευσης του κομμουνισμού, που θα σηματοδοτούσε την απόλυτη νίκη της ‘Δύσης’ επί της ‘Ανατολής».
Στα έγγραφα των συνομιλιών της συνάντησης Gorbachev – Bush το Δεκέμβριο του 1989 διαφαίνεται η ανησυχία των δύο ηγετών για τη διαδικασία της επανένωσης της Γερμανίας αλλά και η διάθεση τους να μην παρέμβουν για να τη σταματήσουν.
Η άρνηση της Σοβιετικής Ένωσης να σταματήσει τα σχέδια της Γερμανίας είχε προκαλέσει ‘πανικό’ στους Γάλλους. “Η Γαλλική κυβέρνηση θέτει το ερώτημα αν η Σοβιετική Ένωση έχει αποδεχτεί την προοπτική μίας ενωμένης Γερμανίας και δεν πρόκειται να πάρει μέτρα ώστε να τη σταματήσει. Αυτό έχει προκαλέσει ένα φόβο που προσεγγίζει τα όρια του πανικού. Η Γαλλία σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί την επανένωση της Γερμναίας, παρόλο που αντιλαμβάνεται ότι τελικά αυτό θα είναι αναπόφευκτο. Επομένως, ο François Mitterrand πίστεψε με την καρδιά του ότι η Σοβιετική Ένωση συμμεριζόταν τη θέση του όταν έλαβε τη σχετική διαβεβαίωση επ αυτού από τον Gorbachev» αναφέρει σύμφωνα με απόρρητο έγγραφο ο Jacques Attali, σύμβουλος του Γάλλου Προέδρου σε σύντομη συνάντηση με τον με τον Vadim Zagladin, σύμβουλο του Προέδρου Gorbachev.
Πριν από μία κρίσιμη συνάντηση στο Elysée Palace η Thatcher έδειξε ένα χάρτη των συνόρων της Γερμανίας το 1937 στο Mitterrand και άλλους Ευρωπαίους ηγέτες προειδοποιώντας τους για την ανερχόμενη γερμανική απειλή. Ο Mitterrand συμφώνησε με την ανάλυση Thatcher ομολογώντας πως φοβόταν και ο ίδιος πως οι Γερμανοί, που συμπεριφέρονταν με ‘αρκετή κτηνωδία’, μπορεί να επεδίωκαν να κερδίσουν τα εδάφη που είχαν χάσει στον πόλεμο.
Σύμφωνα με τα απόρρητα έγγραφα ο Mitterrand είπε πως ‘εφόσον κανένας από τους δύο (Βρετανία – Γαλλία) δεν πρόκειται να ξεκινήσει πόλεμο εναντίον της Γερμανίας’ η λύση στον περιορισμό της δύναμης της θα μπορούσε να δοθεί μέσα από την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση και συγκεκριμένα μέσω ένα κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. “Αυτή είναι μία πιθανή λύση στο Γερμανικό Ερώτημα», είπε.
Ωστόσο, η Thatcher θεωρούσε πως η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση θα οδηγούσε σε επιδείνωση και όχι σε λύση του προβλήματος. Η μελέτη των σχετικών απόρρητων εγγράφων, απομνημονευμάτων και στοιχείων για την επανένωση της Γερμανίας, αποκρυπτογραφεί τους φόβους της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ολλανδίας και άλλων κρατών για το ‘Γερμανικό Ερώτημα’.
«Τα προβλήματα δεν πρόκειται να ξεπεραστούν με το να ενδυναμωθεί η Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Οι φιλοδοξίες της Γερμανίας τότε θα γίνουν ο κυρίαρχος και ενεργός παράγοντας» αναφέρει η Thatcher σχολιάζοντας ένα τηλεγράφημα από το Παρίσι στις 2 Φεβρουαρίου του 1990.
‘Η Γαλλία και η Βρετανία πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις του σήμερα ενάντια στη Γερμανική απειλή» επισημαίνει η Thatcher σε τηλεγράφημα της προς τον Γάλλο πρέσβη στο Λονδίνο το Μάρτιο του 1990. «Ο Kohl είναι ικανός για τα πάντα. Έχει γίνει ένας άλλος άνθρωπος. Δεν γνωρίζει πια ούτε τον ίδιο του τον ευατό. Βλέπει τον εαυτό του ως τον παντοκράτορα και έχει αρχίσει να συμπεριφέρεται ανάλογα» γράφει στο ίδιο τηλεγράφημα.
