Με μια ομοβροντία εκβιασμών και πιέσεων μέσω δημοσιευμάτων από το εσωτερικό και το εξωτερικό επιχειρείται να καμφθούν οι τελευταίες αλλά ισχυρές αντιστάσεις που προβάλλει η κυβέρνηση Τσίπρα στην τελευταία γραμμή άμυνας που έχει θέσει στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων: στα εργασιακά και το ασφαλιστικό. Η πίεση που ασκούν οι Ευρωπαίοι είναι κατά το ένα ήμισυ πολιτική και το άλλο οικονομική, με ζητούμενο τόσο να μην λάβουν την μορφή νόμου οι υποσχέσεις της στα εργασιακά έτσι ώστε το «ελληνικό πείραμα» επιστροφής στον Μεσαίωνα να μην αμφισβητηθεί με οριακά έστω πισωγυρίσματα, όσο και να καλυφθούν τα διαπιστωμένα κι αυξανόμενα κενά στην χρηματοδότηση του ελληνικού προϋπολογισμού, ύψους 19 δισ. ευρώ.
Η τρίτη γραμμή άμυνας, οι ιδιωτικοποιήσεις, αλώθηκε εδώ και δύο εβδομάδες κατά την επίσκεψη του πρωθυπουργού στο Βερολίνο, όταν έγινε δεκτό το αίτημα της Γερμανίας για την υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποίησης των περιφερειακών αεροδρομίων με την συζήτηση όλες αυτές τις μέρες να επικεντρώνεται στο «χρύσωμα» του χαπιού. Δηλαδή, στην τροποποίηση των όρων της ιδιωτικοποίησης που θα αφορά στην μείωση των χρόνων ισχύος της σύμβασης παραχώρησης, όπως είχε αρχικά προταθεί από την Φράπορτ, στη μείωση της αύξησης των τελών που θα επιβαρύνουν τα αεροπορικά εισιτήρια κι επίσης την εικονική έστω συμμετοχή του δημοσίου στη διοίκηση των αεροδρομίων που θα διαλύσει τις εντυπώσεις ξεπουλήματος των αεροδρομίων, που κατάφερε το αδιανόητο: την επέκταση του εναέριου χώρου της Γερμανίας προς την πιο καυτή περιοχή του κόσμου.
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ
Δεν είναι ωστόσο μόνο οι πιστωτές που τραβούν το χαλί της κυβέρνησης κάτω από τα πόδια της. Είναι και τα ίδια τα πρωτοκλασάτα στελέχη της, που με τις αλλεπάλληλες υποχωρήσεις τους ενθαρρύνουν τους δανειστές. Χαρακτηριστική περίπτωση ο υπουργός Οικονομικών, Γιάνης Βαρουφάκης, με το ναρκισσισμό του να συναγωνίζεται την υποχωρητικότητά του, όπως έδειξε το ταξίδι του στις ΗΠΑ την προηγούμενη Κυριακή. Ζητούμενο ήταν να καλοπιάσει τους Αμερικάνους ώστε στην χειρότερη περίπτωση να μεσολαβήσουν για να μετριάσουν τις πιέσεις των Ευρωπαίων και να απελευθερωθεί η δόση των 7,2 δισ. ευρώ στο συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών της 24ης Απριλίου, έστω τμηματικά, και στην καλύτερη περίπτωση να δεχθούν την καθυστερημένη αποπληρωμή των δόσεων προς το ΔΝΤ που εξελίσσονται σε βρόχο (καθώς μετά τα 458 εκ. ευρώ που δόθηκαν την Μ. Πέμπτη, στις 12 Μαΐου πρέπει να καταβληθούν 763 εκ. ευρώ και όλο τον Ιούνιο 1,53 δισ. ευρώ). Ούτε το ένα, ούτε το άλλο πέτυχε ο υπουργός Οικονομικών, που προφανώς λειτουργούσε εξ ονόματος κι εν πλήρη γνώσει της κυβέρνησης.
