Ο Σαμαράς μέχρι το 2011 εμφανιζόταν ως αντιμνημονιακός. Το Νοέμβρη του 2011 αναγκάστηκε να μπει στην κυβέρνηση Παπαδήμου, αλλά προσπαθούσε να κρατάει αποστάσεις. Το Μάη και τον Ιούνη του 2012 έκανε εκλογές με ντούρα αντιμνημονιακή ρητορική, υποσχόμενος αναθεώρηση του Μνημόνιου. Κέρδισε τις εκλογές και τα υπόλοιπα τα γνωρίζουμε.
Ο Κουβέλης δεν μπήκε στην κυβέρνηση Παπαδήμου, δεν συναίνεσε να μπει σε κυβέρνηση μετά τις εκλογές του Μάη του 2012 και κατάφερε να επιβιώσει εκλογικά μ’ ένα εντυπωσιακό (για τα μέτρα της ΔΗΜΑΡ) ποσοστό, το οποίο τον οδήγησε ως τρίτο εταίρο στη δεύτερη μνημονιακή συγκυβέρνηση. Στήριξε τα πάντα. Ολους τους φρικτούς μνημονιακούς νόμους, ορισμένους εκ των οποίων εισηγήθηκαν δημαρίτες υπουργοί. Συμφώνησε ακόμη και στο πρόγραμμα 15.000 απολύσεων και 50.000 διαθεσιμοτήτων. Το καλοκαίρι του 2013 βγήκε από την κυβέρνηση, περιπλανήθηκε για πολύ καιρό στα βαλτόνερα της «κριτικής στήριξης» της συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, προσπάθησε να προβληθεί σαν ο αναντικατάστατος πρόεδρος της Δημοκρατίας και τώρα έχει κλείσει παρασκηνιακή συμφωνία με τον ΣΥΡΙΖΑ για εκλογική και μετεκλογική συνεργασία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από ένα μικρό αστικό κόμμα του 4% βρίσκεται ένα βήμα πριν την εξουσία. Για να κάνει αυτό το βήμα μαζεύει ό,τι δραπέτευσε από τα μνημονιακά κόμματα και του υπόσχεται συνέχιση πολιτικής καριέρας με όρους εξουσίας, ενώ παράλληλα έχει μετατρέψει σε «ρεαλιστικό» τον πολιτικό του λόγο, εγκαταλείποντας τους ηρωικούς βερμπαλισμούς του παρελθόντος. Πρώην μνημονιακοί γίνονται αντιμνημονιακοί και το αντίθετο. Αυτοί που αλληλοβρίζονταν τώρα αγκαλιάζονται και δηλώνουν πολιτικά ερωτευμένοι. Αυτό αφορά όχι μόνο άτομα αλλά και κόμματα.
Ανεξάρτητα από την κινδυνολογία που έχει βάλει μπροστά ο Σαμαράς, για ευνόητους λόγους, οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν για μια ακόμη φορά αυτό που πολύ συχνά λένε οι αστοί δημοσιολόγοι και πολιτικοί: στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Ιδιαίτερα όταν ο παράγων εργατική τάξη απουσιάζει από το πολιτικό προσκήνιο, θα προσθέταμε.
Η αστική πολιτική κάνει κύκλους αέναα. Για μεγάλες περιόδους μπορεί να κινείται στη βάση ενός δικομματισμού, με δυο μεγάλα κόμματα να εναλλάσσονται στην εξουσία και μερικά μικρότερα να συμπληρώνουν το σκηνικό, μόνιμα στην αντιπολίτευση. Σε άλλες περιόδους, όταν το πολιτικό σκηνικό κατακερματίζεται, κάποιοι από τους πρώην εχθρούς γίνονται φίλοι και συνεργάζονται, κάποιοι ασήμαντοι γίνονται σημαντικοί και το αντίθετο.
Μέσα απ’ αυτή την αέναη κίνηση, μέσα από τις συνεχείς μετατοπίσεις και μεταλλάξεις, εκείνη που παραμένει αλώβητη είναι η δυνατότητα της αστικής τάξης να κατέχει την εξουσία και να τη διαχειρίζεται πολιτικά μέσω των κυβερνήσεών της. Η στοχοπροσήλωση αυτών των κυβερνήσεων και η αποφασιστικότητά τους να υπερασπιστούν την απρόσκοπτη λειτουργία του εκμταλλευτικού καπιταλιστικού συστήματος είναι δεδομένες, αποτελούν τις μόνες σταθερές.