Σύμφωνα με απόρρητα έγγραφα από το Υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας, οι σχέσεις Γερμανίας – Γαλλίας έφτασαν στα πρόθυρα της κατάρρευσης υπό της σκιά της προσπάθειας της πρώτης να προωθήσει το σχέδιο επανένωσης. Ο Πρόεδρος Mitterrand προειδοποίησε πως η Γερμανία κινδύνευε να βρεθεί πιο απομονωμένη και από ότι ήταν το 1913.
Ωστόσο, με τη Γερμανία να εξαγοράζει τη συγκατάθεση των Σοβιετικών έναντι δεκάδων δισεκατομμυρίων μάρκων και να εξασφαλίζει την ανοχή των ΗΠΑ, η Γαλλία άρχισε να αντιλαμβάνεται πως η επανένωση ήταν θέμα χρόνου. Προκειμένου να προλάβει τις εξελίξεις ο Πρόεδρος Mitterrand πρότεινε στο Γερμανό Καγκελάριο μία μυστική συμφωνία: η Γαλλία θα στήριζε την προοπτική της επανένωσης και σε αντάλλαγμα η Γερμανία θα προχωρούσε στην εγκατάλειψη του μάρκου και στην υιοθέτηση ενός κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος με τη δέσμευση για τη δημιουργία μίας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
«Η μόνη ελπίδα της Γερμανίας για επανένωση είναι να δεσμευτεί σε μία ισχυρή Ένωση» είπε ο Mitterrand, απειλώντας ότι θα ασκούσε βέτο σε μία απόφαση επανένωσης. «Μία απόφαση πρέπει να ληφθεί στο Στρασβούργο, στη Διακυβερνητική Διάσκεψη για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση» είπε ο Υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Genscher, ανοίγοντας την πόρτα για την οριοθέτηση ενός προγράμματος για τη νομισματική ενοποίηση το οποίο προσυπογράφηκε από τους Ευρωπαίους Εταίρους στις 08 Δεκεμβρίου του 1989 στη διάσκεψη του Στρασβούργου, χωρίς, ωστόσο και πάλι να άρει τις υποψίες της Γαλλίας και των άλλων ευρωπαϊκών κρατών ότι η Γερμανία δε προσπαθούσε απλά να κερδίσει χρόνο.
Ακόμη και εκείνη τη στιγμή εκείνη η Γαλλία αμφισβητούσε ότι η Γερμανία θα αποχωριζόταν τελικά το μάρκο. «Το μάρκο είναι για τη Γερμανία ότι η ατομική βόμβα για τη Γαλλία και η Γαλλία δε θα παρέδιδε ποτέ την ατομική βόμβα» αναφερόταν στους κυβερνητικούς κύκλους του Παρισιού.
Στο εσωτερικό της Γερμανίας η Budensbank και το Υπουργείο Οικονομικών ξεκίνησαν να υποστηρίζουν πως η επικείμενη επανένωση και τα προβλήματα που θα ανέκυπταν από αυτήν έκαναν απαραίτητη την καθυστέρηση της νομισματικής ενοποίησης και των σχεδίων για τη δημιουργία μίας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Παραδόξως, η Thatcher είχε βρει ως μόνο σύμμαχο ενάντια στην ιδέα δημιουργίας μίας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας τον Διοικητή της Budensbank. Η Thatcher επέμενε ότι δεν ήθελε ποτέ να δεί μία Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσο θα ζούσε, καθώς αυτό θα μπορούσε να σημαίνει μόνο «την παράδοση της οικονομικής πολιτικής σου σε αυτό το τραπεζικό σύστημα που θα είναι υπεύθυνο για τη συντήρηση της αξίας του νομίσματος και πρέπει επομένως να είναι και υπεύθυνο για την απαραίτητη οικονομική πολιτική ώστε να επιτύχει αυτό που υποπτεύομαι ότι θα προσπαθήσουν να πετύχουν, δηλαδή να ονομάσουν κάτι ως Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ενώ στην πραγματικότητα δε θα είναι και δε θα μπορέσει ποτέ να γίνει.»