Η αποτυχία της κυβέρνησης να πείσει την Ουάσινγκτον μετατρέπεται σε ήττα πανηγυρική, αν λάβουμε υπ’ όψη μας όχι μόνο την εξευτελιστική πρόταση του υπουργού Εθνικής Άμυνας, Π. Καμμένου, που διατυπώθηκε μάλιστα επί αμερικανικού εδάφους για συνεκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων, αλλά και των νέων προτάσεων για την διαχείριση του ελληνικού δημόσιου χρέους, όπως διατυπώθηκαν στην εφημερίδα Ναυτεμπορική από τον αρμόδιο υπουργό (Εδώ η συνέντευξη). Συμπυκνώνονται δε, σε πέντε προτάσεις που δεν σηματοδοτούν μόνο την υπονόμευση του ριζοσπαστικού στόχου του ΣΥΡΙΖΑ, όπως είχε διατυπωθεί στο τελευταίο συνέδριο του για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του δημοσίου χρέους μέσω λογιστικού ελέγχου, αλλά την ουσιαστική προσχώρηση στο στρατόπεδο των πιστωτών. Πρόκειται για πέντε προτάσεις πλήρως αφομοιώσιμες στο πλαίσιο μιας αναδιάρθρωσης, παρόμοιας με αυτή του Φεβρουαρίου του 2012, που συγκεκριμένα αφορούν: Πρώτο, την διαμόρφωση πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 1,5%. Δεύτερο, «μια λελογισμένη αναδιάρθρωση χρέους (χωρίς αναγκαστικά κούρεμα κάποιου μέρους της ονομαστικής αξίας) που να συνδέει τις αποπληρωμές με τον ρυθμό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ». Τρίτο, «επενδυτικό πακέτο από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων το οποίο θα πρέπει να διατεθεί ως επί το πλείστον στον ιδιωτικό τομέα». Τέταρτο, ίδρυση «κακής τράπεζας» που θα αναλάβει την αναδιάρθρωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και, τέλος, «ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που να δίνουν ανάσες στους δημιουργικούς πολίτες και τις επιχειρήσεις που παράγουν εμπορεύσιμα αγαθά και διαθέτουν εξαγωγική προοπτική».
Η πρώτη πρόταση, για πλεονάσματα της τάξης του 1,5% (επιδεχόμενη σημαντικής προς τα πάνω αναθεώρησης αν κρίνουμε από την πρόταση για πλεόνασμα της τάξης του 3,9% που είχε προτείνει ο Γ. Βαρουφάκης στο Γιούρογκρουπ στο πρόσφατο 26σέλιδο κείμενο) ισοδυναμεί με λιτότητα στο διηνεκές καθώς ποσά που κάλλιστα μπορούσαν να διατεθούν άμεσα στην κοινωνική πολιτική θα χρησιμοποιηθούν για χρηματοδοτικό «μαξιλάρι». Για να μπορούν οι πιστωτές να …κοιμούνται ήσυχα ξέροντας ότι δεν υπάρχει κίνδυνος στην αποπληρωμή των μελλοντικών δόσεων.