Σ’ αυτή την περίοδο της βαθιάς σύγχυσης, της ήττας και της ηττοπάθειας δεν υπάρχει άλλος δρόμος εκτός από την κάθετη και πλήρη ρήξη με το σύνολο του αστικού πολιτικού συστήματος. Οι πολιτικές σηματοδοτήσεις της περιόδου πρέπει να νοηματοδοτούν μια πολιτική χειραφέτησης από το σύνολο της αστικής πολιτικής και ταξικής πολιτικής ανασυγκρότησης.
Ο Κουβέλης δεν μπήκε στην κυβέρνηση Παπαδήμου, δεν συναίνεσε να μπει σε κυβέρνηση μετά τις εκλογές του Μάη του 2012 και κατάφερε να επιβιώσει εκλογικά μ’ ένα εντυπωσιακό (για τα μέτρα της ΔΗΜΑΡ) ποσοστό, το οποίο τον οδήγησε ως τρίτο εταίρο στη δεύτερη μνημονιακή συγκυβέρνηση. Στήριξε τα πάντα. Ολους τους φρικτούς μνημονιακούς νόμους, ορισμένους εκ των οποίων εισηγήθηκαν δημαρίτες υπουργοί. Συμφώνησε ακόμη και στο πρόγραμμα 15.000 απολύσεων και 50.000 διαθεσιμοτήτων. Το καλοκαίρι του 2013 βγήκε από την κυβέρνηση, περιπλανήθηκε για πολύ καιρό στα βαλτόνερα της «κριτικής στήριξης» της συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, προσπάθησε να προβληθεί σαν ο αναντικατάστατος πρόεδρος της Δημοκρατίας και τώρα έχει κλείσει παρασκηνιακή συμφωνία με τον ΣΥΡΙΖΑ για εκλογική και μετεκλογική συνεργασία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από ένα μικρό αστικό κόμμα του 4% βρίσκεται ένα βήμα πριν την εξουσία. Για να κάνει αυτό το βήμα μαζεύει ό,τι δραπέτευσε από τα μνημονιακά κόμματα και του υπόσχεται συνέχιση πολιτικής καριέρας με όρους εξουσίας, ενώ παράλληλα έχει μετατρέψει σε «ρεαλιστικό» τον πολιτικό του λόγο, εγκαταλείποντας τους ηρωικούς βερμπαλισμούς του παρελθόντος. Πρώην μνημονιακοί γίνονται αντιμνημονιακοί και το αντίθετο. Αυτοί που αλληλοβρίζονταν τώρα αγκαλιάζονται και δηλώνουν πολιτικά ερωτευμένοι. Αυτό αφορά όχι μόνο άτομα αλλά και κόμματα.
Ανεξάρτητα από την κινδυνολογία που έχει βάλει μπροστά ο Σαμαράς, για ευνόητους λόγους, οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν για μια ακόμη φορά αυτό που πολύ συχνά λένε οι αστοί δημοσιολόγοι και πολιτικοί: στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Ιδιαίτερα όταν ο παράγων εργατική τάξη απουσιάζει από το πολιτικό προσκήνιο, θα προσθέταμε.
Η αστική πολιτική κάνει κύκλους αέναα. Για μεγάλες περιόδους μπορεί να κινείται στη βάση ενός δικομματισμού, με δυο μεγάλα κόμματα να εναλλάσσονται στην εξουσία και μερικά μικρότερα να συμπληρώνουν το σκηνικό, μόνιμα στην αντιπολίτευση. Σε άλλες περιόδους, όταν το πολιτικό σκηνικό κατακερματίζεται, κάποιοι από τους πρώην εχθρούς γίνονται φίλοι και συνεργάζονται, κάποιοι ασήμαντοι γίνονται σημαντικοί και το αντίθετο.
Μέσα απ’ αυτή την αέναη κίνηση, μέσα από τις συνεχείς μετατοπίσεις και μεταλλάξεις, εκείνη που παραμένει αλώβητη είναι η δυνατότητα της αστικής τάξης να κατέχει την εξουσία και να τη διαχειρίζεται πολιτικά μέσω των κυβερνήσεών της. Η στοχοπροσήλωση αυτών των κυβερνήσεων και η αποφασιστικότητά τους να υπερασπιστούν την απρόσκοπτη λειτουργία του εκμταλλευτικού καπιταλιστικού συστήματος είναι δεδομένες, αποτελούν τις μόνες σταθερές.
Σ’ αυτή την περίοδο της βαθιάς σύγχυσης, της ήττας και της ηττοπάθειας δεν υπάρχει άλλος δρόμος εκτός από την κάθετη και πλήρη ρήξη με το σύνολο του αστικού πολιτικού συστήματος. Οι πολιτικές σηματοδοτήσεις της περιόδου πρέπει να νοηματοδοτούν μια πολιτική χειραφέτησης από το σύνολο της αστικής πολιτικής και ταξικής πολιτικής ανασυγκρότησης.