Σύμφωνα με απόρρητα έγγραφα η Thatcher έβλεπε ένα ‘ξεκάθαρο, ολοκληρωμένο Γερμανικό σχέδιο σκόπιμης υποτίμησης του Μάρκου και σκόπιμης προώθησης του κοινωνικού της μοντέλου σε όλους ώστε να διατηρήσει την οικονομική υπεροχή της.»
Μετά την αλλαγή στάσης απ’ τη Γαλλία, ωστόσο, θεώρησε πως εφόσον δε μπορούσε να αποτρέψει το αναπόφευκτο, μία πιθανή λύση στο πρόβλημα θα ήταν η ‘διαπλάτυνση’ της Ευρώπης, με την είσοδο όσο το δυνατόν περισσότερων κρατών για να γίνει ‘κάτι πολύ πιο χαλαρό’ ώστε η υπεροχή της Γερμανίας να εξισορροπηθεί.
Σύμφωνα με τα έγγραφα αυτός ήταν ο λόγος που άλλαξε την πολιτική της ως προς την ένταξη πολλών χωρών στην ΕΕ και άνοιξε το θέμα της εισόδου κρατών όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Ισπανία (οι 4 φτωχές χώρες, όπως αναφέρονται σε διάφορες εκθέσεις της εποχής) αλλά και κρατών του πρώην ανατολικού μπλοκ, βλέποντας στο μέλλον ακόμη μεγαλύτερη ‘διαπλάτυνση’, με χώρες αντίβαρα στην Γερμανία.
Μέχρι τότε η Thatcher ήταν αντίθετη στην ιδέα της εισόδου της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας σε μία νομισματική ένωση καθώς θεωρούσε τις χώρες αυτές παράγοντες οικονομικής αποσταθεροποίησης και εξαιρετικά υψηλού κόστους για τους υπόλοιπους εταίρους.
Υπό το βάρος των νέων εξελίξεων, ωστόσο, η Thatcher επεδίωκε, πλέον, την είσοδο στη μελλοντική ΕΕ των τεσσάρων ‘φτωχών χωρών’ και στη συνέχεια όσο το δυνατόν περισσότερων, θεωρώντας ότι αυτός θα ήταν ο μόνος τρόπος να βάλει εμπόδια στο δρόμο της Γερμανίας προς την απόλυτη ευρωπαϊκή της κυριαρχία.
Σε αντίθεση με το Μιτεράν που έβλεπε τη λύση της συγκράτησης της δύναμης της Γερμανίας στην εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Thatcher την έβλεπε στη διαπλάτυνση. Η Thatcher προσπάθησε να πείσει το Γάλλο Πρόεδρο πως μία αμιγώς ολοκληρωμένη Ευρωπαϊκή Κοινότητα όπου τα κράτη θα ελεγχόταν από κεντρικούς μηχανισμούς, θα μπορούσε να κυριαρχηθεί πιο εύκολα από τη Γερμανία απ’ ότι μία ευρεία Ευρωπαϊκή Κοινότητα ανεξάρτητων κρατών.
Ο Μιτεράν υποχώρησε τόσο ώστε να δεχτεί μία ταυτόγχρονη εμβάθυνση και διαπλάτυνση της ΕΕ και άσκησε πιέσεις στη Γερμανία ώστε να αποδεχτεί όσο το δυνατόν περισσότερα μέλη στο ευρώ. Το μήνυμα αυτό της προοπτικής ένταξης τους στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα κοινοποιήθηκε για πρώτη φορά στις ‘φτωχές χώρες’ το 1989, την ώρα που γινόταν οι μυστικές διαπραγματεύσεις της Γαλλίας με τη Γερμανία και τη Βρετανία.
Ο Υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας έστειλε το 1989 στην Ελλάδα το Υπόμνημα Ballandour θέτοντας το αίτημα της πλήρους νομισματικής Ένωσης και η Ελλάδα με επιστολή του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας Π. Ρουμελιώτη, απάντησε θετικά.