Η δεύτερη πρόταση για αναδιάρθρωση του χρέους ακυρώνει τα σχέδια διαγραφής του και ισοδυναμεί με αναγνώριση, όπως περιγραφόταν στην απόφαση του Γιούρογκρουπ της 20ης Φεβρουαρίου κι όπως ακριβώς το δήλωσε ο Γ. Βαρουφάκης από τις ΗΠΑ όπου τόνισε ότι η Ελλάδα θα πληρώνει «στο διηνεκές» τις υποχρεώσεις της. Η συγκεκριμένη πρόταση επίσης ωραιοποιεί την κατάσταση που δεσπόζει στην παγκόσμια οικονομία ακόμη και σε εκείνες τις χώρες που βρίσκονται εκτός του καθεστώτος της χρεοκρατίας, όπως για παράδειγμα οι χώρες της περιφέρειας της ευρωζώνης. Την πραγματική εικόνα την περιγράφει ανάγλυφα η εισαγωγή στην ετήσια επισκόπηση που εκδίδει το ΔΝΤ, όπου προβλέπεται ότι στις μεγάλες οικονομίες του πλανήτη επ’ ουδενί τα επόμενα χρόνια η δυνητική ανάπτυξη δεν πρόκειται να προσεγγίσει τον μέσο όρο του 2,25% της περιόδου 2001-2007, αλλά θα κυμαίνεται στο 1,6%. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη προϊδεάζει για μια νέα περίοδο ακόμη χαμηλότερων προσδοκιών. Το πόσο κενό περιεχομένου είναι το σχέδιο της κυβέρνησης για σημαντική άνοδο των ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ στην περίπτωση που ελαφρυνθούμε από μια μετακύληση των αποπληρωμών κι η οποία θα επιτρέψει την ομαλή αποπληρωμή του χρέους φαίνεται επίσης κι απ’ το τι ισχύει σε άλλες χώρες, που δεν φέρουν το άχθος της εξυπηρέτησης ενός χρέους που κινείται στα εξωφρενικά επίπεδα του ελληνικού. Για παράδειγμα η Γερμανία, που βρίσκεται στην άλλη άκρη της κλίμακας της υπερχρέωσης. Με ένα δημόσιο χρέος της τάξης του 78% και με αρνητικά επιτόκια δανεισμού, που σημαίνουν σχεδόν ανεμπόδιστες δυνατότητες χρηματοδότησης δημοσίων επενδύσεων, θα έπρεπε οι ρυθμοί μεγέθυνσής της να τείνουν σε διψήφια επίπεδα. Παρόλα αυτά το 2014 κινήθηκαν στο 1,5% και για φέτος προβλέπονται στο 1,7%. Επομένως μπορεί η υπερχρέωση να καθηλώνει τους ρυθμούς μεγέθυνσης, δεσμεύοντας στις αποπληρωμές χρέους πολύτιμους πόρους κι αναπαράγοντας έτσι ένα φαύλο κύκλο αποεπένδυσης και υπερχρέωσης, η απαλλαγή ωστόσο από το χρέος δεν φέρνει πιο κοντά τον δρόμο της οικονομικής ανάπτυξης. Κι αν δεν το κατάφερε η Γερμανία που μπορεί μεταξύ άλλων και εκμεταλλεύεται προνομιακά την αγορά της ευρωζώνης, διαθέτοντας ένα μοναδικό παραγωγικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της, γιατί να το πετύχει η Ελλάδα;
Η τρίτη πρόταση στοχεύει στην διεύρυνση των κοινωνικών συμμαχιών του ΣΥΡΙΖΑ με τμήματα του κεφαλαίου που θα ευνοηθούν από το «επενδυτικό πακέτο». Το νέο Σχέδιο Μάρσαλ, όπως κατ’ αναλογία συνέβη και με το παλιό, αναμένεται να δημιουργήσει την κρίσιμη εκείνη κεφαλαιακή μαγιά που θα οδηγήσει σε ένα νέο κύκλο συσσώρευσης και ανάπτυξης του ελληνικού κεφαλαίου. Σε συνδυασμό δε με την τελευταία πρόταση του Γ. Βαρουφάκη για φιλοεπιχειρηματικές μεταρρυθμίσεις αυτό που ζητείται είναι η διευκόλυνση της δράσης του κεφαλαίου κι η απαλλαγή του από περιττά εμπόδια και κόστη (διοικητικά, ασφαλιστικά, κ.α.).
Η τέταρτη πρόταση για ίδρυση «κακής τράπεζας», όπως συνέβη με πιο καθαρό τρόπο στην Ιρλανδία, είναι κατάρα κι ευλογία. Κατάρα για τα δημόσια οικονομικά και την τσέπη των φορολογουμένων που θα κληθούν, χωρίς να ερωτηθούν, να απαλλάξουν τις τράπεζες από τις τελευταίες επισφάλειες που άφησε η εποχή της κρίσης και της ύφεσης. Κι ευλογία για τις ίδιες τις τράπεζες που θα μπορούν να ξεκινήσουν ένα νέο κύκλο κερδοφορίας χωρίς τα καθηλωτικά βαρίδια των «κόκκινων» επιχειρηματικών και προσωπικών δανείων.