Σύμφωνα με τα απόρρητα έγγραφα η Thatcher κατά τη διάρκεια παραπάνω εξελίξεων είχε φτάσει να πιστέψει πως η Γερμανία έπαιζε ένα διπλό παιχνίδι και στην πραγματικότητα δεν είχε παρασυρθεί, όπως φαινόταν, από τους Γάλους στην υιοθέτηση του ευρώ αλλά επιθυμούσε όσο και εκείνοι την υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος. Η Thatcher πίστευε ότι η Γερμανία βάδιζε προσεκτικά στο δρόμο ενός σχεδίου που θα τη βοηθούσε μέσα σε δύο δεκαετίες να γίνει μία διεθνής νομισματική υπερδύναμη και τότε να προσπαθήσει να επιβάλλει το δικό της οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο σε ολόκληρη την Ευρώπη, με απώτερο στόχο την πολιτική ενοποίηση της κάτω από την ηγεμονία της.
«Στόχος της Γερμανίας είναι ένα «διαρκώς υποτιμημένο μάρκο, που θα επιτευχθεί μέσω της σύνδεσης της σε ένα ενιαίο νόμισμα και θα της επιτρέπει να ξεφορτώνει προϊόντα σε όλους μας», αναφέρει η Thatcher στα απόρρητα έγγραφα.
«Η Γερμανία θα προσπαθήσει να επιβάλλει στους υπόλοιπους το δικό της κοινωνικό μοντέλο μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Ένα άλμα στο μέλλον μας φέρνει στο 2012 και σε μία δραματική κρίση της Ευρωζώνης που ταλανίζει πρωταρχικά όλες τις ‘φτωχές’ χώρες του Νότου, απειλώντας με διάσπαση το γαλλογερμανικό νομισματικό οικοδόμημα. Μετά από μία αρχή στη νέα χιλιετία όπου το ευρώ έφτασε να γίνει το δεύτερο σημαντικότερο αποθεματικό διεθνές νόμισμα προσελκύοντας τρισεκατομμύρια σε κρατικό και ιδιωτικό επενδυτικό ενδιαφέρον στη νεοϊδρυθείσα ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων και επιτρέποντας, μεταξύ άλλων, στη Γερμανία να χρηματοδοτεί με το χαμηλότερο δυνατό κόστος το υπό εξέλιξη πρότζεκτ της επανένωσης της (υπό ολοκλήρωση το 2020), ο στόχος της αντιμετώπισης της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ μέσω της αποκαθήλωσης του δολαρίου από το ρόλο του στο επίκεντρο του διεθνούς νομισματικού συστήματος έφτασε πιο κοντά από ποτέ το 2008.
Τότε, Γερμανία και Γαλλία, με τη στήριξη της ανασυγκροτημένης Ρωσίας και της αναδυόμενης υπερδύναμης, Κίνας, πέτυχαν την κατάθεση πρότασης από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για την αλλαγή του διεθνούς νομισματικού στάτους κβο, με την αντικατάσταση του δολαρίου ως κύριου νομίσματος του διεθνούς εμπορίου και των χρηματοοικονομικών συναλλαγών από ένα καλάθι νομισμάτων όπου το ευρώ θα διαδραμάτιζε αποφασιστικό ρόλο.
Μετά το Ιράκ, χώρες όπως το Ιράν, η Ρωσία, η Κίνα, η Βραζιλία, η Τουρκία κ.α. ανακοίνωναν τα σχέδια τους να προχωρήσουν στη διεξαγωγή του εμπορίου πετρελαίου και άλλων ειδών όχι πλέον σε δολάριο αλλά σε ευρώ και προχωρούσαν στην υλοποίηση των προθέσεων τους με συγκεκριμένες συμφωνίες.
Οι ΗΠΑ, γονατισμένες από τη μεγαλύτερη οικονομική τους κρίση από το 1930, με την αξιοπιστία τους καταρρακωμένη, την οικονομία τους διπλά ταλαιπωρημένη από την παρατεταμένη στρατιωτική εμπλοκή τους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν και με τη διεθνή κοινότητα να τις κατηγορεί για τη μετάδοση του μολυσματικού ιού της κρίσης σε ολόκληρο τον κόσμο και την αποτυχία της οικονομικής τους πολιτικής, βρέθηκαν αντιμέτωπες για δεύτερη φορά από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τον κίνδυνο απώλειας της νομισματικής τους ηγεμονίας.
Η προσπάθεια αποκατάστασης της οικονομικής και νομισματικής τάξης μέσω οικονομικών πακέτων τρισεκατομμυρίων δολαρίων επιδείνωσε αντί να βελτιώσει την κατάσταση, συσπειρώνοντας τον υπόλοιπο κόσμο εναντίον τους σε μία διεθνή αμφισβήτηση της αξίας ενός νομίσματος το οποίο η ιδιοκτήτρια χώρα του τύπωνε κατά δισεκατομμύρια ανά ημέρα.
Φτάνοντας στα τέλη του 2009 οι διεθνείς οικονομικές ισορροπίες έμοιαζαν να έχουν αλλάξει οριστικά και το νέο σκηνικό έφερνε την Ευρώπη σε πλεονεκτική θέση έναντι των ΗΠΑ. Στο τιμόνι της πρώτης η Γερμανία, διεκδικούσε το ρόλο της οικονομικής δύναμης πρότυπο, που με τις πράξεις της προστάτευε αντί να απειλεί τη διεθνή νομισματική και οικονομική σταθερότητα.
Η απειλή μετατόπισης του οικονομικού κέντρου του Δυτικού Πολιτισμού από τον πάλαι ποτέ εκφραστή του ‘Νέο Κόσμο’, τις ΗΠΑ, εκεί όπου δημιουργήθηκε, στην Ευρώπη, έγινε πιο σοβαρή από κάθε άλλη στιγμή στη νεότερη ιστορία.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες, όμως, το παιχνίδι στην παγκόσμια σκακιέρα άλλαξε θεαματικά. Οι δραματικές ανακοινώσεις της ελληνικής κυβέρνησης περί κινδύνου επικείμενης πτώχευσης της άνοιξαν τους ασκούς του Αιόλου αποκαλύπτοντας την αδύναμη και μέχρι τότε αθέατη πλευρά του ευρώ. Άξαφνα, η σκιά της νομισματικής κρίσης έπεσε πάνω απ’ τη χώρα που 2,500 χρόνια νωρίτερα είχε δημιουργήσει το Δυτικό Πολιτισμό.
Ο διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Ντομινίκ Στρος Καν, υπουργός Εμπορίου της Γαλλίας στα κρίσιμα χρόνια των αρχών της δεκαετίας του ’90 όταν έμπαιναν τα θεμέλια για τη δημιουργία του ευρώ και ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Σόιμπλε, υπουργός εσωτερικών της Γερμανίας κατά τη διάρκεια των μυστικών συμφωνιών της ίδιας περιόδου αντιλήφθηκαν πως οι ΗΠΑ δε θα άφηναν το παράθυρο ευκαιρίας που είχε ανοίξει να πάει χαμένο και πως η Ελλάδα θα γινόταν η γέφυρα για μία επίθεση στην Ευρωζώνη.
Πράγματι, με την πολύτιμη βοήθεια της Βρετανίας, η οποία έβλεπε τη Γερμανική Απειλή να ορθώνεται μπροστά της ισχυρότερη από ποτέ, με τη σύμπραξη των “Θεών των Αγορών” όπως οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης και νομισματικών δολοφόνων όπως του Τζορτζ Σόρος, που αργότερα κατηγορήθηκε από την αμερικανική Δικαιοσύνη, χωρίς να υπάρξει αποτέλεσμα, για ενορχηστρωμένη επίθεση εναντίον του ευρώ, η Ευρωπαϊκή Ένωση δέχτηκε έναν άνευ προηγουμένου χρηματοοικονομικό πόλεμο.
Μετά από ένα διάστημα φαινομενικής αλλά και καθοριστικής αδράνειας, η Γερμανίδα Καγκελάριος Μέρκελ ένωσε τις δυνάμεις της με το διευθυντή του ΔΝΤ, Στρος Καν για να αντιμετωπίσουν από κοινού την αγγλοσαξονική απειλή. Όμως ο Γάλλος πολιτικός, βασικός υποψήφιος αντίπαλος του Νικολά Σαρκοζί για τη θέση του Προέδρου της χώρας στις επερχόμενες, τότε, προεδρικές εκλογές, είχε βρεθεί επικεφαλής του, αμερικανικών συμφερόντων, Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, στην πιο κρίσιμη για τις ίδιες τις ΗΠΑ, στιγμή. Άριστος γνώστης του παρασκηνίου του διεθνούς νομισματικού πολέμου, με προσωπικό συμφέρον για το γρήγορο τέλος της ευρωπαϊκής κρίσης και με τον έλεγχο του ΔΝΤ ως όπλο στα χέρια του προκειμένου να πετύχει το στόχο του, αναδείχθηκε σε πρόσωπο κλειδί των διεθνών οικονομικών εξελίξεων και τελικά σε πρόβλημα για τις ΗΠΑ εξαιτίας της ξεκάθαρης φιλοευρωπαϊκής του θέσης, η οποία εξάλλου είχε αναδειχθεί ήδη από το 2008 όταν προσυπέγραψε την πρόταση του ΔΝΤ για αλλαγή του διεθνούς νομισματικού στάτους κβο.