Το σχέδιο του Βαρουφάκη επομένως δεν επικεντρώνεται μόνο σε μια επιδερμική αναδιάρθρωση του χρέους που επιχειρεί να συγκεράσει τα συμφέροντα των δανειστών και θα το καθιστά βιώσιμο, δηλαδή εξυπηρετήσιμο ή ομαλά αποπληρώσιμο. Στόχο που αντιστρατεύεται το λαϊκό συμφέρον για άμεση παύση πληρωμών και μονομερή διαγραφή του. Επιπλέον, εκφράζοντας μια ολοκληρωμένη αστική στρατηγική, παρεμβαίνει και στους όρους ανάκαμψης της κερδοφορίας του κεφαλαίου…
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ
Δεν είναι ωστόσο μόνο οι πιστωτές που τραβούν το χαλί της κυβέρνησης κάτω από τα πόδια της. Είναι και τα ίδια τα πρωτοκλασάτα στελέχη της, που με τις αλλεπάλληλες υποχωρήσεις τους ενθαρρύνουν τους δανειστές. Χαρακτηριστική περίπτωση ο υπουργός Οικονομικών, Γιάνης Βαρουφάκης, με το ναρκισσισμό του να συναγωνίζεται την υποχωρητικότητά του, όπως έδειξε το ταξίδι του στις ΗΠΑ την προηγούμενη Κυριακή. Ζητούμενο ήταν να καλοπιάσει τους Αμερικάνους ώστε στην χειρότερη περίπτωση να μεσολαβήσουν για να μετριάσουν τις πιέσεις των Ευρωπαίων και να απελευθερωθεί η δόση των 7,2 δισ. ευρώ στο συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών της 24ης Απριλίου, έστω τμηματικά, και στην καλύτερη περίπτωση να δεχθούν την καθυστερημένη αποπληρωμή των δόσεων προς το ΔΝΤ που εξελίσσονται σε βρόχο (καθώς μετά τα 458 εκ. ευρώ που δόθηκαν την Μ. Πέμπτη, στις 12 Μαΐου πρέπει να καταβληθούν 763 εκ. ευρώ και όλο τον Ιούνιο 1,53 δισ. ευρώ). Ούτε το ένα, ούτε το άλλο πέτυχε ο υπουργός Οικονομικών, που προφανώς λειτουργούσε εξ ονόματος κι εν πλήρη γνώσει της κυβέρνησης.
Η αποτυχία της κυβέρνησης να πείσει την Ουάσινγκτον μετατρέπεται σε ήττα πανηγυρική, αν λάβουμε υπ’ όψη μας όχι μόνο την εξευτελιστική πρόταση του υπουργού Εθνικής Άμυνας, Π. Καμμένου, που διατυπώθηκε μάλιστα επί αμερικανικού εδάφους για συνεκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων, αλλά και των νέων προτάσεων για την διαχείριση του ελληνικού δημόσιου χρέους, όπως διατυπώθηκαν στην εφημερίδα Ναυτεμπορική από τον αρμόδιο υπουργό (Εδώ η συνέντευξη). Συμπυκνώνονται δε, σε πέντε προτάσεις που δεν σηματοδοτούν μόνο την υπονόμευση του ριζοσπαστικού στόχου του ΣΥΡΙΖΑ, όπως είχε διατυπωθεί στο τελευταίο συνέδριο του για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του δημοσίου χρέους μέσω λογιστικού ελέγχου, αλλά την ουσιαστική προσχώρηση στο στρατόπεδο των πιστωτών. Πρόκειται για πέντε προτάσεις πλήρως αφομοιώσιμες στο πλαίσιο μιας αναδιάρθρωσης, παρόμοιας με αυτή του Φεβρουαρίου του 2012, που συγκεκριμένα αφορούν: Πρώτο, την διαμόρφωση πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 1,5%. Δεύτερο, «μια λελογισμένη αναδιάρθρωση χρέους (χωρίς αναγκαστικά κούρεμα κάποιου μέρους της ονομαστικής αξίας) που να συνδέει τις αποπληρωμές με τον ρυθμό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ». Τρίτο, «επενδυτικό πακέτο από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων το οποίο θα πρέπει να διατεθεί ως επί το πλείστον στον ιδιωτικό τομέα». Τέταρτο, ίδρυση «κακής τράπεζας» που θα αναλάβει την αναδιάρθρωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και, τέλος, «ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που να δίνουν ανάσες στους δημιουργικούς πολίτες και τις επιχειρήσεις που παράγουν εμπορεύσιμα αγαθά και διαθέτουν εξαγωγική προοπτική».