Ο ξαφνικός αφανισμός του Στρος Καν από το διεθνές πολιτικό γίγνεσθαι άλλαξε τις ισορροπίες λειτουργώντας αναχαιτιστικά της προσπάθειας ρεαλιστικής και γρήγορης αντιμετώπισης της κρίσης και ευνοώντας την αναζωπύρωση της.
Η απώλεια ενός απ’ τους βασικούς της συμμάχους έκανε τη Μέρκελ περισσότερο δεκτική στη σκέψη πως η παράταση της κρίσης, αν και συνοδευόταν από μεγάλους κινδύνους και σημαντικά κόστη, αποτελούσε και μία ιστορική ευκαιρία για την προώθηση του Γερμανικού Οράματος της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης κάτω από τη γερμανική επιρροή.
Το αποτέλεσμα ήταν οι χώρες στο επίκεντρο της κρίσης και ιδιαίτερα η Ελλάδα που δέχτηκε πρώτη την επίθεση, να βρεθούν σε σύγχυση ως προς το αν είχαν απομείνει και ποιοι ήταν οι σύμμαχοι τους εντός και εκτός Ευρώπης.
Με την κρίση να αυτοτροφοδοτείται και να βαθαίνει παίρνοντας διαστάσεις οικονομικοπολιτικής και κοινωνικής λαίλαπας, η κατάσταση επιδεινώθηκε τόσο ώστε η απόκλιση ΗΠΑ – Ευρώπης που είχε δημιουργηθεί πριν το 2009 να αποκατασταθεί, με το δολάριο να επανακτά, έστω και προσωρινά, τον κυρίαρχο ρόλο του και να επαναφέρει τις ΗΠΑ στη θέση του οδηγού στο διεθνές νομισματικό άρμα.
Στη νέα αυτή φάση τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Γερμανία αντιμετωπίζουν τα εμπόδια στο δρόμο που οι ίδιες χάραξαν πολεμώντας για την παγκόσμια νομισματική ηγεμονία. Η Γερμανία επιδιώκει τη δημιουργία του πρώτου σταδίου των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης επιδιώκοντας μία αυτοκρατορία του ευρώ και αντιμετωπίζοντας αυτό το εγχείρημα με μακροπρόθεσμη προοπτική. Οι ΗΠΑ βλέπουν πως ο ‘Πόλεμος των 100 ημερών’ έχει μετατραπεί σε μία πολυετή διεθνή οικονομική σύρραξη με αμφίβολη κατάληξη.
Αν κατόρθωναν να πείσουν τη Γερμανία να αποδεχτεί τη γρήγορη έκδοση ευρωομολόγων χωρίς να έχει εξασφαλίσει πρώτα την πολιτική ενοποίηση της ΕΕ τότε η ανάληψη από την πλευρά της του χρηματοπιστωτικού βάρους του ευρωπαϊκού Νότου χωρίς τον έλεγχο του σε δημοσιονομικό και πολιτικό επίπεδο θα ήταν αρκετή για να αλλοιώσει οριστικά την εικόνα του ευρώ ως το εναλλακτικό του αναξιόπιστου δολαρίου νόμισμα και θα το μετέτρεπε σε ένα κακό του αντίγραφο, νικώντας και σε αυτόν το νομισματικό πόλεμο.
Γνωρίζοντας αυτήν την κατάληξη η Γερμανία θα εξακολουθεί να αρνείται κατηγορηματικά τη λύση των ευρωομολόγων και αντίθετα θα χρησιμοποιεί την ελπίδα για την έκδοση τους ως κίνητρο για την επίτευξη των δικών της στόχων της πολιτικής ενοποίησης.