Τα θέλουν όλα σε εργασιακά και ασφαλιστικό οι δανειστές
Η πρώτη πρόταση, για πλεονάσματα της τάξης του 1,5% (επιδεχόμενη σημαντικής προς τα πάνω αναθεώρησης αν κρίνουμε από την πρόταση για πλεόνασμα της τάξης του 3,9% που είχε προτείνει ο Γ. Βαρουφάκης στο Γιούρογκρουπ στο πρόσφατο 26σέλιδο κείμενο) ισοδυναμεί με λιτότητα στο διηνεκές καθώς ποσά που κάλλιστα μπορούσαν να διατεθούν άμεσα στην κοινωνική πολιτική θα χρησιμοποιηθούν για χρηματοδοτικό «μαξιλάρι». Για να μπορούν οι πιστωτές να …κοιμούνται ήσυχα ξέροντας ότι δεν υπάρχει κίνδυνος στην αποπληρωμή των μελλοντικών δόσεων.
Η δεύτερη πρόταση για αναδιάρθρωση του χρέους ακυρώνει τα σχέδια διαγραφής του και ισοδυναμεί με αναγνώριση, όπως περιγραφόταν στην απόφαση του Γιούρογκρουπ της 20ης Φεβρουαρίου κι όπως ακριβώς το δήλωσε ο Γ. Βαρουφάκης από τις ΗΠΑ όπου τόνισε ότι η Ελλάδα θα πληρώνει «στο διηνεκές» τις υποχρεώσεις της. Η συγκεκριμένη πρόταση επίσης ωραιοποιεί την κατάσταση που δεσπόζει στην παγκόσμια οικονομία ακόμη και σε εκείνες τις χώρες που βρίσκονται εκτός του καθεστώτος της χρεοκρατίας, όπως για παράδειγμα οι χώρες της περιφέρειας της ευρωζώνης. Την πραγματική εικόνα την περιγράφει ανάγλυφα η εισαγωγή στην ετήσια επισκόπηση που εκδίδει το ΔΝΤ, όπου προβλέπεται ότι στις μεγάλες οικονομίες του πλανήτη επ’ ουδενί τα επόμενα χρόνια η δυνητική ανάπτυξη δεν πρόκειται να προσεγγίσει τον μέσο όρο του 2,25% της περιόδου 2001-2007, αλλά θα κυμαίνεται στο 1,6%. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη προϊδεάζει για μια νέα περίοδο ακόμη χαμηλότερων προσδοκιών. Το πόσο κενό περιεχομένου είναι το σχέδιο της κυβέρνησης για σημαντική άνοδο των ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ στην περίπτωση που ελαφρυνθούμε από μια μετακύληση των αποπληρωμών κι η οποία θα επιτρέψει την ομαλή αποπληρωμή του χρέους φαίνεται επίσης κι απ’ το τι ισχύει σε άλλες χώρες, που δεν φέρουν το άχθος της εξυπηρέτησης ενός χρέους που κινείται στα εξωφρενικά επίπεδα του ελληνικού. Για παράδειγμα η Γερμανία, που βρίσκεται στην άλλη άκρη της κλίμακας της υπερχρέωσης. Με ένα δημόσιο χρέος της τάξης του 78% και με αρνητικά επιτόκια δανεισμού, που σημαίνουν σχεδόν ανεμπόδιστες δυνατότητες χρηματοδότησης δημοσίων