Στην πολιτική αυτή οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να απαντούν με ενορχηστρωμένη πίεση στην ευρωζώνη και προσπάθεια απομόνωσης της Γερμανίας ενισχύοντας την απειλή διάσπασης και κατεδάφισης του ευρώ προκειμένου να την αναγκάζουν να αποδέχεται όλο και περισσότερο από το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό βάρος χωρίς να έχει το χρόνο να αντισταθμίζει τα ρίσκα και τις απώλειες της με κινήσεις για περαιτέρω δημοσιονομική και πολιτική ολοκλήρωση.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό πολέμου, η Ελλάδα θα πρέπει να αναθεωρήσει το ρόλο και τους στόχους της, να αναγνωρίσει τα πλεονεκτήματα, τα μειονεκτήματα, τους φόβους, τις ανάγκες, τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα των πρωταγωνιστών του, να αποφασίσει αν και ποιο ‘στρατόπεδο’ επιθυμεί να επιλέξει και να χαράξει άμεσα ενιαία πολιτική προκειμένου να αποφύγει να γίνει η ίδια το πρώτο θύμα του πολέμου.
Επειγόντως και χωρίς καθυστέρηση ούτε καν λίγων ημερών, θα πρέπει να σταματήσει την λανθάνουσα ‘εμφύλια΄ εξόντωση της και να αντιληφθεί πως υπάρχουν αρκετοί κίνδυνοι και εχθροί στο εξωτερικό της ώστε να έχει την πολυτέλεια να κατασπαράζεται από ενδοοικογενειακές διαμάχες. Οργανωμένα και ταχύτατα να κινηθεί ώστε να αποκαταστήσει τη διεθνή της αξιοπιστία και να αποφύγει το γρήγορο ‘θάνατο’ της με το να παραδεχτεί ξεκάθαρα, οριστικά και με τρόπο που να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της το δικό της μερίδιο ευθύνης σε αυτήν την κρίση, παρέχοντας οριστικές και έμπρακτες δεσμεύσεις και κάνοντας άμεσα ό,τι είναι εφικτό για την διόρθωση της πορείας της. Παράλληλα, έξυπνα και συνετά να χρησιμοποιήσει τη γνώση της πραγματικής οικονομικής και νομισματικής ιστορίας και των ευθυνών των πρωταγωνιστών της για την πορεία που αυτή έχει πάρει, ώστε να αποκαταστήσει την αλήθεια πως δεν είναι αυτή, η εμπνεύστρια και δημιουργός του Δυτικού Πολιτισμού, η κύρια υπεύθυνη για την απειλή του αλλά στη χειρότερη περίπτωση ένας εν αγνοία της συνεργός σε ένα διεθνή πόλεμο, ο οποίος ξύπνησε απ’ το λήθαργο του και αποφάσισε να μην κάνει ποτέ πια τίποτε που θα μπορούσε να τον φέρει ξανά στην κατάσταση που έχει βρεθεί σήμερα.
Η Ελλάδα πρέπει να αποφασίσει γρήγορα πού τη συμφέρει να ανήκει και να προετοιμαστεί για να αντιμετωπίσει με το σωστότερο τρόπο ‘εχθρούς’ και ‘φίλους’. Ακόμη νωρίτερα πρέπει να βρει την τόλμη να αντιμετωπίσει τον εαυτό της. Είναι ακόμη εφικτό, πέντε χρόνια από σήμερα η Ελλάδα να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση και όχι προς αποφυγή, έχοντας προ πολλού βρει το δρόμο της για έξοδο απ’ την κρίση. Στα επόμενα δέκα χρόνια μπορεί, ρεαλιστικά, να είναι ισχυρότερη, ωριμότερη, σοφότερη και καλύτερη από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στη σύγχρονη ιστορία της. Δε μπορεί και δεν πρέπει να υπάρξει άλλη επιλογή.
Σημείωση: Για τη συγγραφή του παραπάνω άρθρου, που αποτελεί τμήμα υπό έκδοση βιβλίου από τις εκδόσεις Λιβάνη, χρησιμοποιήθηκαν αποχαρακτηρισμένα απόρρητα έγγραφα από 5 πρεσβείες, καθώς και πληροφορίες από βιογραφίες, ομιλίες και συνεντεύξεις πρωταγωνιστών των γεγονότων που περιγράφονται.