επενδύσεων, θα έπρεπε οι ρυθμοί μεγέθυνσής της να τείνουν σε διψήφια επίπεδα. Παρόλα αυτά το 2014 κινήθηκαν στο 1,5% και για φέτος προβλέπονται στο 1,7%. Επομένως μπορεί η υπερχρέωση να καθηλώνει τους ρυθμούς μεγέθυνσης, δεσμεύοντας στις αποπληρωμές χρέους πολύτιμους πόρους κι αναπαράγοντας έτσι ένα φαύλο κύκλο αποεπένδυσης και υπερχρέωσης, η απαλλαγή ωστόσο από το χρέος δεν φέρνει πιο κοντά τον δρόμο της οικονομικής ανάπτυξης. Κι αν δεν το κατάφερε η Γερμανία που μπορεί μεταξύ άλλων και εκμεταλλεύεται προνομιακά την αγορά της ευρωζώνης, διαθέτοντας ένα μοναδικό παραγωγικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της, γιατί να το πετύχει η Ελλάδα;
Η τρίτη πρόταση στοχεύει στην διεύρυνση των κοινωνικών συμμαχιών του ΣΥΡΙΖΑ με τμήματα του κεφαλαίου που θα ευνοηθούν από το «επενδυτικό πακέτο». Το νέο Σχέδιο Μάρσαλ, όπως κατ’ αναλογία συνέβη και με το παλιό, αναμένεται να δημιουργήσει την κρίσιμη εκείνη κεφαλαιακή μαγιά που θα οδηγήσει σε ένα νέο κύκλο συσσώρευσης και ανάπτυξης του ελληνικού κεφαλαίου. Σε συνδυασμό δε με την τελευταία πρόταση του Γ. Βαρουφάκη για φιλοεπιχειρηματικές μεταρρυθμίσεις αυτό που ζητείται είναι η διευκόλυνση της δράσης του κεφαλαίου κι η απαλλαγή του από περιττά εμπόδια και κόστη (διοικητικά, ασφαλιστικά, κ.α.).
Η τέταρτη πρόταση για ίδρυση «κακής τράπεζας», όπως συνέβη με πιο καθαρό τρόπο στην Ιρλανδία, είναι κατάρα κι ευλογία. Κατάρα για τα δημόσια οικονομικά και την τσέπη των φορολογουμένων που θα κληθούν, χωρίς να ερωτηθούν, να απαλλάξουν τις τράπεζες από τις τελευταίες επισφάλειες που άφησε η εποχή της κρίσης και της ύφεσης. Κι ευλογία για τις ίδιες τις τράπεζες που θα μπορούν να ξεκινήσουν ένα νέο κύκλο κερδοφορίας χωρίς τα καθηλωτικά βαρίδια των «κόκκινων» επιχειρηματικών και προσωπικών δανείων.
Το σχέδιο του Βαρουφάκη επομένως δεν επικεντρώνεται μόνο σε μια επιδερμική αναδιάρθρωση του χρέους που επιχειρεί να συγκεράσει τα συμφέροντα των δανειστών και θα το καθιστά βιώσιμο, δηλαδή εξυπηρετήσιμο ή ομαλά αποπληρώσιμο. Στόχο που αντιστρατεύεται το λαϊκό συμφέρον για άμεση παύση πληρωμών και μονομερή διαγραφή του. Επιπλέον, εκφράζοντας μια ολοκληρωμένη αστική στρατηγική, παρεμβαίνει και στους όρους ανάκαμψης της κερδοφορίας του κεφαλαίου…